Πλέον που έχει καταλαγιάσει ο προκληθείς διά της προτάσεως δυσπιστίας ντόρος, είναι το κατάλληλο χρονικό σημείο, ώστε να σταχυολογήσουμε ορισμένα, σημαντικά -κατά τη γνώμη μας- ζητήματα εκ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 4738/2020), τα οποία κρύφτηκαν πίσω από το προπέτασμα καπνού του ΣΥΡΙΖΑ. Το σύνολο του αστικού δημοσιογραφικού εσμού άδραξε την ευκαιρία, απασχολούμενο με το διαδραματιζόμενο κοινοβουλευτικό σόου, και ηθελημένα παρέλειψε να τοποθετηθεί επί πλείστων όσων ζητημάτων, συνεπεία του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (όχι ότι είχαμε και ιδιαίτερες προσδοκίες και απαιτήσεις από δαύτους…). Αλλωστε, πώς θα μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, όταν τα εκάστοτε αφεντικά τους και λοιπά κοράκια -ημεδαπά και αλλοδαπά- τρίβουν τα χέρια τους με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα, και όχι αδίκως.
Από την άλλη, οι ομιλούντες εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος και της μείζονος αντιπολίτευσης, μηδενός εξαιρουμένου, επιδόθηκαν σε μία ακατάσχετη παπαρολογία, τα δε υπ’ αυτών λεχθέντα μόνο ως λεκτικές πομφόλυγες μπορούν να χαρακτηριστούν. Ιλαροτραγικό το θέαμα, ενώ κείται προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο με επιπτώσεις σε τεράστιο μέρος της εργατικής τάξης, να διαφωνούν για το θεαθήναι, στήνοντας ολόκληρο καυγά για το πάπλωμα. Ομοίως δε, η ελάσσων αντιπολίτευση μετά προθυμίας κατέστη εν πολλοίς άθυρμα στην κοινοβουλευτική κοκορομαχία, περιοριζόμενη αυτοβούλως σε ρόλο υποβολέα του ΣΥΡΙΖΑ.
Πτωχευτικές καινοτομίες
Ι. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η φαινομενικά άδολου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 75 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (τέως άρθρο 1 ΠτΚ) περί του σκοπού της πτωχεύσεως. Στο άρθρο 1 του ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), ως έχει τροποποιηθεί κατ’ επανάληψιν, οριζόταν ότι η πτώχευση σκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών ενός εκάστου οφειλέτη, πραγματοποιείται δε διά της ρευστοποιήσεως ή ετέρου προβλεπόμενου τρόπου αναδιοργανώσεως, ενώ ιδιάζουσα σημασία δίδεται στη διατήρηση της επιχείρησης. Εν αντιθέσει, στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα (άρθρο 75) ρητώς αναγράφεται -μεταξύ άλλων- ότι η πτώχευση σκοπεί μεν στη συλλογική ικανοποίηση των εκάστοτε πιστωτών, η οποία ωστόσο επιτυγχάνεται με τη «ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής ή των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων στην επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις το συντομότερο δυνατό».
Κοινώς, από την περιουσία του πτωχεύσαντος εκμυζάται κατά προτεραιότητα ό,τι λογίζεται ως επικερδές -υπό το πρίσμα της πολυθρύλητης επιχειρηματικότητας- για τις μπίζνες των τραπεζών (στατιστικά η συντριπτική πλειονότητα των οφειλετών χρωστά σε τράπεζες) και λοιπών καπιταλιστών, τα δε λοιπά αξιοποιούνται κατά το δοκούν. Η διαφορά αυτή μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει ασήμαντη, εντούτοις ενδεικνύει τι μέλλει γενέσθαι στο πτωχευτικό πεδίο: α λα καρτ εκβιαστική ρευστοποίηση από τους πιστωτές ή πιο απλά: «θα ρευστοποιούμε ό,τι θέλουμε και κρίνουμε ως προσοδοφόρο και θα λες και ευχαριστώ». Η φράση περί επιστροφής «των παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις το συντομότερο δυνατό» συνιστά έναν εύσχημο τρόπο να λεχθεί η αποστέρηση από οτιδήποτε κρίνεται ως ενδιαφέρον, από «επιχειρηματική» άποψη.
