Είναι λογικό, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τις ευρωεκλογές του Μάη, να φουντώνουν σε όλη την ΕΕ οι συζητήσεις για το «μέλλον της Ευρώπης». Τα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα πάντοτε διασταύρωναν τα ξίφη τους στο «οραματικό» επίπεδο, αφού σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής οι διαφορές τους έχουν εξανεμιστεί εδώ και πολύ καιρό. Οι φετινές ευρωεκλογές έχουν επιπλέον την ιδιαιτερότητα ότι είναι οι πρώτες που διεξάγονται μετά την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία έπληξε βαρύτατα την ΕΕ και έχει οδηγήσει στα γνωστά κύματα σκληρής λιτότητας και αντεργατικών ανατροπών, όχι μόνο στον λεγόμενο ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και στον ιμπεριαλιστικό Βορρά.
Δεν χρειάζεται, βέβαια, να σημειώσουμε την ξεχωριστή σημασία που έχουν για την αστική εξουσία στη χώρα μας αυτές οι ευρωεκλογές. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε, όμως, είναι πως αυτή η σημασία αφορά μόνο τον κομματικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση της διαχείρισης της αστικής εξουσίας και όχι για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, αφού ουδείς από τους βασι-κούς πόλους του αστικού πολιτικού συστήματος διατυπώνει αίτημα εξόδου. Επειδή, όμως, οι ευρωεκλογές θα επηρεάσουν τον γενικότερο κομματικό συσχετισμό, η σχετική συζήτηση που αναπτύσσεται στις άλλες χώρες της ΕΕ μεταφέρεται και στα «καθ’ ημάς», διανθισμένη με τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες. Πρώτο, γύρω από μια κατασκευασμένη απειλή «εξόδου από το ευρώ», την οποία φορτώνουν (για ευνόητους λόγους) στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερο, γύρω από την καλλιέργεια μιας ψεύτικης αισιοδοξίας. Οπως λένε, τα δύσκολα πέρασαν και οι θυσίες του ελληνικού λαού θα πιάσουν τόπο, ενώ και στην ίδια την ΕΕ τα πράγματα βαίνουν προς το καλύτερο, καθώς γίνονται βήματα εμβάθυνσης του ομοσπονδιακού της χαρακτήρα, με κορυφαίο τις αποφάσεις της τελευταίας συνόδου κορυφής για την τραπεζική ένωση.
Σε ένα μεγάλο αφιέρωμα που ετοίμασε το «Βήμα» (5.1.2014), με τίτλο «Πού πάει η Ευρώπη, πού πάει η Ελλάδα;», επιστρατεύτηκαν εκπρόσωποι όλων των αστικών τάσεων, από τον Σημίτη μέχρι τον Σταθάκη του ΣΥΡΙΖΑ και από τον Πέτερ Μπόφινγκερ (της επιτροπής «σοφών» της γερμανικής κυβέρνησης) μέχρι τον γερμανό σοσιαλδημοκράτη κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ.
Στις απόψεις του Σταθάκη θ’ αναφερθούμε σε κάποιο από τα επόμενα φύλλα της εφημερίδας μας, διότι είναι πραγματικά αποκαλυπτικές της διαχειριστικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ. Οι απόψεις των Προβόπουλου και Κωστόπουλου, δυο διακεκριμμένων τραπεζιτών, δεν προσφέρονται για ανάλυση, διότι και οι δύο βρίσκονται σε διατεταγμένη (προπαγανδιστική) υπηρεσία. Κλήθηκαν να καλλιεργήσουν ψεύτικη αισιοδοξία, στηρίζοντας έτσι την ετοιμόρροπη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. «Το 2014 θα είναι μια καλή χρονιά και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη», είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινά το άρθρο του ο Κωστόπουλος, που κλείνει με ένα σάλπισμα στήριξης της συγκυβέρνησης: «Η διαφύλαξη συνθηκών πολιτικής σταθερότητας είναι εκ των ων ουκ άνευ για να μπορέσουμε να δρέψουμε τους καρπούς των προσπαθειών και των θυσιών των Ελλήνων (…) Είναι λοιπόν αναγκαίο η πολιτική αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στο πώς θα χτίσουμε και θα εξασφαλίσουμε την πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας από εδώ και πέρα».
