Δεν ξέρουμε αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά εδώ και μερικούς μήνες, ο Χρυσοχοΐδης έχει ξαμολήσει τους τροχόμπατσους για σαφάρι προστίμων. Εχει φτιάξει ειδική υπηρεσία που βγαίνει τις νύχτες, στήνει μπλόκα στο κέντρο της Αθήνας (και όχι μόνο) και γράφει κόσμο αβέρτα. Ακόμα και «δι’ ασήμαντον αφορμήν», κατά παράβαση κάθε έννοιας αναλογικότητας στην εφαρμογή του ΚΟΚ.
Το χειρότερο είναι άλλο. Δεν περιορίζονται στα πρόστιμα αλλά προχωρούν σε αφαίρεση διπλωμάτων, αδειών κυκλοφορίας και πινακίδων. Κι εντάξει, αν πρόκειται για κάποια σοβαρή παράβαση, κανένας δεν λέει τίποτα. Ούτε ο παραβάτης. «Την πάτησα, θα πληρώσω» λέει. Αυτοί όμως έχουν εντολή να αφαιρούν έγγραφα ακόμα και για εντελώς ασήμαντες παραβάσεις. Δεν φορούσε κράνος ο συνεπιβάτης της μηχανής, παίρνουν άδεια και δίπλωμα του οδηγού. Κι ας ήταν εντάξει σε όλα: είχε τα χαρτιά του, είχε ασφάλεια, δεν έτρεχε, δεν ήταν πιωμένος. ‘Η αφαιρούν το δίπλωμα από τον πατέρα ή τη μητέρα, επειδή ο γιος ή η κόρη οδηγούσε το αυτοκίνητό τους και έκανε παράβαση.
Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να κάνουν ένσταση. Πηγαίνουν στα κεντρικά της Τροχαίας στη Δεληγιάννη και στήνονται στη μικρή ουρά. Αυτή κρατάει γύρω στη μισή ώρα. Οταν έρθει η σειρά τους, καταθέτουν δυο τρία φωτοτυπημένα χαρτιά και το έγγραφο της ένστασης (ευτυχώς φροντίζουν οι υπόλοιποι στην ουρά να τους ενημερώσουν ότι πρέπει οπωσδήποτε να βγάλουν τις φωτοτυπίες, αλλιώς τζάμπα θα χάσουν το μισάωρο της αναμονής). Οταν έρθει η σειρά τους τους «ακροάται» μια βαριεστημένη αξιωματικός, η οποία δε δίνει καμιά σημασία σ’ αυτά που εξηγούν.
Αφού «ακροαστούν» τον πολίτη, τον ενημερώνουν ότι σε μερικές μέρες μπορεί να τηλεφωνήσει σε ένα τηλέφωνο για να πληροφορηθεί την τύχη της ένστασής του. Το τηλέφωνο αυτό είναι μόνιμα… κατειλημμένο. Οπότε ο πολίτης παρατάει για δεύτερη μέρα τη δουλειά του και πηγαίνει στην Τροχαία. Στήνεται στη μικρή ουρά (του μισάωρου) κι όταν φτάσει η σειρά του πληροφορείται, κατά κανόνα, ότι η ένστασή του απορρίφθηκε. «Μα εγώ ζήτησα να μου επιστρέψετε το δίπλωμα για να μπορώ να οδηγώ αυτοκίνητο, που το χρειάζομαι για τη δουλειά μου, κρατήστε την άδεια της μηχανής, δε θα τη χρησιμοποιώ». «Είμαι κούριερ, πώς θα δουλέψω χωρίς τη μηχανή μου;». Τέτοια και άλλα επιχειρήματα παρουσιάζονται, αλλά η βαριεστημένη αξιωματικός είναι… κάθετη: «Λυπάμαι, αυτό λέει ο νόμος». Αυτοί που έχουν μακρύ χρόνο αφαίρεσης διπλώματος και άδειας μπορούν να ελπίζουν σε κάποιο σκόντο. Ως εκεί.
Αφού έχει στηθεί δυο φορές στην ουρά, συν το χρόνο να πάει και να φύγει από τα κεντρικά της Τροχαίας, ο πολίτης μετράει τις μέρες σαν φαντάρος που περιμένει να απολυθεί και μόλις φτάσει η πολυπόθητη μέρα, παίρνει άδεια από τη δουλειά και πηγαίνει για τρίτη φορά στην Τροχαία. Ανεβαίνει στον πρώτο όροφο με το ασανσέρ και βλέπει κόσμο και ντουνιά να περιμένει σε μια ουρά με καμιά εκατοστή άτομα. «Παιδιά, για παραλαβή είστε;» ρωτάει, ενώ οι άλλοι του δείχνουν τη σκάλα. Πρέπει να κατέβει τη σκάλα μέχρι τον ημιόροφο, όπου είναι το τέλος της μεγάλης ουράς!
