Την περασμένη Δευτέρα έγινε σύσκεψη των τραπεζιτών με τον Παπακωνσταντίνου και τον Προβόπουλο. Μετά το τέλος της δεν υπήρξε επίσημη ανακοίνωση, έγινε όμως γνωστό πως αυτή αφορούσε τη μοιρασιά του νέου πακέτου εγγυήσεων, ύψους 25 δισ. ευρώ, που θα πάρουν οι τράπεζες από το ελληνικό δημόσιο, για να μπορέσουν να δανειστούν και πάλι με χαμηλό επιτόκιο από την ΕΚΤ, για να μην αντιμετωπίσουν πρόβλημα ρευστότητας.
Τα φιλόδοξα σχέδια επανόδου των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά, με τα οποία μας ζαλίσει το προηγούμενο εικοσαήμερο, αναβάλλονται για… ευθετότερο χρόνο. Το ελληνικό κράτος και η ΕΚΤ παίρνουν ξανά υπό την προστασία τους τις τράπεζες, βοηθώντας τες να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η εν λόγω σύσκεψη και οι αποφάσεις για νέες κρατικές εγγυήσεις στις τράπεζες πάρθηκαν την επομένη της απόφασης του Eurogroup για επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων από την τρόικα (με παράταση του Μνημόνιου μέχρι το 2024, φυσικά), την οποία ο Γ. Παπακωνσταντίνου διαφήμιζε ως «επιβράβευση των προσπαθειών» η οποία «θα μας βγάλει στις αγορές πιο σύντομα απ’ όσο προγραμματίζαμε». Αν ήταν έτσι, γιατί δεν βγήκαν οι τράπεζες στη διατραπεζική αγορά να δανειστούν, αλλά μόλις άρχισαν τα ζόρια κατέφυγαν και πάλι στις κρατικές εγγυήσεις;
Με την απόφαση που πάρθηκε στη σύσκεψη κυβέρνησης-ΤτΕ-τραπεζιτών, η κυβέρνηση έκανε «γαργάρα» το εποπτικό πλαίσιο που θέσπισε μόλις τον περασμένο Ιούλη, όπως και την υποτιθέμενη δέσμευση ότι οι τράπεζες θα παίρνουν εγγυήσεις μόνο στο βαθμό που θα καταθέτουν πρόγραμμα δανειοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Το θέμα αυτό το έχουμε σχολιάσει αρκετές φορές, γιατί και ο Παπακωνσταντίνου, αλλά πολύ περισσότερο ο Χρυσοχοΐδης, που έχει την επαφή με τους λεγόμενους μικρομεσαίους, διατυμπάνιζαν σε όλους τους τόνους, ότι πλέον οι τράπεζες θα παίρνουν κρατικές εγγυήσεις για να αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ μόνο στο βαθμό που αυτή τη ρευστότητα θα τη διοχετεύουν στην αγορά, για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία. Σχολιάζαμε, λοιπόν, τότε, ότι αυτό ήταν μια καθαρά υποκριτική τοποθέτηση της κυβέρνησης, κατ’ απαίτηση και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, που ήθελαν να έχουν κάτι να σερβίρουν στην εκλογική τους πελατεία. Οι τράπεζες δεν θα δέχονταν ποτέ να πάρουν γραμμή από την κυβέρνηση. Δεν θα δέχονταν να ανοι- χτούν με δάνεια προς χώρους υψηλής επισφάλειας (μικρομεσαίες επιχειρήσεις νοικοκυριά), όταν ο κρατικός δανεισμός (π.χ. έντοκα γραμμάτια τρίμηνης, εξάμηνης και ετήσιας διάρκειας) τους εξασφαλίζει σίγουρη και υψηλή κερδοφορία.
Ηρθε, λοιπόν, η ώρα να φύγει από τη μέση και αυτός ο φερετζές. Η κυβέρνηση μοιράζει στους τραπεζίτες άλλα 25 δισ. εγγυήσεων, χωρίς καμιά δέσμευση από τη μεριά τους ότι θα αυξήσουν την πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Γιατί τώρα; Γιατί το Νοέμβρη παρατηρήθηκε άλλη μια μεγάλη αιμορραγία καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ όλες οι προσπάθειές τους να δανειστούν από τη διατραπεζική αγορά απέβησαν άκαρπες, καθώς το κόστος δανεισμού ήταν απαγορευτικό. Στην παραμονή, λοιπόν, της έκρηξης ενός «πολέμου επιτοκίων» μεταξύ των τραπεζών για την προσέλκυση καταθετών, ΕΚΤ και Κομισιόν άναψαν το πράσινο φως για το νέο πακέτο κρατικών εγγυήσεων, ύψους 25 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ δεν επιθυμούσε έναν «πόλεμο επιτοκίων» έστω και σε μια μικρή τραπεζική αγορά, όπως η ελληνική, γιατί θα συνέτεινε κι αυτός στις γενικότερες αναταράξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που βρίσκεται εδώ και καιρό σε «πόλεμο» με το αγγλοσαξωνικό.
