Οπως γράψαμε στο ρεπορτάζ μας την 1η Μάρτη, η εισαγγελέας Εφετών Ουρανία Σταθέα, εισαγγελέας της έδρας του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που δικάζει σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση των 11 αγωνιστών από την Τουρκία, επανέφερε την υπόθεσης στις πραγματικές της διαστάσεις, ως υπόθεση απλής οπλοκατοχής για έναν από τους κατηγορούμενους, προτείνοντας:
- Την αθώωση και των 11 αγωνιστών από όλες τις κατηγορίες που σχετίζονται με «τρομοκρατία» και «αντίσταση» (τέσσερα κακουργήματα και δύο πλημμελήματα), για τις οποίες καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε εξοντωτικές ποινές και φυλακίστηκαν (αποφυλακίστηκαν στις 10 Γενάρη, μετά από 97 μέρες απεργίας πείνας μακράς διάρκειας).
- Την καταδίκη του αγωνιστή Ozen Sinan Oktay, που ανέλαβε την ευθύνη για την οπλοκατοχή, σε απλή οπλοκατοχή, αντί της διακεκριμένης οπλοκατοχής για την οποία καταδικάστηκε πρωτόδικα.
Σημειώσαμε πως η εισαγγελική αγόρευση υπήρξε εξαιρετικά εμπεριστατωμένη και ανέτρεψε σημείο προς σημείο τους ισχυρισμούς της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης. Επίσης, απαξίωσε πλήρως την κατάθεση του βασικού μάρτυρα κατηγορίας, του ασφαλίτη της Αντιτρομοκρατικής, Λαμπρόπουλου, κρίνοντας τον συγκεκριμένο μάρτυρα αναξιόπιστο. Δημοσιεύουμε σήμερα ολόκληρη την αγόρευση της εισαγγελέα (δικοί μας είναι μόνο οι υπότιτλοι των κεφαλαίων, που μπήκαν για δημοσιογραφικούς λόγους), χωρίς κανένα περαιτέρω σχόλιο.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Παρασκευή 10 Μάρτη (μεθαύριο) με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.
Η αθωότητα τεκμαίρεται, η ενοχή πρέπει να αποδειχτεί
Με τη δίκη του 2021, απόφαση Tριμελούς Eφετείου Kακουργημάτων, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για τέσσερα κακουργήματα. Αυτό της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ο πρώτος κατηγορούμενος, επίσης για τα κακουργήματα της διακεκριμένης εισαγωγής, διακεκριμένης κατοχής, διακεκριμένης συναρμολόγησης όπλου και πολεμικού υλικού. Επίσης, όλοι οι κατηγορούμενο κηρύχθηκαν ένοχοι για το πλημμέλημα της νόθευσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση εγγράφων. Επιπλέον η τρίτη, έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατη, δέκατος και ενδέκατος για βία κατά υπαλλήλου και ο δεύτερος κατηγορούμενος για το πλημμέλημα της παράνομης οπλοφορίας.
Εδώ θα ήθελα να κάνω μία σημείωση. Οτι το αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η ενοχή του κατηγορούμενου, δεδομένο ότι η αθωότητα τεκμαίρεται, όπως ορίζεται από το άρθρο 71 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Δηλαδή το ζητούμενο είναι να αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, καθόσον υφίσταται. Μέχρι τότε, το τεκμήριο αθωότητας θα πρέπει να αποδειχθεί, σύμφωνα με το νόμο.