ΙΙ. Επί τη βάσει του ισχύοντος μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2020 Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), ικανότητα για κήρυξη πτωχεύσεως απονέμεται περιοριστικώς σε εμπόρους και ενώσεις προσώπων, φέρουσες νομική προσωπικότητα, για την κήρυξη δε της πτωχεύσεως απαιτείται αδυναμία εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, κατά τρόπον γενικό και μόνιμο, ήτοι η περιέλευση σε κατάσταση παύσης πληρωμών (άρθρα 2 και 3 ΠτΚ).
Η προαναφερθείσα ρύθμιση μεταβάλλεται κατά τρόπο ριζικό με τον νέο Πτωχευτικό, καθώς αφενός ικανότητα πτωχεύσεως φέρουν πλέον και φυσικά πρόσωπα (άρθρο 76), η δε παύση πληρωμών διατηρείται ως αντικειμενική προϋπόθεση της πτώχευσης. Εντούτοις, στην παράγραφο 2 του άρθρου 77 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, επιλέχθηκε η εισαγωγή διατάξεως προς διευκόλυνση της δικαστικής κρίσεως (άνευ περαιτέρω σχολιασμού).
Κατά την προαναφερθείσα διάταξη, η παύση πληρωμών τεκμαίρεται εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα κάτωθι κριτήρια: α) μη καταβολή ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς -ω, τι έκπληξις!- πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, β) οι μη εξυπηρετούμενες οφειλές να ανέρχονται κατ’ ελάχιστον στο 40% των ληξιπρόθεσμων οφειλών ενός εκάστου οφειλέτη, για περίοδο έξι (6) μηνών, και όχι συλλήβδην των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ως εγράφη εσφαλμένα αρχικώς υπό πλείστων δημοσιογράφων, γ) υπερβαίνουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ μη εξυπηρετούμενη οφειλή.
Ληφθέντος υπ’ όψιν του γεγονότος ότι αίτηση για πτώχευση μπορεί να υποβάλει και ένας πιστωτής (άρθρο 79 νέου ΠτΚ), συναρτήσει του μικρού ποσοστού που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι υφίσταται αδυναμία πληρωμής, καθίσταται ευκόλως αντιληπτό πως κατά ενός εκάστου δανειολήπτη, με οφειλές σε μία τράπεζα, με καθυστέρηση δόσεων ολίγων μηνών, δύναται να υποβληθεί αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση, ούσας της πτωχεύσεως υποχρεωτικής -εφόσον υποβληθεί αίτηση- λόγω του ως άνω τεκμηρίου.
Συνεπεία τούτων, με τις εν λόγω μεταβολές πλέον ικανό προς πτώχευση καθίσταται ένα τεράστιο μέρος της οικονομικά εξαθλιωμένης εργατικής τάξης, καθώς ως ικανά προς πτώχευση νοούνται άπαντα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως αν είναι μισθωτοί, άνεργοι ή συνταξιούχοι, ήτοι εξομοιούνται τύποις με επιχειρήσεις και εν γένει νομικά πρόσωπα, τυχόν δε περιουσιακά στοιχεία μετατρέπονται σε βορά σε γνωστά, εγχώρια ή εισαγόμενα αρπακτικά, με ανύπαρκτα εχέγγυα διαφάνειας.
ΙΙΙ. Διακρίνεται εναργώς στο σύνολο των διατάξεων του νόμου, η διακαής επιθυμία προς απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας της πτωχεύσεως, προφανώς εις βάρος του πτωχεύοντος. Ενδεικτική είναι η πρόβλεψη για διορισμό του συνδίκου, όπου το πτωχευτικό δικαστήριο -πλην εξαιρέσεων- διορίζει ως σύνδικο τον υποδεικνυόμενο υπό του εκάστοτε πιστωτή, εφόσον αυτός είναι ο αιτών την πτώχευση ή ασκήσει παρέμβαση κατά τη δίκη (άρθρο 137 νέου ΠτΚ).
Ο ρόλος του συνδίκου είναι ιδιαζούσης σημασίας για την πτωχευτική διαδικασία, καθώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «διαχειριστής» της πτωχευτικής διαδικασίας, κατ’ ουσίαν δηλαδή διεξάγει το σύνολο των δεουσών ενεργειών. Ως εκ τούτου, η επιλογή του από τον εκάστοτε πιστωτή συνυφαίνεται με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, καθώς συνάγεται αβίαστα πως ο διορισθείς σύνδικος θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του εκάστοτε «εργοδότη» του, και μόνο αυτού, επιδιώκοντας την τάχιστη ικανοποίησή του.
Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών με όρους εκβιασμού
Ο πολυδιαφημισμένος μηχανισμός εξωδικαστικής ρυθμίσεως οφειλών, ιδίως ως προς τα πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, συνιστά μία αμιγώς ετεροβαρή διαδικασία, κατ’ επίφασιν διαφανή (ηλεκτρονικής τελέσεως γαρ), που κείται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών αν θα ευοδωθεί. Εξ αρχής εξαιρούνται από τη δυνατότητα προς υποβολή αίτησης για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών όσοι είχαν υποβάλει αίτηση πτώχευσης (βάσει του παλιού ΠτΚ), υπαγωγής στον ν. 3869/2010 (ο περιβόητος νόμος Κατσέλη), στον ν. 4469/2017 («Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και λοιπές διατάξεις») και στον ν. 4605/2019 (περί της πλατφόρμας προστασίας της πρώτης κατοικίας).
Ενώ δηλαδή διατρανώνουν μετά παρρησίας τον μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, ως ένα εργαλείο προς υποστήριξη των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, εξαιρούν από την εφαρμογή του ένα τεράστιο κομμάτι των ευάλωτων οφειλετών, καθώς πλείστοι εξ αυτών έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη. Αν αληθεύει δε, ότι εκκρεμεί περίπου το 40% των αιτήσεων υπαγωγής στον ανωτέρω νόμο και ότι αυτές αντιστοιχούν σε έναν αριθμό υπερβαίνοντα τις 40.000, ως γράφεται σε αρκετά αστικά Μέσα, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι εξαιρούνται από την εφαρμογή του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών τουλάχιστον 100.000 οφειλέτες!
Περαιτέρω, η φαιδρότητα της ρύθμισης αποδεικνύεται περίτρανα από την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του νέου ΠτΚ, κατά το οποίο: «Οι χρηματοδοτικοί φορείς διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποβολή πρότασης ρύθμισης οφειλών και ως προς το περιεχόμενό της και δεν υποχρεούνται να υποβάλουν προτάσεις σε όλες τις περιπτώσεις που τους απευθύνεται αίτηση. Αποτελέσματα ως προς το σύνολο των χρηματοδοτικών φορέων και, υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος, ως προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, παράγονται εντούτοις, εφόσον η πλειοψηφία των χρηματοδοτικών φορέων αποδέχεται την αίτηση και συναινεί στη διατύπωση συγκεκριμένης πρότασης ρύθμισης οφειλών».
Ητοι, δημιουργείται ένα καθεστώς υπερέχουσας θέσης για τις τράπεζες, έχουσες δικαίωμα προαιρέσεως ως προς την υποβολή αιτήσεως. Αν ληφθούν υπ’ όψιν ότι αφενός υφίσταται πλήρης ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τραπεζών, αφετέρου η συντριπτική πλειονότητα των απαιτήσεων τραπεζών κατά δανειοληπτών έχει εκχωρηθεί σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεων (εκλεπτυσμένος τρόπος να χαρακτηριστούν οι εισπρακτικές) και οι οποίες στην πράξη έχουν δικαιώσει όλα τα στερεότυπα για τις τοιαύτες εταιρείες (ενδεικτικώς αναφερομένων των χρησιμοποιούμενων παρελκυστικών τακτικών και καθυστερήσεων στην έγκριση της ρύθμισης, απόρριψη ρυθμίσεων με σαθρές δικαιολογίες), καθίσταται πασιφανές πως η θέση των τραπεζών είναι καθ’ όλα κυριαρχική έναντι των… αντισυμβαλλομένων τους, καθώς γνωρίζουν την εν γένει περιουσιακή τους κατάσταση. Συν τοις άλλοις, διά της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας στις τράπεζες, δημιουργείται ένα εκβιαστικό πλαίσιο για τους αιτούντες, ενώ παρέχεται στις τράπεζες η δυνατότητα να δημιουργούν τετελεσμένα, καθώς μπορούν να διατυπώνουν προτάσεις, κραδαίνοντας πάνω από το κεφάλι του εκάστοτε αιτούντος τη δαμόκλειο σπάθη της πτώχευσης, εν περιπτώσει μη αποδοχής τους.
