Πέρασε πάνω από ενάμισης μήνας από την εγκατάσταση της νέας κυβέρνησης και κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο καθαρό, ακόμα και σε αυτούς που διατηρούσαν κάποιες ελπίδες, πως το Μνημόνιο-3 είναι προ των πυλών. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να εξετάσουμε, μέσα από βασικές μεταβλητές της οικονομίας, όπως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και το εμπορικό ισοζύγιο, τα αποτελέσματα (και μάλιστα τα θετικότερα εξ αυτών) των ιμπεριαλιστικών πολιτικών του πλήρη δημοσιοοικονομικού ελέγχου, δηλαδή των Μνημονίων (ή όπως αλλιώς θα βαφτιστούν από τους συριζαίους), που επιβάλλονται ως θεραπεία για τις «άρρωστες» καπιταλιστικές οικονομίες.
Σε γενικές γραμμές, ιδιωτική κατανάλωση ονομάζεται η αγορά αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται αυστηρά για κατανάλωση από τα νοικοκυριά (εξαιρείται για παράδειγμα η αγορά κατοικίας). Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδιωτική κατανάλωση ήταν το βασικό συστατικό της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης τη δεκαετία 1999-2009 (και όχι μόνο). Με βάση λοιπόν τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΚΕΠΕ (https://www.kepe.gr/images/oikonomikes_ekselikseis/oikonomikes_ekselikseis_teyxos_26.pdf), τους εννιά πρώτους μήνες του 2014 παρατηρείται αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,5%, έναντι μείωσης 3,3% τους αντίστοιχους μήνες του 2013. Για να έχουμε μια εικόνα της σημασίας αυτού του μεγέθους, αναφέρουμε πως το 2005, για παράδειγμα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξανόταν κατά 4,5%.
Αναλύοντας αυτό το μέγεθος, προκύπτει πως σε σχέση με το 2013 ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 2,4% το δεκάμηνο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου. Παραμένοντας σε αυτόν τον δείκτη, βλέπουμε πως η μεταβολή του οφείλεται κυρίως στην αύξηση κατά 2,6% του κύκλου εργασιών στα καταστήματα καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων. Αυτή φυσικά η αύξηση δεν οφείλεται σε καμία άσκηση εγχώριας οικονομικής πολιτικής, αλλά στη μεγάλη πτώση της τιμής του πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο, που αύξησε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων (για να το πούμε απλά, ο κόσμος άρχισε να ξανακυκλοφορεί τα αυτοκίνητα).
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι πως την ίδια στιγμή καταγράφονται μειώσεις σε βασικά αγαθά, όπως τρόφιμα-ποτά-καπνός (-3,3%) , έπιπλα-ηλεκτρικά είδη-οικιακός εξοπλισμός (-7%) και πολυκαταστήματα (-9,6%). Αν αναλογιστούμε πως ο αποπληθωρισμός αυξάνει συνεχώς (Δεκέμβρης 2014: 2,6%) και επομένως «πέφτει» η τιμή των αγαθών αυτών, προκύπτει πως για τη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού δεν προκύπτει κανένα όφελος από τη λειτουργία του νόμου της προσφοράς και ζήτησης, καθώς τα εισοδήματα των νοικοκυριών έχουν εξανεμιστεί. Με λίγα λόγια, το εισόδημα των πλατιών λαϊκών στρωμάτων έχει μειωθεί τόσο που, όσο και να πέσουν οι τιμές, δεν αυξάνεται ουσιαστικά η αγοραστική τους δύναμη και συνεπώς δεν καταναλώνουν περισσότερα από τα απολύτως αναγκαία. Το ίδιο το ΚΕΠΕ παρατηρεί: «Αναφορικά με τους παράγοντες οι οποίοι θεωρείται ότι ερμηνεύουν τις εν λόγω ευνοϊκές εξελίξεις, προκύπτει ότι δεν συνδέονται με βελτιώσεις αναφορικά με το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά ούτε και ως προς τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τον πλούτο τους. Συνεπώς, η ενδυνάμωση της καταναλωτικής δαπάνης αφορά κυρίως στην ενισχυμένη δαπάνη διαθέσιμων πόρων από συγκεκριμένες ομάδες νοικοκυριών».
Επίσης, το ΚΕΠΕ δεν μπορεί να κρύψει την έκρηξη της φτώχειας, παρά την αντιεπιστημονικότητα που έχει ο ορισμός ενός ατόμου ως φτωχού: «Για το 2013 το ποσοστό φτώχειας υπολογισμένο με τη γραμμή φτώχειας του 2008 εκτιμάται σε 44,3%, ενώ με τον ίδιο τρόπο υπολογισμού ένα έτος πριν ήταν 35,8%. Είναι ενδιαφέρον ότι η φτώχεια σε όρους του 2008 μέχρι το 2010, δηλαδή τα πρώτα έτη της κρίσης, μειωνόταν οριακά, ενώ από το 2010 και έπειτα καταγράφει εντυπωσιακή αύξηση. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η μεγάλη χειροτέρευση στο βιοτικό επίπεδο των ατόμων προήλθε όχι στα πρώτα έτη της κρίσης, αλλά στα επόμενα».
Μερίδιο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης έχει και ο τουρισμός, κυρίως επειδή τους καλοκαιρινούς μήνες παρατηρείται αύξηση σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών όπως η ενοικίαση αυτοκινήτων κ.ά. Η σημασία αυτής της μεταβλητής είναι μεγάλη, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικοινωνιακά ως δεδομένο-πρόφαση από τους δανειστές και τις νέες ροζ μαριονέτες τους για αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ (που επικεντρώνεται σε αγαθά με ανελαστική ζήτηση, δηλαδή αυτά που αξιολογούνται ως απαραίτητα από τους καταναλωτές, π.χ. τρόφιμα), όπως υπονοείται από τη «λίστα Βαρουφάκη».