Ο Προβόπουλος, πέραν της γενικής αισιόδοξης προπαγάνδας, εμφανίζεται υπεραισιόδοξος και για την τραπεζική ένωση, η οποία «θα συμβάλει στο σπάσιμο του φαύλου κύκλου μεταξύ δημοσιονομικών και τραπεζικών κρίσεων». Οπως επισημαίνει, «ο φαύλος αυτός κύκλος επέτεινε τα προβλήματα στην Ευρώπη, καθώς η στήριξη των αδύναμων τραπεζών από τις εθνικές αρχές τροφοδοτούσε την κρίση δημόσιου χρέους». Πρόκειται για μπούρδα ολκής που μόνο ένας ανυπόληπτος τεχνοκράτης σαν τον Προβόπουλο θα μπορούσε να υποστηρίξει. Τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν, σε βάθος δεκαετίας, για τη στήριξη των τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα ανέρχονται στο γελοίο ποσό των 55 δισ. ευρώ για όλη την ΕΕ. Αν αναλογιστούμε ότι για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (μετά το PSI), που δεν είναι παρά μια κουτσουλιά στον ευρωπαϊκό τραπεζικό χάρτη, μπορούμε να φανταστούμε τι αντιπροσωπεύουν τα 55 δισ. για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Είναι αποφασισμένο πλέον πως εκείνο που θα εφαρμόζεται θα είναι το μοντέλο της Κύπρου. Οταν το πρωτοανέφερε ο Ντεϊσελμπλούμ ξεσηκώθηκε σάλος και αναγκάστηκε να κάνει διορθωτική δήλωση, πλέον όμως αυτό έχει επικυρωθεί και όλοι το έχουν καταπιεί. Τα 55 δισ. είναι ένα προσχηματικό ποσό, για να μπορέσει να αποφασιστεί η περιβόητη τραπεζική ένωση, η οποία δε θα είναι μια διαδικασία αλληλεγγύης προς τις χώρες που αντιμετωπίζουν τραπεζική κρίση, αλλά μια διαδικασία εμβάθυνσης της αποικιοποίησης αυτών των χωρών, όχι πλέον απλώς με τον έλεγχο του τραπεζικού τους συστήματος, αλλά με την εξαγορά του από τα τραπεζικά μονοπώλια των ιμπεριαλιστών.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, πιστός στην παράδοση του ιησουΐτικου καθολικισμού, βαφτίζει το κρέας ψάρι και αποφαίνεται πως οι αντιλήψεις περί εθνικής κυριαρχίας που επικρατούσαν στο παρελθόν είναι παρωχημένες. «Υπάρχει και άλλη άποψη περί κυριαρχίας που ορίζεται σε σχέση με την αποτελεσματικότητα – δηλαδή της κυριαρχίας ως ικανότητας παροχής, με τρόπο πρακτικό, των ουσιωδών υπηρεσιών που ο λαός περιμένει από την κυβέρνηση»! Με κυνικότητα σημειώνει ότι «ο ορισμός της κυριαρχίας με βάση τα (εθνικά) δικαιώματα είναι αναγκαστικά μηδενικού αθροίσματος: κάποιος πρέπει να τη χάσει για να την κερδίσει κάποιος άλλος. Ωστόσο, ο ορισμός της κυριαρχίας με βάση την αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι θετικού αθροίσματος καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο τις ανάγκες των πολιτών». Μ’ άλλα λόγια, καλεί σε υποταγή στο ιμπεριαλιστικό imperium της Ευρωζώνης, με τη Γερμανία στην κορυφή, φυσικά, προκειμένου οι «πολίτες» (οι εργαζόμενοι) να έχουν ένα πιάτο φαΐ, εργαζόμενοι σε καθεστώς κινεζοποίησης.