Απαλλαγή εκπροσώπων νομικού προσώπου
Σκανδαλώδης υπέρ των εκπροσώπων νομικών προσώπων είναι και η διάταξη περί της απαλλαγής των εκπροσώπων νομικού προσώπου (άρθρο 195 νέου ΠτΚ). Κατά τη διάταξη αυτή, ο αλληλεγγύως με το εκάστοτε νομικό πρόσωπο ευθυνόμενος εκπρόσωπος ή ο διοικών τούτο, απαλλάσσεται από οιαδήποτε προσωπική ευθύνη τυχόν υπέχει, εκτός αν υποβληθεί προσφυγή κατά της απαλλαγής του. Ακόμα δε και εν τοιαύτη περιπτώσει, ο εκπροσωπών ή διοικών το νομικό πρόσωπο απαλλάσσεται εφόσον επιδεικνύει καλόπιστη συμπεριφορά, ήτοι συνεργάζεται με τους πιστωτές, η πτώχευση δεν οφείλεται «σε δόλιες ενέργειές του» και δεν ευθύνεται προσωπικώς για ορισμένες ρητώς αναγραφόμενες στο άρθρο 127 νέου ΠτΚ πράξεις ή παραλείψεις.
Αποδεικνύεται και διά νόμου περίτρανα έτι μία φορά το αξίωμα ότι «πτωχεύουν οι επιχειρήσεις, ποτέ οι καπιταλιστές». Η Αιτιολογική Εκθεση του νομοθετήματος είναι άκρως διαφωτιστική ως προς τον επιδιωκόμενο διά της ρυθμίσεως σκοπό: τροχοπέδη και ανασταλτικός παράγοντας στην «επιχειρηματικότητα» η προσωπική ευθύνη των εκπροσώπων νομικών προσώπων, λειτουργεί ανασχετικά δε για… «ικανούς διαχειριστές» να αναλάβουν επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Επομένως, δημιουργείται μία συνθήκη ατιμωρησίας για διαχειριστές που τζογάρουν στο βωμό του κέρδους, τη δουλειά και την επιβίωση των εργαζομένων (ως αναλύεται κατωτέρω), εφόσον αυτοί αποδειχθούν… καλά παιδιά. Μάλιστα, για να εξυπηρετηθούν και τυχόν άριστοι που πτώχευσαν επιχειρήσεις προ της εισαγωγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, στη ρύθμιση περί απαλλαγής απονέμεται αναδρομική ισχύς (δυνάμει του άρθρου 263, παράγραφος 5), καταλαμβάνουσας της ρυθμίσεως και πτωχεύσεις προς της θέσης σε ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα.
Λαιμητόμος για τους εργαζομένους
Βελτιώνεται η θέση των καπιταλιστών ως προς την τύχη των συμβάσεων εργασίας σε επιχείρηση που πτώχευσε. Δυνάμει του ισχύοντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020 Πτωχευτικού Κώδικα, εν περιπτώσει πτωχεύσεως, οι συμβάσεις εργασίας δεν λύονται αυτοδικαίως, παρέχεται απλώς δικαίωμα καταγγελίας στον σύνδικο. Διά του νέου Πτωχευτικού, η πτώχευση επιφέρει άνευ ετέρου τινός τη λύση απασών των συμβάσεων εργασίας, διατηρείται δε η ρύθμιση για τη μη υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Οι εργαζόμενοι ικανοποιούνται ως προς τους τυχόν οφειλόμενους μισθούς και αποζημίωση, μετά τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, ως πτωχευτικοί πιστωτές, εφόσον εξαρκεί η ρευστοποιηθείσα πτωχευτική περιουσία.
Προστασία πρώτης κατοικίας
Μετά τυμπανοκρουσιών ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση εδώ και μερικούς μήνες, ήδη από τον Απρίλιο, το σχέδιο του νέου Πτωχευτικού και ιδίως η σχεδιαζόμενη προστασία της πρώτης κατοικίας.
