Πλήρες «άδειασμα» των Χρυσοχοΐδη-Ρόβλια για το θέμα των τιμών, από τον Παπακωνσταντίνου, σε συνέντευξή του στο «Κέρδος» (3.4.11). Το ερώτημα που υποβλήθηκε στον υπουργό Οικονομικών ήταν επιστημονικά σωστό: «Θα περίμενε κανείς ότι σε καθεστώς πλήρους ύφεσης, με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, τον περιορισμό της αγοραστικής ζήτησης και την εκτίναξη της ανεργίας, να υπήρχε κλίμα μείωσης των τιμών. Αντί γι’ αυτό όμως ο πληθωρισμός αυξάνεται και η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο ρυθμό στην ευρωζώνη. Τι μπορεί να φταίει;».
Ο Παπακωνσταντίνου δεν χρησιμοποίησε τίποτα από την «επιχειρηματολογία» των συναδέλφων του στο υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, που επιμένουν ότι έχουν καταφέρει να κάνουν φτηνότερο το «καλάθι της νοικοκυράς», χάρη στις συμφωνίες που κλείνουν με καπιταλιστές, οι οποίοι συναισθάνονται «την κοινωνική ευθύνη τους». Ο Παπακωνσταντίνου προσπάθησε να διατηρήσει ένα στοιχειώδες επίπεδο σοβαρότητας, δεδομένου ότι μιλούσε και σε οικονομικό έντυπο. Αφού σημείωσε ότι «η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα, αλλά έχει πολλές συνιστώσες» άρχισε να τις απαριθμεί. «Μία είναι σίγουρα η ολιγοπωλιακή δομή των αγορών και οι στρεβλώσεις που αυτή δημιουργεί. Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα και θα λυθεί σταδιακά όσο προχωρούν οι πολιτικές για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την άρση των μονοπωλιακών καταστάσεων που προωθεί το αρμόδιο υπουργείο». Αναφέροντας αυτόν σαν βασικό παράγοντα (και όχι π.χ. την αύξηση των έμμεσων φόρων), πετάει το μπαλάκι στον Χρυσοχοΐδη και δείχνει αυτόν ως υπεύθυνο. Τι μπορεί, όμως, το υπουργείο του Χρυσοχοΐδη να κάνει ως προς αυτό; Κάθε παρέμβαση που θα περιορίζει την «ελευθερία των αγορών» απαγορεύεται διά ροπάλου από την ΕΕ.
Στη συνέχεια, ο Παπακωνσταντίνου παρέθεσε μια γενικολογία: «Προφανώς, ευθύνεται και ο τρόπος που λειτουργεί το επιχειρείν στην Ελλάδα που συχνά λειτουργεί αντίθετα από τις ανάγκες και τις συνθήκες της οικονομίας και ως αντανακλαστική πρώτη κίνηση έχει την αύξηση των τιμών προκειμένου να μείνουν σταθερά τα έσοδα. Ευθύνεται και το αρκετό μαύρο ή γκρίζο χρήμα που συνεχίζει να κυκλοφορεί στην οικονομία μας και κρατά τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που δικαιολογεί η κατάσταση στην επίσημη οικονομία. Αυτό είναι και δουλειά δική μας να το εντοπίσουμε και να το φέρουμε στην επίσημη οικονομία ως αποτέλεσμα της δουλειάς που γίνεται στο πεδίο της πάταξης της φοροδιαφυγής».
Το ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής (αν υποθέταμε ότι θα υπάρξει) θα ρίξει τις τιμές είναι μια πολύ πρωτότυπη άποψη, για την οποία ο Παπακωνσταντίνου θα μπορούσε να διεκδικήσει… Νόμπελ στα Οικονομικά.
Στο τέλος έκανε και μια σύντομη αναφορά στην αύξηση των έμμεσων φόρων: «Και φυσικά η αναγκαστική αύξηση στον ΦΠΑ και στους φόρους κατανάλωσης που κάναμε το 2010, συντέλεσαν στην αύξηση των τιμών».
Ο Παπακωνσταντίνου δεν επαναλαμβάνει τις βλακείες του Χρυσοχοΐδη και του Ρόβλια. Με πολύ έμμεσο τρόπο λέει κάποιες αλήθειες, όπως είναι οι «μονοπωλιακές καταστάσεις» και «ο τρόπος που λειτουργεί το επιχειρείν». Ομως, οι μισές αλήθειες ισοδυναμούν με μισά ψέματα. Εκείνο που κανένας Παπακωνσταντίνου δεν πρόκειται να πει είναι πως στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού δεν μπορεί να λειτουργήσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός που σε προ-μονοπωλιακά στάδια μπορούσε να ρίξει τις τιμές, όταν έπεφτε η ζήτηση. Η καπιταλιστική αγορά μονοπωλείται και τα μονοπώλια έχουν κατοχυρώσει ένα θεσμικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να καθορίζουν τις τιμές ασύδοτα (για παράδειγμα, το κράτος εδώ και χρόνια έχει απεμπολήσει κάθε δυνατότητα αγορανομικού ελέγχου). Θυμόσαστε, ασφαλώς, το κάζο που έπαθε ο Χρυσοχοΐδης, όταν ανέλαβε το ΥΠΑΑ. Διακήρυξε πως μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχει υποχρεώσει τις πολυεθνικές να ρίξουν τις τιμές μέχρι και 30% και τον πήραν στο ψιλό οι μανατζαραίοι τους, αλλά και ο πρόεδρος του ΣΕΒ.