Οσοι παρακολούθησαν την τρέχουσα οικονομική κρίση από το ξεκίνημά της, το 2007, θα θυμούνται ασφαλώς ένα αγαπημένο αγγλοσαξονικό σλόγκαν που θεωρούσε σκόπιμο να αναπαράξει κάθε παλιός ή νεόκοπος οικονομικός συντάκτης. «Toο big to fail», έλεγαν, αναφερόμενοι στις λεγόμενες συστημικές τράπεζες. «Πολύ μεγάλη για (να αφεθεί) να χρεοκοπήσει». Ηταν τότε που ο Μπερνάνκι, ο Τρισέ και οι κεντρικοί τραπεζίτες των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών χορηγούσαν αβέρτα κεφάλαια από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, μπαλώνοντας τις «μαύρες τρύπες» που είχαν δημιουργηθεί στις μεγάλες τράπεζες από τα λεγόμενα τοξικά ομόλογα.
Οταν αποκαταστάθηκε η «συστημική ευστάθεια» των τραπεζών, άρχισε ο χορός των συγχωνεύσεων. Ηταν η περίοδος που άρχισε η σχετική φιλολογία και στη χώρα μας. Επικαλούμενοι πηγές του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, ιδιαίτερα μετά τα περιβόητα «μαϊμού» stress tests, που τα πέρασαν όλες (πλην της ΑΤΕ) οι ελληνικές τράπεζες, οι οικονομικοί συντάκτες έγραφαν και ξαναέγραφαν, ότι στην Ελλάδα υπάρχει χώρος μόνο για «μιάμιση τράπεζα». Αν ανατρέξει κανείς στα σώματα των εφημερίδων του 2010 και του 2011 θα βρει δεκάδες δηλώσεις, επώνυμες και ανώνυμες, στελεχών της Κομισιόν και της ΕΚΤ, που καλούν τις ελληνικές τράπεζες να προχωρήσουν σε συγχωνεύσεις (και όχι απλώς συνέργειες), προκειμένου να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους θέση.
Τι έγινε, λοιπόν, και από το «toο big to fail» φτάσαμε στο «toο big to sell» (πολύ μεγάλη για να πουληθεί); Αυτό ήταν το επιχείρημα με το οποίο η τρόικα σταμάτησε εν τη γενέσει της την προαναγγελθείσα συγχώνευση της Εθνικής με τη Eurobank. Θα δημιουργηθεί, είπαν, μια μεγάλη τράπεζα, η οποία δε θα είναι εύκολο να πουληθεί μετά την ανακεφαλαιοποίησή της.
Η συγκυβέρνηση υπέστη μια οδυνηρή ήττα, την οποία μάλιστα χρεώθηκε προσωπικά ο Σαμαράς, καθώς ήταν αυτός που ανέλαβε την τελική διαπραγμάτευση με την τρόικα. Δοκίμασε, άραγε να διαπραγματευθεί προηγουμένως με τον Ρεν, με τη Λαγκάρντ, με τον Ντράγκι; Δεν το γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι διαπραγματεύθηκε με τον Τόμσεν, τον Μορς και τον Μαζούχ, με τρεις υπαλλήλους δηλαδή, κι αυτοί του έτριψαν στη μούρη την απόφαση για συγχώνευση Εθνικής και Eurobank, την οποία είχε κανονίσει η κυβέρνηση μαζί με τους καπιταλιστές-μεγαλομετόχους των δύο τραπεζών, προκειμένου να διατηρήσει κάποιον έλεγχο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Ολα όσα ειπώθηκαν εκ των υστέρων από τον Στουρνάρα, ότι δηλαδή η ΤτΕ πήρε μια επιστολή από τις διοικήσεις των δύο τραπεζών, που την ενημέρωναν ότι δεν μπορούν να καλύψουν το 10% της ανακεφαλαιοποίησης, οπότε η συγχώνευση ακυρώθηκε, διότι πρέπει ο νέος ιδιοκτήτης (το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) να αποφασίσει αν θα προχωρήσει το «ντιλ», ήταν απλώς ο τρόπος να μπαλώσουν το Βατερλό του Σαμαρά. Τι θα έλεγαν, ότι όλα ήταν έτοιμα, αλλά η τρόικα απαίτησε να χαλάσει το «ντιλ» και δε σήκωνε κουβέντα, οπότε ο πρωθυπουργός υποχώρησε;
Εχει γραφτεί κατά κόρον, ότι η Deutsche Bank θέλει να πάρει την Εθνική, αλλά δε θέλει να φορτωθεί και τη Eurobank (στην οποία ήταν μέτοχος, όταν την έστησε ο Λάτσης, αλλά αποχώρησε στη συνέχεια). Αυτό δεν πρέπει να απέχει από την αλήθεια. Αλλά κι αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον από το μεγάλο γερμανικό τραπεζικό μονοπώλιο, σημασία έχει οι ελληνικές τράπεζες να παραμείνουν ελκυστικές για οποιοδήποτε ευρωπαϊκό τραπεζικό μονοπώλιο. Ελκυστικές σημαίνει να έχουν κεφαλαιακή επάρκεια και να μην απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλο κεφάλαιο για τον έλεγχό τους. Οποιος ελέγξει μια τράπεζα του μεγέθους της Εθνικής μπορεί να ελέγχει τις κεφαλαιακές ροές στον ελληνικό καπιταλισμό και ταυτόχρονα να ακουμπήσει το πόδι του και στην Τουρκία, όπου η Εθνική εξακολουθεί να ελέγχει τη Finansbank. Kαι βέβαια, η συγκεκριμένη τράπεζα είναι μικρή και ασήμαντη, όμως στα χέρια ενός τραπεζικού μονοπώλιου όπως η Deutsche Bank αποκτά εντελώς διαφορετική δυναμική απ’ αυτή που έχει σήμερα στα χέρια της Εθνικής.
Πώς κατάφερε η τρόικα να επιβάλει τη θέλησή της; Μα αφού τα περίπου 50 δισ. που διατίθενται για την ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων «συστημικών» ελληνικών τραπεζών (Εθνική, Alphabank, Πειραιώς, Eurobank) ελέγχονται απολύτως από την τρόικα. Το ΤΧΣ τύποις μόνο ελέγχεται από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών. Στην πραγματικότητα ελέγχεται από τον EFSF, εκπρόσωπος του οποίου είναι η τρόικα. Αυτοί ελέγχουν τα κεφάλαια, αυτοί παίρνουν και τις αποφάσεις. Αρνήθηκαν να ανακεφαλαιοποιήσουν μια τράπεζα που θα προκύψει από τη συγχώνευση των δύο και τέρμα. Τώρα, αρχίζει ένας αγώνας δρόμου, μπας και βρεθούν ιδιωτικά κεφάλαια να καλύψουν το 10% για κάθε τράπεζα, ώστε να γλιτώσουν το πέρασμά τους στον άμεσο έλεγχο της τρόικας μέσω ΤΧΣ.