Εκκινώντας από τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, ως καθίσταται ευκόλως πασίδηλο από την κατάταξη της ρύθμισης στο Δεύτερο Μέρος του νομοθετήματος, φέρον τον τίτλο «Ρυθμίσεις για ευάλωτους οφειλέτες», εν αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων απαιτείται «ευάλωτος οφειλέτης», ήτοι το άτομο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν σωρευτικά όλα τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3 του ν. 4472/2017 κριτήρια για τη χορήγηση του επιδόματος στέγασης, Ως διαμορφούνται σήμερα τα κριτήρια αυτά, το ανώτατο ετήσιο εισόδημα για ένα νοικοκυριό με ένα άτομο, προκειμένου να δικαιούται το επίδομα, ορίζεται στα 7.000 ευρώ με μέγιστη αξία ακίνητης περιουσίας τα 120.000 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ανά επιπλέον άτομο και κατά 15.000 στη μέγιστη αξία ακίνητης περιουσίας.
Επί παραδείγματι (χάριν ευκολίας λαμβάνουμε ως παράδειγμα ένα νοικοκυριό αποτελούμενο από ένα άτομο): οιοσδήποτε βγάζει περισσότερα από 500 ευρώ μηνιαίως (500 ευρώ ανά μήνα επί 14 μισθούς κατ’ έτος ισούνται με ετήσιο εισόδημα 7.000 ευρώ) δεν δικαιούται επίδομα στέγασης, κατ’ επέκταση δεν υφίσταται δυνατότητα υπαγωγής του στα άρθρα 218 επ. του νέου ΠτΚ. Μάλλον, κατά τη Νέα Δημοκρατία, οι εξαρτώμενοι από τον μισθό τους (γιατί υπάρχουν και αυτοί, όπως διαπίστωσε με περισπούδαστο ύφος ο Κούλης) δεν χρήζουν προστασίας, εφόσον αποκερδαίνουν από την εργασία τους πλέον του αστρονομικού ποσού των πεντακοσίων ευρώ.
Επιπροσθέτως απαιτείται κήρυξη σε πτώχευση του ευάλωτου οφειλέτη ή επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τούτου και συνακολούθως υποβολή αιτήματος προς τον περιβόητο «Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης». Ο εν λόγω φορέας αναλαμβάνει διά νόμου, εν περιπτώσει υποβολής αιτήματος, υποχρέωση απόκτησης της κύριας κατοικίας του αιτούντος και εκμισθώσεως σε αυτόν, κατά τα ρητώς οριζόμενα στα άρθρα 218 επ.
Ενα ωστόσο ιδιαζούσης σημασίας ζήτημα έγκειται στην ταυτότητα του διαχειριστή του φορέα. Δέον όπως αποσαφηνιστεί ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του φορέα εκχωρούνται (διά του άρθρου 218 νέου ΠτΚ) σε νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, κατόπιν διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, καθίσταται πασιφανές ότι πρόκειται για χοντρή μπίζνα, με κέντρο το real estate εν ευρεία εννοία, και πως θα γίνει «σφαγή» μεταξύ ευαγών επιχειρηματιών και funds για την κήρυξή τους ως παραχωρησιούχου.
Και περνάμε στην κατ’ επίφασιν και μόνο «προστασία της πρώτης κατοικίας», για την οποία ο Σταϊκούρας ανερυθρίαστα ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση την προστατεύει «με κοινωνική διάσταση» (στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, συνεδρίαση 16ης Οκτωβρίου). Τραγέλαφος! Μάλλον, η έννοια της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ως την αντιλαμβανόμαστε εμείς οι κοινοί πληβείοι, δεν συγκλίνει με τον τρόπο που την συλλαμβάνουν οι άριστοι του Μαξίμου.
Συγκεκριμενοποιώντας τα ανωτέρω γραφέντα, ας δούμε λίγο την παράγραφο 6 του άρθρου 219 του νέου ΠτΚ: «Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου επί της κύριας κατοικίας του, αφότου καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης στον υπάλληλο πλειστηριασμού, πέντε (5) το αργότερο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του πλειστηριασμού, ή στον σύνδικο, έως την τελευταία ημέρα του εξαμήνου που ακολουθεί τη δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του. Η καταβολή του τιμήματος συνεπάγεται τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και τη ματαίωση του πλειστηριασμού, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου» (η έμφαση δική μας).