Στον τομέα των επενδύσεων παρατηρήθηκε το τρίτο τρίμηνο του 2014 μια αύξηση 1%, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,1% του ΑΕΠ. Η κατανομή των αυξήσεων σε επιμέρους κατηγορίες επενδύσεων δείχνει πολύ περισσότερα. Το πρώτο εννιάμηνο του 2013 παρατηρήθηκε θετική μεταβολή κατά 45,7% σε επενδύσεις στα αγροτικά προϊόντα, ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2014 η μεταβολή αυτή «γκρεμίστηκε» στο 4,3%. Στην κατηγορία «μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα», η συνολική μεταβολή για το εννιάμηνο του 2013 ήταν 14,9% ενώ το 2014 αυξήθηκε σε 24,4%. Και στην κατηγορία «μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα» η μεταβολή ήταν -6,9% και 0,3% αντίστοιχα. Δεν μας κάνει καμία εντύπωση πως ακόμη και σε εποχή κρίσης, σημαντικά ποσά διατίθενται για την «άμυνα» της χώρας, καθώς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι έτσι διατηρούνται ζωντανές οι οικονομίες των ιμπεριαλιστικών χωρών (μεταξύ των οποίων και η Γερμανία).
Συνεχίζοντας με τις επενδύσεις, το σημαντικότερο στοιχείο βρίσκεται στις κινήσεις της αγοράς κατοικίας. Οι μεταβολές στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2014 ήταν -49,9%, -57,4% και -44,4%. Συγκρίνοντας τα εννιάμηνα βλέπουμε πως το 2013 είχαμε μια μείωση της τάξης του 28,5%, ενώ για το 2014 η συνολική μείωση φτάνει το 51%. Ετσι καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα με αυτό που βγάλαμε από την ανάλυση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Με απλά λόγια, με την τιμή των ακινήτων να πέφτει θα περίμενε κανείς να αυξηθεί η ζήτηση κατοικίας. Αλλά αν συνυπολογίσουμε τα πενιχρά εισοδήματα των εργαζομένων και τη ληστρική φορολόγηση στην ακίνητη περιουσία μέσω ΕΝΦΙΑ, κανείς πλέον δεν αγοράζει σπίτι.
Αυτό που οι αστοί ονομάζουν «αβεβαιότητα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας» δημιουργεί και άλλο πρόβλημα. Τα νοικοκυριά δε δανείζονται, γεγονός που μειώνει σημαντικά το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών. Συνυπολογίζοντας τη μεγάλη εκροή καταθέσεων, η κερδοφορία των τραπεζών μειώνεται και γίνεται λόγος για έλλειψη ρευστότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει συνεχώς ανάγκη δανεισμού. Πλέον έχουμε μάθει τι ακολουθεί όταν λέξεις όπως δανεισμός, EFSF, ΙMF μπαίνουν στην ίδια πρόταση.
Η τρίτη μεταβλητή που εξετάζουμε είναι το εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών. Τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2013, οι εξαγωγές αγαθών άγγιζαν τα 16,84 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές τα 29,74. Κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2014, τα ποσά αυτά ήταν 17,55 και 31,15 δισ. ευρώ. Αν τη διαφορά εισαγωγών – εξαγωγών τη δούμε ως ποσοστό του ΑΕΠ, για τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα θα παρατηρήσουμε πως το εμπορικό ισοζύγιο παρουσιάζει έλλειμμα κατά 8,1%, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ. Η ύπαρξη ενός σχεδόν σταθεροποιημένου εμπορικού ελλείμματος, παρά τη σημαντική πτώση των εισαγωγών κατά τα μνημονιακά χρόνια (λόγω καταβαράθρωσης και της καταναλωτικής και της παραγωγικής ζήτησης), αποκαλύπτει τον ψωραλέο και παρασιτικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Παρά ταύτα, οι αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί μιλούν για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μετρώντας αυτό το μέγεθος αποκλειστικά με το βάθεμα της κινεζοποίησης, με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (και όχι με τη συνολική δύναμη της οικονομίας).
Αν και οι πολλοί αριθμοί κουράζουν, θεωρούμε πως μέσω αυτών σκιαγραφείται ικανοποιητικά η συνολική κατάσταση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Είδαμε τρεις βασικές μεταβλητές του ΑΕΠ, που είναι ένα από τα εργαλεία των αστών οικονομολόγων για να μετρούν τον πλούτο κάθε χώρας. Είτε επηρεάζονται από εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, όπως η πτώση της τιμής του πετρελαίου, είτε όχι, τα μεγέθη δείχνουν την ανικανότητα της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει. Οσο η κατάσταση παραμένει η ίδια, αυτό θα εξακολουθεί να συμβαίνει για δύο λόγους: πρώτον, διότι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα όταν βρίσκεται σε κρίση καταστρέφει τις παραγωγικές δυνάμεις, και κυρίως εκείνη την οποία παράγει αποκλειστικά τον πλούτο που το συντηρεί: την εργατική τάξη. Δεύτερον, γιατί με δεδομένη την κυριαρχία αυτού του συστήματος και με μόνη διαφοροποίηση την εναλλαγή διαχειριστών του, η Ελλάδα θα «ποδοπατιέται» συνεχώς από την ιμπεριαλιστική μπότα.