Εδώ μία δεύτερη επισήμανση είναι ότι προκαλεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση είναι η μοναδική η οποία υφίσταται προς το παρόν, με την οποία έχει επιβεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι λειτουργεί στην Ελλάδα η τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C και ότι υπάρχει παρουσία διευθυντικού της στελέχους στην Ελλάδα και ότι έχουν ενταχθεί και μέλη σε αυτή την οργάνωση. Αυτή η επισήμανση λέγεται, διότι η οργάνωση αυτή, η οποία λέγεται στα ελληνικά Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο-Κίνημα υπήρχε από το 1994 από τον τούρκο Ουρσούμ Καραντάς που απεβίωσε το 2008. Από τότε δραστηριοποιείται στην Τουρκία αποκλειστικά και εντάχθηκε στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2012 και ποτέ οι τουρκικές αρχές δεν ισχυρίστηκαν λειτουργία ή δράση της οργάνωσης αυτής στην Ελλάδα, δεδομένου ότι όλα τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής, τα οποία ήρχοντο από τις τουρκικές αρχές προς τις ελληνικές αρχές, αφορούσαν τούρκους πολίτες, οι οποίοι δρούσαν σε αυτή την οργάνωση με την κατηγορία της ένταξης και δράσης στην τρομοκρατική οργάνωση αποκλειστικά και μόνο στην Τουρκία και ποτέ δηλαδή δεν προβλήθηκε ισχυρισμός για να γίνει κάποια έρευνα από τις ελληνικές αρχές για πιθανή λειτουργία της οργάνωσης αυτής και στην Ελλάδα, αν δηλαδή υπάρχουν στελέχη ή αν υπάρχουν άλλα στελέχη.
Επί της υποθέσεως τώρα, στις 10-3-2020 το τμήμα της αντιμετώπισης διεθνούς τρομοκρατίας στη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας ήρθε μία πληροφορία, σύμφωνα με την οποία μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης DHKP-C βρίσκονται στην Αθήνα και έκρυβαν όπλα και ότι ηγετικό στέλεχος της ομάδας αυτής ήτανε ο αλλοδαπός με το όνομα OZEN SINAN OKTAY, τα στοιχεία του οποίου ήταν γνωστά στην υπηρεσία αυτή, γιατί στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με το άτομο αυτό. Συστάθηκε, λοιπόν, ομάδα από την υπηρεσία αυτή, με επικεφαλής τον μάρτυρα ο οποίος κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, και διαπιστώθηκε ότι το άτομο αυτό τέθηκε σε διακριτική επιτήρηση, κατείχε ένα αυτοκίνητο με αριθμό ΙΗΟ-3219, ότι κατοικούσε στα Εξάρχεια στην οδό Τζαβέλλα 3 και τέθηκε υπό τη διακριτική επιτήρηση τις μεσημβρινές απογευματινές ώρες 17-3-2020, δηλαδή μετά από πάροδο επτά ημερών από την αρχική λήψη της πληροφορίας, και η επιτήρησή του διήρκεσε την πρώτη μέρα μέχρι τις 10:00 το βράδυ και την επόμενη μέρα στις 18/3/2020 άρχισε η επιχείρηση αυτή από τις απογευματινές ώρες περίπου 4:45, όπως λέει ο μάρτυρας,μέχρι τις 11:30 το βράδυ. Ολο αυτό έλαβε χώρα για να διαπιστωθεί η βασιμότητα της πληροφορίας.
Διαπιστώθηκε, λοιπόν, σε αυτό το χρονικό διάστημα ότι το συγκεκριμένο άτομο είχε μεταβεί επανειλημμένως σε οίκημα της οδού Αυλώνος 14 στα Σεπόλια, όπου παρατηρήθηκε η είσοδος και έξοδός του, όπως και είσοδος και έξοδος άλλων ατόμων. Παρατηρήθηκε επίσης ότι η εναπόθεση κάποιων σακούλων με οικοδομικά υλικά σε κάδους απορριμμάτων πλησίον του οικήματος Αυλώνος 14, όσο και σε χωματερή στα Ανω Λιόσια στην περιοχή του Ελαιώνα, καθώς επίσης παρατηρήθηκε ότι μετέβη στη δασική περιοχή της Βαρυμπόμπης κινούμενος με ένα άλλο άτομο -θα γίνει λόγος περαιτέρω για αυτό το συγκεκριμένο άτομο- και παρατηρήθηκε ότι έχει κινηθεί και στην περιοχή της Πολιτείας, στην οδό Τατοΐου στη Νέα Ερυθραία και στην περιοχή της Κηφισιάς και τελικά εντοπίστηκε στις 18/3 και στις 9:10 να επιστρέφει στην οδο Αυλώνος 14, φέροντας ένα αποβατικό σακίδιο πλάτης για το οποίο ο μάρτυρας αστυνομικός έχει καταθέσει ότι κατάλαβε ότι παρελήφθη από ένα μπαρ. Προφανώς όπλα, από τα κατατεθέντα από τον αστυνομικό.