Η πολυθρύλητη -έχουσα κοινωνική διάσταση- προστασία της πρώτης κατοικίας, την οποία ευαγγελίζονται ο Κούλης και οι συν αυτώ, συνυφαίνεται με την απώλεια του δικαιώματος κυριότητας του πτωχεύσαντος ή του καθ’ ού ο πλειστηριασμός. Προσπαθώντας να εξηγήσουμε κατά το δυνατόν απλούστερα την ανωτέρω διαδικασία, θα λέγαμε ότι ο διαχειριζόμενος από εταιρείες ή funds Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης αποπληρώνει τις σχετιζόμενες με την πρώτη κατοικία οφειλές ενός προσώπου, απαλλασσόμενου τούτου από τα χρέη του. Μολαταύτα, ο ιππότης επί λευκού αλόγου – φορέας δεν αποπληρώνει τα χρέη ενός εκάστου οφειλέτη με βούληση ελευθεριότητας. Μετά την αποπληρωμή, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κυριότητας του οφειλέτη μεταβιβάζεται στον φορέα, προστατεύεται δηλαδή, η πρώτη κατοικία του οφειλέτη με την απώλειά της και τη μεταβίβασή της σε τρίτο νομικό πρόσωπο! Κοινώς, ο οφειλέτης απόλλυται το δικαίωμά του επί της πρώτης κατοικίας του, ως θα συνέβαινε και εν περιπτώσει αναγκαστικής εκτέλεσης!
Οι μόνες προστατευμένες σε οιοδήποτε ενδεχόμενο είναι οι τράπεζες, καθώς δημιουργείται ένα καθεστώς win-win: είτε ο οφειλέτης θα υποβάλει αίτημα στον φορέα, οπότε θα ικανοποιηθούν υπ’ αυτού, είτε θα ολοκληρωθεί ο σε βάρος του οφειλέτη πλειστηριασμός, οπότε οι απαιτήσεις θα εξοφληθούν από το πλειστηρίασμα. Αντίφαση εν τοις όροις και πολιτικό θράσος να βαφτίζεται η εκτρωματική ρύθμιση ως «προστασία της πρώτης κατοικίας».
Ωστόσο, έχει και καλύτερο. Ορίζεται ότι ο απωλέσας την πρώτη κατοικία του μισθώνει από τον φορέα το ίδιο του το σπίτι για 12 έτη (άρθρο 220, παράγραφος 1 νέου ΠτΚ), με μίσθωμα καθοριζόμενο επί τη βάσει της αποδόσεως «που αντιστοιχεί προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα, για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αναθεώρηση του μισθώματος γίνεται ετησίως στην επέτειο της κατάρτισης της μίσθωσης» (άρθρο 220, παράγραφος 2 νέου ΠτΚ). Το μίσθωμα καθορίζεται -επί τη βάσει του ανωτέρου- διά αποφάσεως του εκάστοτε υπουργού Οικονομικών (άρθρο 225, παράγραφος 3 νέου ΠτΚ). Καθίσταται σαφέστερο τι εννοεί το τσίρκο του Μαξίμου ως προστασία της πρώτης κατοικίας: «χάνεις μεν το σπίτι σου, αλλά μην άγχεσαι, μπορείς να εξακολουθείς να μένεις μέσα». Επουσιώδης λεπτομέρεια ότι πρέπει να καταβάλλεται μίσθωμα, ως θα συνέβαινε και σε οιαδήποτε έτερη μισθωτική σχέση.
Το αποκορύφωμα αυτής της εξαιρετικής έμπνευσης ρύθμισης έγκειται στο δικαίωμα επαναγοράς της πρώτης κατοικίας στον οφειλέτη (άρθρο 222 νέου ΠτΚ). Ηδη από τη χρήση υπό του νόμου της λέξης «επαναγορά», αποσαφηνίζεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η άνωθι περιγραφείσα διαδικασία δεν συνιστά τίποτα περισσότερο από μία πώληση με οψιόν επαναγοράς από τον πωλητή/οφειλέτη. Αυτός χάνει οιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί της πρώτης κατοικίας του, διατηρεί δε την κατοχή λόγω της υφιστάμενης μισθώσεως.
Επανερχόμενοι στο ζήτημα του τιμήματος επαναγοράς, τούτο καθορίζεται δι’ αποφάσεως του υπουργού Οικονομικών (άρθρο 225, παράγραφος 3 νέου ΠτΚ), ασκείται δε αφού καταβληθούν όλα τα οφειλόμενα για το σύνολο της μίσθωσης μισθώματα, ήτοι τα μισθώματα και για τα δώδεκα έτη. Ακόμα και να ασκήσει ο οφειλέτης το δικαίωμα επαναγοράς προ της παρελεύσεως της 12ετίας, πρέπει να καταβάλει άπαντα τα μισθώματα, δεδουλευμένα ή μη, πλέον του τιμήματος επαναγοράς! Το δε τίμημα επαναγοράς καθορίζεται στην τρέχουσα εμπορική αξία του ακίνητου, καθ’ ον χρόνον ασκείται το δικαίωμα, ενώ διασφαλίζεται εν πάση περιπτώσει και η συμμετοχή του φορέα σε τυχόν αύξηση της αξίας, εν συγκρίσει με το ποσό που κατέβαλε ο φορέας.