Τον Ιούλιο, η Κομισιόν είχε επιβάλει στην ελληνική κυβέρνηση την απόφαση να υποχρεώσει τις ελληνικές τράπεζες να υποβάλουν σχέδια βιωσιμότητας, με τα οποία να αποδεικνύουν ότι μπορούν να σταθούν και χωρίς τις κρατικές εγγυήσεις. Ηταν μια κίνηση άμυνας μπροστά στο φόβο να γεμίσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με τράπεζες «ζόμπι» που δε μπορούν να σταθούν χωρίς τις κρατικές εγγυήσεις. Τώρα, μετά και την έκρηξη της ιρλανδικής κρίσης, που εξερράγη ως κρίση του τραπεζικού συστήματος, Κομισιόν και ΕΚΤ έκαναν πίσω και έδωσαν ένα ακόμη φιλί ζωής στις ελληνικές τράπεζες, συνεχίζοντας παράλληλα τις πιέσεις για συγχωνεύσεις και εξαγορές. Οι τελικές αποφάσεις της ΕΚΤ για αναβολή των νέων «τεστ αντοχής» των ευρωπαϊκών τραπεζών μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2011 αναμένονταν την Πέμπτη (προχθές).
Οπως αναφέρουν οικονομικά έντυπα, στη σύσκεψη της Δευτέρας η κυβέρνηση επεχείρησε να πετύχει μια «συμφωνία κυρίων» με τους τραπεζίτες, σύμφωνα με την οποία αυτοί δεν θα εκμεταλλευτούν τις νέες κρατικές εγγυήσεις και το χαμηλότοκο δανεισμό από την ΕΚΤ για να αποκλιμακώσουν τα επιτόκια καταθέσεων και, επιπλέον, ότι θα αυξήσουν την πιστωτική επέκταση προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όμως «έφαγε πόρτα». Η άποψη των τραπεζιτών είναι απλή και απολύτως λογική: εφόσον ο καθοδικός κύκλος της οικονομίας («ύφεση») συνεχίζεται, οι τράπεζες εκτιμούν ότι οι επισφάλειες (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) δεν έχουν πιάσει ταβάνι. Δε μπορούν, λοιπόν, να ανοιχτούν σε μια αγορά που κρύβει νέες επισφάλειες. Θα περιμένουν πρώτα να δουν τις επισφάλειες να πιάνουν ταβάνι και μετά θα επαναξιολογήσουν την πιστωτική τους πολιτική. Μέχρι τότε, οι στρόφιγγες θα είναι κλειστές.
Μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνοαμερικάνικου Επιμελητήριου, τη Δευτέρα, ο Γ. Παπακωνσταντίνου είπε μεταξύ άλλων: «Με το χθεσινό βήμα, το οποίο πρέπει τώρα να μεταφραστεί σε αποφάσεις Κοινοβουλίων, εξομαλύνεται αυτή η δύσκολη περίοδος. Και αυτό θα ανοίξει μια ώρα νωρίτερα τις διεθνείς αγορές, για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να έχουν χρηματοδότηση, την οποία θα περάσουν στην ελληνική οικονομία, για να πάρει πάλι μπροστά η αναπτυξιακή μηχανή». Πόσες φορές δεν έχουν ακουστεί τα ίδια; Οταν υπογράφτηκε το Μνημόνιο, έλεγαν ότι πλέον οι τράπεζες θα μπορούν να βγουν στις αγορές, να δανειστούν και να δανείσουν την οικονομία. Τι ακολούθησε; Πακέτα κρατικών εγγυήσεων, ύψους δεκάδων δισ. ευρώ, για να δανείζονται οι τράπεζες από την ΕΚΤ. Τα ίδια λέγονταν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη, μετά την πρώτη επικαιροποίηση του Μνημόνιου. Πρόκειται για προπαγανδιστικές κορόνες, με στόχο όχι τους καπιταλιστές, που ξέρουν πολύ καλά πως δουλεύει το σύστημα, αλλά τον ελληνικό λαό που τον έχουν βάλει στη μέγκενη και τη σφίγγουν ολοένα και περισσότερο. Η κυβέρνηση προσπαθεί να κρύψει τη δουλεία της έναντι των τραπεζιτών και των άλλων μεγαλοκαπιταλιστών.