Η αναμονή εδώ είναι από δυόμισι μέχρι τρεις ώρες! Οι άνθρωποι περιμένουν όλη αυτή την ώρα όρθιοι σ’ ένα στενό διάδρομο και στη σκάλα μεταξύ πρώτου ορόφου και ημιορόφου, βρίζοντας σιγανά (για ευνόητους λόγους). Γίνονται παρέες, οι καλαμπουρτζήδες ελαφραίνουν το κλίμα με ιστορίες για… μπάτσους. Κάποιοι (λίγοι) έρχονται, πληροφορούνται τα καθέκαστα της ουράς και φεύγουν, γιατί δεν έχουν τόσο χρόνο στη διάθεσή τους. Θα χάσουν περισσότερο χρόνο συνολικά, αφού θα έρθουν άλλη μέρα. Αλλοι στέλνουν… αντιπρόσωπο να καθήσει στην ουρά και είναι συνέχεια στο τηλέφωνο: «Σε πόση ώρα υπολογίζεις;»
Μέσα στο περιβόητο Γραφείο 3, μία (αριθμός 1) αστυνομικός πρέπει να εξυπηρετήσει όλον αυτόν τον κόσμο. Οση ώρα περιμέναμε στην ουρά πεταγόμασταν ανά διαστήματα μέχρι την είσοδο του γραφείου για να δούμε αν λουφάρει. Πρέπει να πούμε ότι δεν την είδαμε να σηκώνει κεφάλι. Επαιρνε τα χαρτιά που της έδινε ο πολίτης, κοίταζε αν έχει πληρώσει το πρόστιμο (αυτό μόνο ενδιαφέρει τον Χρυσοχοϊδη), μετά σηκωνόταν, έψαχνε σε κάτι τεράστιες στίβες, έβρισκε τα αφαιρεμένα έγγραφα του πολίτη, επέστρεφε στη θέση της, συμπλήρωνε χειρόγραφα τα στοιχεία ταυτότητας του πολίτη σε μια φόρμα απόδειξης παραλαβής, του την έδινε να την υπογράψει και μετά του παρέδιδε άδεια, δίπλωμα, πινακίδες (αυτές τις έβρισκε από άλλη στοίβα), ό,τι του είχαν αφαιρέσει, για να αναλάβει αμέσως τον επόμενο.
Μιλάμε για καθαρά τριτοκοσμικές συνθήκες, για μια διαδικασία εξευτελιστική για τους πολίτες, για μια ταλαιπωρία ωρών και ημερών, για χάσιμο μεροκάματων και εργατοωρών γενικά. Δεν φτάνει που κάνουν σαφάρι για πρόστιμα, με καθαρά εισπρακτική λογική, υποβάλλουν κι από πάνω τον κόσμο και σε αυτή την ταλαιπωρία, πέρα από το πρόστιμο. Αφού ξέρουν ότι έχουν στήσει βιομηχανία προστίμων, γιατί δεν φρόντισαν τη διαδικασία απόδοσης των αφαιρεθέντων χαρτιών, ώστε να μη βασανίζεται και να μη χάνει τόσο χρόνο ο πολίτης;
Μάλλον θα πήγαινε πολύ να ζητούσαμε εφαρμογή της διαδικασίας άλλων ευρωπαϊκών χωρών που στέλνουν τα χαρτιά στο σπίτι του πολίτη με κούριερ (το κόστος το έχουν υπολογίσει ασφαλώς στο πρόστιμο). Θα μπορούσαν, όμως, να αποκεντρώσουν την όλη διαδικασία, ώστε να παραλαμβάνει κανείς τα χαρτιά του από το δήμο του τόπου κατοικίας του, αντί μια ολόκληρη Αττική να καλείται υποχρεωτικά στα κεντρικά της Τροχαίας. Θα μπορούσαν να έχουν μια αίθουσα παραλαβής με σειρά προτεραιότητας ηλεκτρονικά ελεγχόμενη και με καθίσματα για να μην ξεροσταλιάζει τόση ώρα ο κόσμος, όπως κάνουν οι τράπεζες, τα ΕΛΤΑ και άλλες υπηρεσίες. Θα μπορούσαν, στην τελική, να ανοίξουν και το διπλανό γραφείο που είναι κλειστό και να βάλουν από δυο μπάτσους σε κάθε γραφείο, αντί να έχουν μια γυναίκα που εξαντλείται από την κούραση. Θα μείωναν έτσι το χρόνο στο ένα τέταρτο. Αντί για 2,5-3 ώρες θα περίμενε κανείς 35-45 λεπτά.
Οταν, όμως, μιλάμε για το υπουργείο Μπατσοκαταστολής, πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι ιθύνοντές του ηδονίζονται βασανίζοντας τον κόσμο.