Με απλά λόγια, πρώτον τα μισθώματα για όλη τη 12ετία είναι διασφαλισμένα για τον φορέα, αφού ανεξαρτήτως του πότε ασκείται το δικαίωμα επαναγοράς, καταβάλλονται όλα τα μισθώματα. Δεύτερον, ως απορρέει εκ των ανωτέρω, τα καταβληθέντα επί δωδεκαετία μισθώματα δεν συνυπολογίζονται στην τιμή επαναγοράς του ακινήτου. Αποκρυσταλλώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μία πραγματική κατάσταση κατά την οποία ο οφειλέτης καταβάλλει ποσά μηνιαίως επί δωδεκαετία, μετά δε τούτων καταβάλει ένα ποσό, πλήρως ανεξάρτητο από τα ήδη καταβληθέντα, για μία οφειλή η οποία δυνατόν να είναι και μικρότερη από αυτά που θα καταβάλλει τελικώς!
Η έλλειψη πρόβλεψης περί αναλογικότητας στο τίμημα επαναγοράς προς την αρχική οφειλή του εκάστοτε οφειλέτη, συνιστά αφενός ένδειξη για τον ανάλγητο χαρακτήρα της μίσθωσης, αφετέρου έτι μία απόδειξη για την πλήρη αποξένωση του οφειλέτη από την πρώτη κατοικία, αφού διαμορφώνεται μία κατάσταση κατά την οποία υφίστανται δύο διάφορες σχέσεις, κατατείνουσες σε αντίθετες κατευθύνσεις: αποστέρηση του εμπράγματου δικαιώματος του οφειλέτη και εν συνεχεία επανάκτησή του, μη συνυπολογιζόμενης ωστόσο της ιστορικής βάσης προ της άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς (αξία οφειλής και αξία καταβληθέντος κεφαλαίου).
Επιπροσθέτως, χρήζει επισημάνσεως και το ιδιαζόντως αυστηρό πλαίσιο τήρησης των μισθωτικών υποχρεώσεων, που θεσπίζεται στο άρθρο 221 του νέου ΠτΚ. Παρέχεται στον φορέα δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης εν περιπτώσει υπερημερίας, δηλαδή μη καταβολής του οφειλόμενου μισθώματος στη δήλη ημέρα κατά την οποία είναι καταβλητέο, επί τριών (3) μισθωμάτων, και η υπερημερία δεν αρθεί εντός προθεσμίας ενός μήνα από την στιγμή που ο φορέας οχλήσει τον οφειλέτη. Η ρύθμιση αυτή χαρακτηρίζεται ως ιδιαζούσης σημασίας, καθώς η καταγγελία της μισθώσεως επιφέρει άνευ ετέρου την απώλεια του δικαιώματος επαναγοράς εκ μέρους του οφειλέτη. Η έλλειψη διάκρισης καθιστά άκρως πιθανό να κρίνεται ως νομικά ορθή και μη καταχρηστική καταγγελία, ασκούμενη μετά από δέκα έτη καταβολής μισθωμάτων και ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού.
Συνολικά πρόκειται για μία ρύθμιση ολετήρα για την πλειονότητα των καλούμενων «ευάλωτων οφειλετών», οίτινες εν μία νυκτί καθίσταται δυνατόν να απωλέσουν την πρώτη κατοικία τους και να βρεθούν φιλοξενούμενοι τρόπον τινά εντός αυτής. Η εν λόγω ρύθμιση βρίθει ανισοτήτων και περιέχει πλείστες δικλείδες ασφαλείας για τον φορέα και τις τράπεζες, ώστε εν πάση περιπτώσει να διασφαλίζεται η αποκόμιση κερδών.