Και εν συνεχεία παρατηρήθηκε ότι το άτομο αυτό, ο πρώτος κατηγορούμενος, μαζί με το αυτοκίνητό του και συνοδευόμενος από τον δεύτερο κατηγορούμενο, αναχώρησαν από την οδό Αυλώνος και μετέβησαν στην Τζαβέλλα 3, όπου και διανυκτέρευσαν. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, ο μάρτυρας αστυνομικός ενημέρωσε την υπηρεσία του και έτσι έλαβε χώρα μία συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση τις πρώτες πρωινές ώρες στις 19-3-2020, τόσο στην οδό Αυλώνος 14 όσο και στην οδό Τζαβέλλα 3, όπου σε αυτή την επιχείρηση έλαβε μέρος μία ομάδα του τμήματος αντιμετώπισης διεθνούς τρομοκρατίας με επικεφαλής τον μάρτυρα αστυνομικό και κλιμάκιο της ειδικής κατασταλτικής αντιτρομοκρατικής ομάδας, η γνωστή ομάδα ΕΚΑΜ, παρουσία εκπρόσωπου της δικαστικής αρχής.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα μία μικρή παρένθεση διότι αμφισβητήθηκε κάποιες φορές στη διάρκεια της διαδικασίας από την πλευρά των κατηγορουμένων η παρουσία των εκπροσώπων της δικαστικής αρχής κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Από την έκθεση της κατ’ οίκον έρευνας, η οποία διήρκεσε περίπου πέντε μέρες, άρχισε στις 19/2 και διήρκησε έως τις 24, προκύπτει ότι έλαβαν μέρος τέσσερις εισαγγελικοί λειτουργοί και ένας πταισματοδίκης Αθηνών. Επίσης αναφέρονται τα ονόματά τους, όπως επίσης άπαντες έχουν υπογράψει ότι έχουν πλήρη γνώση όσων έλαβαν χώρα μέσα στο οίκημα. Ολως επιγραμματικά, η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής όλες αυτές τις μέρες αφορά τη νομιμοποίηση της αστυνομικής δύναμης στην οικία κατά την διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας. Εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής δεν μετέχει ούτε στο σχεδιασμό ούτε στην υλοποίηση της επιχείρησης, η οποία είναι αποκλειστικής και μόνο αρμοδιότητα της αστυνομικής αρχής. Παραμένει την ώρα που οι αστυνομικές δυνάμεις επιχειρούν ο εκπρόσωπος της δικαστικής αρχής σε ένα ασφαλές σημείο, έως τότε δημιουργηθούν προϋποθέσεις για να αρχίσει η κατ’ οίκον έρευνα.
