Η δημοσιοποίηση της κυβερνητικής πρότασης για την περαίωση επιβεβαίωσε την εκτίμηση που κάναμε στο προηγούμενο φύλλο. Οτι πρόκειται για μια πράξη αμνήστευσης των φοροφυγάδων, για μια ομολογία αποτυχίας της δήθεν επιθετικής πολιτικής της κυβέρνησης για την πάταξη της φοροδιαφυγής, για μια κίνηση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των μεγαλοκαπιταλιστών, που ταυτόχρονα αποτελεί θηλιά στο λαιμό των μικρομεσαίων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης από την κρίση.
Μιλώντας στη σύσκεψη με τους φορείς, ο Γ. Παπακωνσταντίνου από τη μια κορδωνόταν («δείξαμε με διασταυρώσεις, με ελέγχους, με πρόστιμα, ότι υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη απέναντι στους φοροφυγάδες. Δείξαμε ότι μπορούμε να βρούμε τους φοροφυγάδες και ότι έχουμε την πολιτική βούληση και τα εργαλεία, για να αποκαλύψουμε τη φοροδιαφυγή, είτε είναι μικρή, είτε είναι μεγάλη») και από την άλλη ομολογούσε ότι «κάθε χρόνο οι φορολογικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ελέγξουν πάνω από το 3% του συνόλου των εκκρεμοτήτων»! Αποκάλυψε ότι δεν είναι μόνο τα δύο εκατομμύρια των ανέλεγκτων χρήσεων, αλλά και τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ από φορολογικές διαφορές, που εκκρεμούν στα φορολογικά δικαστήρια (εκκρεμούν 150.000 φορολογικές δίκες) και τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ ληξιπρόθεσμων οφειλών, που αφορούν 1,3 εκατομμύρια φορολογούμενων, αλλά τα πολλά αφορούν πολύ λιγότερους (αυτό, βέβαια, δεν το είπε ο Παπακωνσταντίνου).
Προσπάθησε μάταια να υποστηρίξει ότι «οι ρυθμίσεις που προτείνουμε σήμερα εντάσσονται σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν». Μάταια, διότι κάθε κυβέρνηση που έφερνε ανάλογη ρύθμιση τα ίδια έλεγε και για τούτο κανένας δεν πιστεύει ότι αυτή η ρύθμιση «είναι μία νέα αρχή και με αυτή τη λογική είναι και μια τελευταία ευκαιρία μια νέα». Ολοι ξέρουν ότι η κυβέρνηση καίγεται για λεφτά και προσπαθεί να πάρει ό,τι μπορέσει. Γι’ αυτό και αμνηστεύει ακόμη και όσους συνελήφθησαν για φοροδιαφυγή, πράγμα που δεν γινόταν με προηγούμενες ρυθμίσεις. Ο στόχος της είναι να μαζέψει κάποια λεφτά από μεγάλες επιχειρήσεις, που πιάστηκαν να φοροδιαφεύγουν και των οποίων οι υποθέσεις εκκρεμούν στα φορολογικά δικαστήρια. Γι’ αυτό, άλλωστε, διεύρυνε και το ποσό του τζίρου (από 9 εκατ. ευρώ σε 20 εκατ. ευρώ), ώστε να χωρέσουν οι μεγαλοκαπιταλιστές, που ζητούσαν αυτή τη ρύθμιση στα παζάρια του ΣΕΒ με την κυβέρνηση. Ακόμη πιο προκλητική είναι η διαγραφή μέχρι και 100% των προστίμων για ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Για τους μικρούς ισχύει αυτό που γράψαμε την προηγούμενη βδομάδα. Η ρύθμιση είναι θηλιά στο λαιμό. Η κυβερνητική πρόταση είναι για 700 ευρώ τη χρήση, που σημαίνει 7.000 ευρώ για τη δεκαετία, με προκαταβολή 25% και εξώφληση σε 6 δόσεις. Ακόμη και στα 600 ευρώ ανά χρήση να κατέβει (που είναι πολύ πιθανό), και πάλι το ποσό είναι μεγάλο για κάποιον που προσπαθεί να επιβιώσει. Λίγοι θα σπεύσουν να κλείσουν τις ανέλεγκτες χρήσεις τους.