Δέον όπως τονιστεί ότι λόγω και του ενδιάμεσου διαστήματος μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, η ετυμηγορία σχετικά με τις εκκρεμείς αιτήσεις για την υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη και τη συνακόλουθη προστασία της πρώτης κατοικίας δεν προδιαγράφεται ευοίωνη, τουναντίον σκιαγραφείται με μελανά χρώματα. Ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εκκρεμεί περίπου το 40% των συνολικών αιτήσεων, οι οποίες αντιστοιχούν σε περίπου 40.000 αιτούντες, ενώ διά του νόμου 4745/2020 επιταχύνεται η εκδίκασή τους, προβλέπεται δε η σε άμεσο χρονικό διάστημα μείωση του ως άνω ποσοστού στο 10%, διά της ηλεκτρονικής υποβολής αιτήσεως και διασταυρώσεως στοιχείων. Αν συνυπολογισθούν και οι ντιρεκτίβες που κατά καιρούς δίδονται από δικαστές για συλλήβδην απόρριψη αιτήσεων, με σαθρές αιτιολογίες, καθίσταται ευκόλως αντιληπτός ο τρόπος διά του οποίου θα μειωθούν οι εκκρεμείς υποθέσεις. Προς επίρρωση τούτου, επικαλούμαστε το δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων υπαγωγής στον ως άνω νόμο, ανερχόμενο περί το 40%, διαμορφούμενο στο ως άνω ποσοστό διά απορρίψεων επί ασήμαντων αφορμών.
Του ιδίου φυράματος…
Εντούτοις, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διά αντιπροσώπων διερρήγνυε τα ιμάτιά του, παρουσιάζοντας εαυτόν ως ασπίδα της πρώτης κατοικίας. Εντούτοις, μάλλον θεωρούν ότι απευθύνονται σε επιλήσμονες, καθώς αμέλησαν να αναφέρουν (ως και να απαντήσουν στις εγκλήσεις της ΝΔ) ορισμένα ήσσονος σημασίας γεγονότα.
Κουίζ για δυνατούς λύτες: ποιο κόμμα -ως κυβέρνηση- α) αποστέωσε το 2015 κατ’ ουσίαν την προστασία της πρώτης κατοικίας, διά του νόμου 4346/2015, και την κατήργησε πλήρως, διά του νόμου 4592/2019, διατηρώντας απλώς για λόγους δημαγωγίας ένα μεταβατικό διάστημα, β) θέσπισε διά του νόμου 4472/2017 τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, διευκολύνοντας τη διεξαγωγή τους, γ) νομοθέτησε διά τροπολογίας την αυτεπάγγελτη δίωξη για απλές σωματικές βλάβες, απειλές ή έτερες «έκνομες» πράξεις κατά διενεργούντων πλειστηριασμό υπαλλήλων, παρακωλύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διενέργεια του πλειστηριασμού; Ως εκ τούτου, θα συστήναμε στη μείζονα αντιπολίτευση τις ανακυβιστήσεις, διότι η πρόκληση μυοσκελετικών παθήσεων στον εκτελούντα είναι άκρως πιθανή.
Αντί επιλόγου, επιλέγουμε να τονίσουμε για άλλη μία φορά τα πολλάκις λεχθέντα περί κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Οι δύο μόνο κατ’ όψιν αντικρουόμενες όψεις του ιδίου νομίσματος, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, έστησαν -για ίδιους λόγους εκάστη- ένα κοινοβουλευτικό (ή και κυνοβουλευτικό, εν προκειμένω κρίνονται ως ορθές αμφότερες οι ορθογραφίες και έννοιες) πανηγυράκι, για το πάπλωμα, υποκρύπτοντας επιμελώς την ουσία. Την αενάως διακηρυττόμενη πίστη και υποταγή αμφοτέρων στο κεφάλαιο και το κράτος του, ως εκφράζεται και διά του εν λόγω νομοθετήματος.
ΥΓ: Τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο, ανακοινώθηκε στη Βουλή η αναστολή διεξαγωγής πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας από τον Κούλη, εξ ου και αποθεώνεται έτι μία φορά από τα αστικά Μέσα. Πρόκειται για μία άνευ αντικειμένου κατ’ ουσίαν ρύθμιση, καθώς σε λιγότερο από δύο μήνες, άμα τη εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού, εκκινεί ο εκ πλαγίου πλειστηριασμός, κατά τα προαναφερθέντα, οπότε το δώρο του Μεσσία καθίσταται άδωρο.