Αναληθή τα περί βίας κατά αστυνομικών
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της επιχείρησης καταδικάστηκαν για βία κατά του εκπροσώπου της δικαστικής αρχής ο τρίτος, τέταρτος, έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος και ενδέκατος, διότι λέει, κατά την κατηγορία, απωθούσαν με τα πόδια και με τα χέρια τους αστυνομικούς, εκτόξευαν εναντίον τους αντικείμενα με σκοπό να αποτρέψουν τόσο την κατ’ οίκον έρευνα όσο και τη σύλληψή τους. Καταθέτοντας ο μάρτυρας αστυνομικός ενώπιον του δικαστηρίου είπε χαρακτηριστικά: «Θυμάμαι ότι ήταν οι δύο γυναίκες, εννοούσε την τρίτη και την όγδοη κατηγορούμενη, να αντιστέκονται με κλωτσιές και μπουνιές την ώρα που οι δυνάμεις των ΕΚΑΜ προσπαθούσαν να τις χειροπεδήσουν. Για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, οι οποίοι και καταδικάστηκαν για αυτή την πράξη, οι μισοί ήταν ξαπλωμένοι και οι υπόλοιποι ήταν όρθιοι και προσπαθούσαν να τους χειροπεδήσουν. Αυτοί που δέχτηκαν αντίσταση από τις γυναίκες, συνεχίζει, αυτοί που δέχθηκαν αντίσταση ήταν τα ΕΚΑΜ. Κατά τη χειροπέδηση, λέει, όταν τους είπαμε ότι θα τους πάμε στο βαν αυτοί αντιδρούσαν.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε αναφέρει ότι υπήρξε έντονη αντίσταση. Θυμάται, λέει, έντονα ότι οι γυναίκες πρόβαλαν αντίσταση και εκτόξευαν αντικείμενα, νομίζει ότι και οι άντρες έριχναν αντικείμενα συνέχεια. Δεν μπορώ να πω ποιοι αντιστάθηκαν ήταν αρκετοί. Θυμάμαι, λέει, ότι είδε τον κατηγορούμενο DEMIR HALIL να αντιστέκεται προφανώς για να φύγει, όπως επίσης και τον κατηγορούμενο HALIL ARKAN να εκτοξεύει μία κορνίζα, όπως είχε αναφέρει και κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Οτι δηλαδή χρησιμοποίησαν βία εναντίον τους, τους απωθούσαν με τα χέρια και τα πόδια, τους πετούσαν αντικείμενα και διευκρίνισε δε τελικώς ενώπιον του ειδικού εφέτη-ανακριτή, ότι την πιο σθεναρή αντίσταση, βία δηλαδή, επέδειξαν οι γυναίκες και ότι οι κατηγορούμενοι προσπαθούσαν να φύγουν.
Από τα δεδομένα της προανακριτική διαδικασίας η επιχείρηση έγινε στις 6:45 το πρωί προκειμένου να αιφνιδιαστούν, αφού όλοι οι κατηγορούμενοι εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν. Απεδείχθη επίσης ότι δεν είχε προηγηθεί καμία πρόσκληση ή ενημέρωση προς τους κατηγορούμενους για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει, δεδομένου ότι οι ομάδες αυτές, όταν επιχειρούν σε τέτοιες περιπτώσεις, εισέρχονται γρήγορα και αιφνιδιαστικά με σκοπό να αιφνιδιάσουν και να προκαλέσουν σύγχυση στους υποψηφίους ελεγχόμενους και σε αυτούς που πρόκειται να συλληφθούν, να τους εξουδετερώσουν άμεσα και στην προκειμένη περίπτωση να κάνουν έρευνα προκειμένου να συλληφθούν τρομοκράτες, όπως έλεγε η πληροφορία.
Αυτό το δεδομένο επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος κατά τρόπο εντυπωσιακό περιέγραψε πως έγινε η είσοδος των αστυνομικών δυνάμεων στην οικία, ανέφερε ότι έσπασαν την πόρτα με ειδικό μηχάνημα ή με τροχό ή και με τα δύο. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί με πόσο βίαιο τρόπο έγινε η επιχείρηση εισόδου και πόσο αιφνιδιάστηκαν. Επίσης, απέδειξε ότι η είσοδός τους έγινε από παντού, ακόμα και από την ταράτσα. Εγινε δηλαδή μία καταδρομική επιχείρηση αστυνομικών δυνάμεων με δυνατές φωνές, με γρήγορες κινήσεις, με τη χρήση χημικών, έφεραν βαρύ οπλισμό, ιδιαίτερη περιβολή, κουκούλες full face όπου μόνο τα μάτια παραμένουν ακάλυπτα και είναι γνωστό ότι έχουν μία ειδική εκπαίδευση για να συλλαμβάνουν επικίνδυνους δράστες. Για το λόγο αυτό η εξωτερική τους και μόνο εμφάνιση αρκεί και μόνο για να προκαλέσει πανικό, φόβο και τρόμο στους εμπλεκόμενους.