Ο Πέτερ Μπόφινγκερ, που αν και σοσιαλδημοκράτης δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμμετέχει στο συμβούλιο των «πέντε σοφών» που συμβούλευε την προηγούμενη κυβέρνηση Μέρκελ και θα συνεχίσει και με τη νέα κυβέρνηση, δεν έχει κανένα πρόβλημα να χαρακτηρίσει (εμμέσως) μπούρδες αυτά που λένε οι Προβόπουλοι για την τραπεζική ένωση: «Στη σημερινή μορφή της η Τραπεζική Ενωση δεν είναι μεγαλεπήβολο εγχείρημα. Πρόκειται για κλασικό συμβιβασμό ο οποίος δεν θα κάνει σταθερότερο το χρηματιστικό σύστημα της Ευρώπης». Τα 55 δισ. τα χαρακτηρίζει «εντελώς ανεπαρκή» και μιλά για κίνδυνο «ντόμινο χρεοκοπιών» τραπεζών. Δεν διστάζει, ακόμη, να χαρακτηρίσει «μάλλον χίμαιρα» την καταπολέμηση της ανεργίας, σημειώνοντας: «Για να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία θα έπρεπε να προηγηθεί ανάπτυξη κατά 3% τα επόμενα δύο-τρία χρόνια. Αυτό δεν φαίνεται όμως στον ορίζοντα»!
Ως γνήσιος γερμανός τεχνοκράτης ο Μπόφινγκερ δε διστάζει να πει ότι το ΔΝΤ «δεν έχει θέση» στην Ευρώπη ως ελεγκτικός μηχανισμός. Οχι όμως και να εκλείψει ο έλεγχος: «Σίγουρο είναι ότι χρειαζόμαστε έναν θεσμό για τη διαχείριση κρίσεων ο οποίος θα έχει διοριστεί από την Κομισιόν». Το πάει μάλιστα κι ένα βήμα παραπέρα: «Η τρόικα, η Κομισιόν και τα βοηθητικά τους όργανα, όπως το ESM, πρέπει να αντικατασταθούν από έναν ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών ο οποίος θα αναλάβει τη λύση των τρεχόντων προβλημάτων και θα λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». Οχι, όνομα δεν λέει ο Μπόφινγκερ, όμως ποιος θα ήταν καταλληλότερος για το πόστο του οικονομικού δικτάτορα της ΕΕ από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Το γεγονός ότι ο υπουργός Οικονομικών στην προηγούμενη και στη σημερινή γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται εδώ και αρκετούς μήνες ως σφόδρα «ευρωπαϊστής» (αρκετοί τον αντιπαραθέτουν ακόμη και στην καγκελάριό του) δείχνει πως μάλλον η γερμανική διπλωματία δουλεύει μεθοδικά σ’ αυτή την κατεύθυνση, με στόχο να ενισχύσει το imperium της στην ΕΕ. Οι γερμανοί ιμπεριαλιστές θα «πουλήσουν» ακριβά τις υποχωρήσεις τους στην κατεύθυνση αυτού που ονομάζεται «περισσότερο Ευρώπη». Η «περισσότερο Ευρώπη» στο τέλος θα είναι «περισσότερο γερμανική Ευρώπη».
Ακόμη και ο σοσιαλδημοκράτης κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, που καθιέρωσε το καθόλου τιμητικό για την καγκελάριο προσωνύμιο «Μερκιαβέλι», μιλά για «σύνδεση του κοσμοπολιτισμού με έναν υπερεθνικό πατριωτισμό», ζητά την κατάργηση της τρόικας, αλλά προβλέπει ότι «τα πράγματα θα γίνουν πιο σκληρά» και η τρόικα «θα αναλάβει άμεσα ή σχεδόν άμεσα την καθοδήγηση της ελληνικής πολιτικής».
Το μόνο βέβαιο, λοιπόν, είναι η εμβάθυνση της αποικιοποίησης και της κινεζοποίησης.