Πέμπτη, 18 Νοέμβρη. Μόλις τελείωσε ο Παπακωνσταντίνου το μονόλογό του για την παρουσίαση του προϋπολογισμού, πήραν θέσεις γύρω από το τραπέζι ο Χρυσοχοΐδης με τον Ρόβλια και τον Ρήγα (ο Ξυνίδης έλειπε σε ταξίδι στο εξωτερικό), για ν’ αρχίσουν μια ατέλειωτη παπαρολογία με τον βαρύγδουπο τίτλο «κάνουμε την ανάπτυξη πράξη». Είπαν, είπαν και σταματημό δεν είχαν. Μόνο για το περιβόητο σχέδιο μείωση των τιμών, με το οποίο έπαιξε ο Χρυσοχοΐδης τις δυο πρώτες εβδομάδες μετά τη μετακίνησή του στο υπουργείο Ανάπτυξης, δεν είπαν λέξη. Εύλογο ήταν, λοιπόν, η πρώτη ερώτηση να αφορά το θέμα της ακρίβειας και τα όσα έλεγε ο Χρυσοχοΐδης, ότι θα εξαναγκάσει τις πολυεθνικές να μειώσουν τις τιμές τουλάχιστον κατά 20% μέχρι τα Χριστούγεννα.
Ο Χρυσοχοΐδης ξεκίνησε με μια δικαιολογία μικρού παιδιού: «Το άφησα γιατί ήξερα ότι θα με ρωτήσετε» (!!!) κι ύστερα απάντησε πως «φέρνουμε στη Βουλή μια τροποποίηση του νόμου 703 προκειμένου να κάνουμε ακόμα πιο αποτελεσματικό το έργο του ελέγχου, του ανταγωνισμού στην αγορά»! Οι κορόνες για καθυπόταξη των πολυεθνικών με τη ρομφαία του νόμου πήγαν περίπατο και αντικαταστάθηκαν από την εξής παπάρα (παπάρα γιατί δεν έχει καμιά πρακτική σημασία): «Στη χώρα πρέπει να διαμορφωθεί όπως είπαμε ένα επίπεδο δίκαιων τιμών που αντιστοιχούν στο επίπεδο της οικονομίας της χώρας, που αντιστοιχούν στα εισοδήματα των πολιτών και βεβαίως στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό λοιπόν θα γίνει μια ολοκληρωμένη προσπάθεια προκειμένου να διαμορφωθούν αυτές οι δίκαιες τιμές και να μπορέσουμε έτσι να ελαφρύνουμε κάθε σπίτι, κάθε οικογένεια μέχρι τέλος του χρόνου».
Η επόμενη ερώτηση ήρθε φυσιολογικά, μετά την παπάρα: «Τι θα προβλέπει αυτή η τροποποίηση του Ν. 703 περί ανταγωνισμού;». Και η απάντηση ήταν… σαφέστατη: «Θα σας απαντήσουμε την ώρα που πρέπει φέρνοντας εδώ το νομοσχέδιο»!
Οσο κι αν προσπάθησε ο Χρυσοχοΐδης να κλείσει το θέμα, η ερώτηση επανήλθε: «Είναι γνωστό ότι στην πλειονότητα των κλάδων στην ελληνική αγορά η σύνθεση είναι ολιγοπωλιακή, έως μονοπωλιακή και έχει διαμορφωθεί ένα ορισμένο status και στις τιμές και στον ανταγωνισμό. Πιστεύετε ότι είναι δυνατό με την οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση επιχειρήσετε, αυτό να ανατραπεί;». Οπότε ο Χρυσοχοΐδης αναγκάστηκε να κάνει την κωλοτούμπα, μπας και αποφύγει περαιτέρω ερωτήσεις: «Η νομοθετική παρέμβαση δεν αφορά τις τιμές, επαναλαμβάνω και πάλι. Αφορά τη λειτουργία της Επιτροπής, αφορά τη λειτουργία της αγοράς και των συνθηκών ανταγωνισμού, αφορά συνολικότερα τη λειτουργία της οικονομίας. Επαναλαμβάνω: μην συγχέετε τις τιμές και τη Δικαιοσύνη στις τιμές, με τη λειτουργία συνολικότερα της αγοράς και τη νέα συμπληρωματική νομοθεσία για τη βελτίωσή της. Είναι δυο ξεχωριστά πράγματα εντελώς. Εχουν να κάνουν κυρίως με τη λειτουργία της Επιτροπής. Θα δείτε ότι είναι ρυθμίσεις που αφορούν στη λειτουργία της Επιτροπής κυρίως».
Τέρμα, λοιπόν, ο… ανένδοτος αγώνας ενάντια στις πολυεθνικές, τις οποίες θα τις κάθιζε στο σκαμνί και θα τις υποχρέωνε μέχρι τα Χριστού-γεννα να μειώσουν τις τιμές στα τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης τουλάχιστον κατά 20%. Μετά το ξέχεσμα και το δούλεμα που δέχτηκε από μανατζαραίους πολυεθνικών (Nestle, Unilever, Amstel κ.ά.), τώρα ο Χρυσοχοΐδης αναφωνεί: «Δεν είναι πάντα καλές οι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά. Πολλές φορές είναι πολύ κακές. Προσωπικά δεν συμφωνώ ότι πρέπει διαρκώς στην αγορά να παρεμβαίνουμε με λεπτομερείς ρυθμίσεις οι οποίες στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, πολιτικά και ιδεολογικά και φιλοσοφικά πιστεύω ότι η αγορά πρέπει να διέπεται από πολύ σταθερούς και δίκαιους κανόνες, για να διαμορφώνεται υγιής ανταγωνισμός και δίκαιες τιμές».
Ηταν τόσο θεαματική η κωλοτούμπα του Χρυσοχοΐδη που τον πήρε στο ψιλό ακόμα και ο Κ. Χατζηδάκης της ΝΔ. Η απάντηση που έδωσε ο Χρυσοχοΐδης αξίζει να επισημανθεί, γιατί δείχνει όλο το μέγεθος της ξεφτίλας που υπέστη: «Σε ό,τι αφορά στην κριτική που ασκεί ο πολιτικός εκπρόσωπος της ΝΔ για τη μάχη κατά της ακρίβειας, η σημερινή κυβέρνηση έχει αποδείξει –και θα συνεχίσει να αποδεικνύει– ότι διαχειρίζεται με σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα την κρίση. Ο σεβασμός του εισοδήματος του πολίτη αποτελεί για μας προτεραιότητα και δεν μας αφήνει αδιάφορους, όπως έπραξε για πεντέμισι χρόνια η ΝΔ».