Προέκυψε δε επίσης ότι κατά την είσοδό τους κατέστρεψαν το οίκημα ολοσχερώς. Οπως επίσης και ο ιδιοκτήτης Γεώργιος Κούνας κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου μας, «παρέδωσα ένα σπίτι περιποιημένο και παρέλαβα ένα σπίτι κατεστραμμένο. Πόρτες δεν υπήρχαν, τα πατώματα ήταν τρύπια. Ολα ήταν κατεστραμμένα. Μπήκα από την πίσω πόρτα που ήταν σπασμένη και προφανώς οι ζημιές έγιναν από τα ΕΚΑΜ».
Στη συνέχεια προέκυψε δε ότι ακινητοποίησαν και συνέλαβαν όλους τους κατηγορούμενους, χωρίς κανένας να διαφύγει ή να επιχειρήσει να διαφύγει, και είναι εντελώς αναληθές αυτό πού περιγράφεται στην έκθεση έρευνας στις 19-3-2020, ότι προκλήθηκαν μόνο φθορές στη θύρα της οικίας.
Επίσης, ο μάρτυρας αστυνομικός κατά την είσοδο ανέφερε την τρίτη, τον τέταρτο, τον έβδομο και τον όγδοο κατηγορούμενο, ενώ για τους υπόλοιπους δεν ανέφερε τίποτα. Παρολαυτά τους αποδόθηκε κατηγορία. Από τα δεδομένα αυτά δηλαδή που περιέγραψε ο μάρτυρας, των δύο άλλων γυναικών για μπουνιές και κλωτσιές και των δύο αντρών, του HALIL ARKAN ότι προσπαθούσε να διαφύγει και του κατηγορουμένου ALI ARKAN ότι εκτόξευσε μία κορνίζα, οι κατηγορίες ήταν αόριστες καθώς και οι άλλες αντιδράσεις δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν και ήταν αδύνατο να προκαλέσουν ματαίωση της κατ’ οίκον έρευνας και της δέσμευσής τους. Και για ποιους λόγους θα συνέβαινε αυτό; Καταρχήν λόγω της υπέρμετρης υπεροχής των αστυνομικών δυνάμεων και από άποψη οπλισμού και από άποψη σωματικής διάπλασης αλλά και λόγω αυτής της ιδιαίτερα εξειδικευμένης εκπαίδευσης που έχουν προκειμένου να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις και να εξουδετερώνουν άμεσα όσους πρόκειται να συλλάβουν
Επίσης πρέπει να επισημανθεί η δράση των κατηγορουμένων, σύμφωνα με τον μάρτυρα, στόχευσαν κυρίως, αφού είχαν χειροπεδηθεί και επρόκειτο να οδηγηθούν στα οχήματα. Χαρακτηριστικά στις 1-12 ενώπιον του δικαστηρίου μας: τους δέσμευσαν και όταν πήγανε να τους βάλουν στο βανάκι, στύλωσαν τα πόδια. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τον τρόπο και όπως εξελίχθηκε η είσοδος μέσα στο οίκημα στοιχείται η λογική ότι μπορούσαν οι δύο κατηγορούμενες αλλά και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι να προβούν σε βία με τον τρόπο που προαναφέρθηκε ότι βρίσκονταν στην οικία; Μπορούσαν να τους απειλήσουν με βία ή να βιοπραγήσουν εναντίον τους; Αρα θα έπρεπε, αν ήταν επιτυχής η βιοπραγία, να αποτραπεί και η σύλληψη και η έρευνα. Η απάντηση είναι, κατά την εισαγγελική άποψη φυσικά, ότι δεν απεδείχθη ούτε βία, ούτε η απειλή βίας, ούτε βιαιοπραγία σε βάρος των αστυνομικών. Ούτε φυσικά μπορούσαν να τους αποτρέψουν να διενεργήσουν την κατ’ οίκον έρευνα και να συλληφθούν. Διότι αυτό που συνέβη ήταν ότι οι αστυνομικές δυνάμεις χειροδίκησαν εις βάρος τους αποφεύγοντας έτσι και την παραμικρή πιθανότητα, αν υπήρχε, να αντιδράσουν οι κατηγορούμενοι και φυσικά δεν ισχύει η παραδοχή ότι πρωτοστάτησαν στη βία κατά υπαλλήλων οι δύο γυναίκες κατηγορούμενες.
