Ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε από τις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές. Θυμόσαστε, μήπως, το λόγο για τον οποίο ο Καραμανλής προσέφυγε σε πρόωρες εκλογές; Ηταν αρκετά πρωτότυπος. Επικαλέστηκε την ανάγκη να καταρτιστεί ένας ισχυρός προϋπολογισμός από μια κυβέρνηση με νωπή τη λαϊκή εντολή. Επτά μήνες από την ψήφιση του… ισχυρού προϋπολογισμού, αυτός είναι εντελώς στον αέρα και στο κυβερνητικό επιτελείο αναζητούν τρόπο να πλασάρουν τα «συμπληρωματικά μέτρα» που ήδη έχουν αποφασίσει.
Είναι χαρακτηριστικές οι απαντήσεις που έδωσε ο Ρουσόπουλος την περασμένη Δευτέρα στο press room. Είναι η πρώτη φορά που δεν επανέλαβε την καθιερωμένη παπάρα περί της «κανονικής, ομαλής εκτέλεσης του προϋπολογισμού», αλλά παραδέχτηκε ότι «είναι δύσκολη η κατάσταση» και ότι «η προσπάθεια που γίνεται είναι να αυξηθούν τα έσοδα, δηλαδή να τηρηθούν οι προβλέψεις που υπάρχουν στον προϋπολογισμό» και «να μειωθούν οι δαπάνες στο μέτρο του δυνατού, έτσι όπως έχουν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό». Την επομένη, μολονότι ρωτήθηκε επίμονα, ξέφυγε με τις συνήθεις ντρίπλες, αρνού-μενος να δεσμευτεί ότι δε θα υπάρξει αύξηση του ΦΠΑ.
Η αναξιοπιστία της κυβέρνησης (και) ως προς την κατάρτιση του προϋπολογισμού είναι δεδομένη και αυτό είναι το τελευταίο που πρέπει να συζητήσουμε. Γιατί αν καταστήσουμε αυτό το θέμα ως κύριο, όπως ήδη κάνει το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση βρίσκει επιχειρήματα για να ξεφύγει: διεθνείς συνθήκες, εισαγόμενα προβλήματα κ.λπ. Σημασία έχει να δούμε τι συνεπάγεται ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού.
Η λεγόμενη «μαύρη τρύπα» του προϋπολογισμού μεγαλώνει συνεχώς. Το έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκε το πρώτο πεντάμηνο κατά 28% σε σχέση με πέρσι. Τα έσοδα είχε προϋπολογιστεί να αυξηθούν κατά 12% και αυξήθηκαν μόνο κατά 3,5%. Οι δαπάνες είχε προϋπολογιστεί να αυξη- θούν κατά 8,3% και αυξήθηκαν κατά 12,1%.
Αυτό αντανακλά την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας (μείωση εσόδων) και την ακρίβεια που πλήττει και τις κρατικές δαπάνες. Σ’ αυτά τα δεδομένα, που προέρχονται από τις ίδιες τις κρατικές υπηρεσίες, πρέπει να προσθέσουμε πρόσφατη παρέμβαση της Eurostat που ζητά αναθεώρηση ορισμένων δημοσιονομικών μεγεθών (προφανώς επειδή η κυβέρνηση έκανε το σύνηθες μπαλαμούτι).
Η κυβέρνηση θα κινηθεί και στο σκέλος των εσόδων και στο σκέλος των δαπανών. Λόγος γίνεται για κάποια ρύθμιση ληξιπρόθεσμων ο-φειλών προς το δημόσιο, που έχουν ξεπεράσει τα 16 δισ. ευρώ. Πόσο να αποδώσει, όμως, αυτό το μέτρο σε συνθήκες κρίσης που πλήττει ιδιαίτερα τους λεγόμενους μικρομεσαίους; Αναγκαστικά, η κυβέρνηση θα στραφεί στο αγαπημένο… καταφύγιο της φορολογίας. Πρέπει να θεωρείται βέβαιη η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, που επιβαρύνουν άμεσα το λαϊκό εισόδημα, ενώ η αύξηση του ΦΠΑ δεν αποκλείεται καθόλου. Απλά, κρατιέται ως το τελευταίο μέτρο, όχι μόνο γιατί υπάρχει η προεκλογική «δέσμευση» του Καραμανλή (ήδη έχουν διαμορφώσει το κλίμα για την… αποδέσμευση), αλλά και γιατί η αύξηση του ΦΠΑ κατά 1% θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού.
Στο σκέλος των δαπανών τα περιθώρια έχουν καταστεί εξαιρετικά στενά. Φυσικά, μιλάμε μόνο για τις κοινωνικές δαπάνες, που συμπιέζονται εδώ και χρόνια, κάθε χρόνο και περισσότερο. Το μόνο βέβαιο είναι πως και τα φιλανθρωπικά βοηθήματα που τάζουν, μέσω της ενεργοποίησης του περιβόητου Ταμείου για την καταπολέμηση της φτώχειας, που θα αποτελέσει τον άξονα της καραμανλικής δημαγωγίας στη ΔΕΘ το Σεπτέμβρη, θα είναι εξαιρετικά… τσιγκούνικα και θα δοθούν σε λίγους. Ας δούμε τι έγινε με τους πυρόπληκτους για να καταλάβουμε.