Αυτά όλα ελήφθησαν υπόψη και επισημάνθηκαν στον μάρτυρα αστυνομικό, ο οποίος συνέχιζε να εμμένει κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο στην αρχική του εκδοχή, την εκδοχή δηλαδή της βίας. Ενόψει αυτών των δεδομένων, που ετέθησαν στο δικαστήριο, θεωρώ ότι δεν αποδείχθηκε τέλεση της αξιόποινης πράξης της βίας κατά των υπαλλήλων, που έχουν καταδικαστεί οι αναφερόμενοι κατηγορούμενοι.
Ποια νόθευση εγγράφων;
Εν συνεχεία όλοι οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την νόθευση κατ’ εξακολούθηση από κοινού εγγράφων. Δύο έγγραφα. Ενα διαβατήριο Καναδά, κάνοντας χρήση λέει αναπαραγωγικού μηχανήματος της σειράς Canon laser toner και με τη μέθοδο της ηλεκτροφωτοαντιγραφικής αναπαραγωγής έθεσαν τη φωτογραφία αγνώστου προσώπου, αφού με τη μέθοδο της μηχανικής απόξεσης αφαίρεσαν τις πρωτότυπες του κατόχου και έθεσαν με τύπωμα σφραγίδας, και αναπαρήχθη με τη χρήση εκτυπωτή ψεκασμού, και επίσης νόθευσαν, κατά την κατηγορία, ένα δελτίο ταυτότητας ασφαλείας θέτοντας τη φωτογραφία αγνώστου, προκειμένου αυτά τα έγγραφα να τα χορηγήσουν σε άλλα μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης και έτσι να παραπλανήσουν τις αρχές σε περίπτωση ελέγχου και να αποφευχθεί η σύλληψή τους.
Παρά την πολυήμερη έρευνα που έλαβε χώρα στην οικία, που όπως προείπαμε διήρκεσε πέντε ημέρες, και το πλήθος των ευρημάτων που βρέθηκαν, κατασχέθηκαν και καταγράφηκαν, δεν ανευρέθη ούτε μηχάνημα ή άλλος εξοπλισμός ή εγκατάσταση με προορισμό τη νόθευση κρατικών εγγράφων. Αυτό βέβαια το γεγονός επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας αστυνομικός ενώπιον του δικαστηρίου μας. Είπε «δεν γνωρίζω για πλαστό εγώ». Οπως επίσης δεν έγινε καμία παρόμοια αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη κατάθεσή του.
Και επειδή το ζητούμενο είναι αν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι τέλεσαν την πράξη νόθευσης και όχι ποιος θα μπορούσε γενικότερα πλην των κατηγορουμένων να είναι ο δράστης, από όλα αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι δεν θεμελιώνεται η βασιμότητα αυτής της κατηγορίας δηλαδή η νόθευση εγγράφου κατ’ εξακολούθηση.
Μαχαίρια που βαφτίστηκαν όπλα
Στην συνέχεια κηρύχθηκε ένοχος ο δεύτερος κατηγορούμενος για παράνομη οπλοφορία. Οτι δηλαδή κατείχε δύο αναδιπλούμενα μαχαίρια και χωρίς άδεια. Από την έκθεση -στις 16-7-2020- εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ προέκυψε ότι αυτά προορίζονται για επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση και συναφή χρήση και συνεπώς δεν θεωρούνται όπλα και ότι δεν υφίσταται άλλο δεδομένο που να ανατρέπει βάσιμα το συμπέρασμα αυτής της πραγματογνωμοσύνης. Προκύπτει σαφέστατα ότι δεν απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος αυτός τέλεσε την πράξη της παράνομης οπλοφορίας.
Ισως πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί γίνεται αυτή η εκτενής αναφορά σε αυτά τα τρία πλημμελήματα, ενώ οι κατηγορούμενοι έχουν καταδικαστεί για τα προαναφερόμενα τέσσερα βαριά κακουργήματα. Διότι τα πλημμελήματα αυτά είναι το παρακολούθημα των κακουργηματικών πράξεων, για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι. Είναι αυτά τα πλημμελήματα που εμπλούτισαν την αξιόποινη συμπεριφορά και ειδικότερα μετά την πολύπρακτη βραχύχρονη επιχείρηση του πρώτου κατηγορουμένου στην οδό Αυλώνος, φέροντος ένα σακίδιο πλάτης, όπως είπε ο μάρτυς αστυνομικός, και για το οποιο εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι εκεί βρίσκεται ο παράνομος οπλισμός της πληροφορίας, έλαβε χώρα και η προαναφερόμενη αστυνομική επιχείρηση.
Εκεί λοιπόν, στα πλαίσια αυτά, προσήχθησαν οι εκεί διαμένοντες, οι κατηγορούμενοι από δύο έως έντεκα καθώς και δεκαεφτά άτομα από την οδό Τζαβέλλα, χωρίς όμως κατά την προσαγωγή τους να αποδειχθεί οτιδήποτε που να σχετίζεται με τον προς αναζήτηση οπλισμό, όπως αναφέρει ο μάρτυρας αστυνομικός. Εκ των υστέρων, λέει, πληροφορήθηκε από τους συναδέλφους του την ανεύρεση οπλισμού και έτσι η προσαγωγή όλων όσων σχετίζονται μετετράπη σε σύλληψη, ενώ οι υπόλοιποι, όσοι προσήχθησαν δηλαδή από την οδό Τζαβέλλα, αφέθησαν ελεύθεροι, πλην του πρώτου και του δεύτερου κατηγορούμενου οι οποίοι είχαν μεταβεί στην οδό Αυλώνος.
Το τούνελ…
Μέσα στο οίκημα, στην οδό Αυλώνος 14, προέκυψε εν συνεχεία ότι -όπως περιγράφεται στην από 19/3 έκθεση έρευνας- εντοπίστηκε ένα τούνελ. Ανεβάζοντας τη μεταλλική βάση στο ισόγειο εμφανιζόταν η αφετηρία μιας υπόγειας σήραγγας. Η οποία όμως, αυτή η υπόγεια σήραγγα προκύπτει ότι δεν ήταν εύκολα ορατή, γεγονός άλλωστε που επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο μάρτυρας, ο οποίος έχει πει ότι δεν την αντελήφθη και ότι δεν κατάλαβε ότι η είσοδος ήταν μπροστά στην είσοδο, κοντά στη σκάλα. Εγώ, λέει, δεν είδα την κρύπτη. Το έμαθα από τους συναδέλφους μου μετά ότι ήταν κάτω από τη σκάλα. Παρόλο που προηγουμένως, ενώπιον του τακτικού εφέτη ανακριτή, είχε εκφράσει τη βεβαιότητα ότι θυμότανε ότι η είσοδος στο τούνελ ήταν κάτω από τη σκάλα, ενώπιον όμως του δικαστηρίου είπε ότι δεν είδε καν το τούνελ ούτε καν την είσοδο.
Επρόκειτο λοιπόν για μία υπόγεια σήραγγα, όπως περιγράφεται τα τοιχώματά της έδιναν την εικόνα χρήσης χειροκίνητων σκαπτικών εργαλείων. Υπήρχε, όπως αναφέρει η έκθεση, ένα αυτοσχέδιο όρυγμα με πλευρά δαπέδου 66 εκατοστά, συνέχιζε κάθετα στο έδαφος 3 μέτρα, είχε μήκος 44 μέτρα, ενώ από την είσοδο της σήραγγας μέχρι το τέλος της το συνολικό μήκος της ήταν 47 μέτρα, εκτεινόταν υπογείως και πέραν του προαύλιου χώρου άλλα 24 μέτρα. Σύνολο δηλαδή 71 μέτρα.
…και τα όπλα
Εντός αυτής της σήραγγας βρέθηκαν, κατά την έκθεση κατ’ οίκον έρευνας, δύο πυροδοτικοί μηχανισμοί χειροβομβίδας με εμφανή ίχνη οξείδωσης, δηλαδή σκουριάς, πέντε πιστόλια που επίσης είχαν εμφανή ίχνη οξείδωσης, 34 φυσίγγια των 9 χιλιοστών, 22 φυσίγγια των 7,2 χιλιοστών με εμφανείς οξειδώσεις και ρυπαρότητα, δώδεκα μεταλλικές γεμιστήρες, εκ των οποίων οι πέντε είχαν εμφανή ίχνη οξείδωσης και ρυπαρότητας και φθοράς ένα πολεμικό τυφέκιο τύπου καλάσνικοφ με εμφανή ίχνη οξείδωσης και ρυπαρότητας, μία εκτοξευτήρα ρουκετών αντιαρματικού όπλου και ένα αντιαρματικό μιας χρήσης.
Επίσης, μέσα στο τούνελ βρέθηκε ένα Black & Decker και στο δάπεδο κάτω από τη σκάλα του ισογείου βρέθηκε ένα φτυαράκι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση, ένα σακίδιο πλάτης ορειβατικού τύπου με εφτά θήκες αποθήκευσης και μία αξίνα. Αυτό το σακίδιο ήταν αυτό που είδε ο μάρτυρας αστυνομικός να μεταφέρει ο πρώτος κατηγορούμενος στις 18/3, τόσο βγαίνοντας από το οίκημα της οδού Αυλώνος 14 όσο και επιστρέφοντας σε αυτό τις βραδινές ώρες, και για το οποίο εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι εντός αυτού βρίσκονταν τα όπλα, τα οποία και τελικώς ανευρέθησαν αμέσως μετά από λίγη ώρα.
Οπως άλλωστε είχε αποδεχθεί ο πρώτος κατηγορούμενος, από αυτή την περιγραφή προκύπτει με σαφήνεια ότι ο οπλισμός αυτός τοποθετήθηκε στο τούνελ όπως βεβαίωσε και στην κατάθεσή του την 1-12-2022 ο μάρτυρας αστυνομικός, καθώς δεν ανευρέθησαν πουθενά άλλα όπλα. Επομένως η από 10-3-2020 πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη οπλισμού δεν ήταν και τόσο αξιόπιστη. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα. Υπάρχει συσχετισμός μεταξύ κατασκευής τούνελ και όπλων; Γιατί στην κατάθεσή του ο αστυνομικός υπάλληλος είπε: αυτό κατασκευάστηκε, η σήραγγα και το τούνελ, για να τοποθετηθούν τα όπλα.
Σε αυτόν τον προβληματισμό φρονώ ότι σαφώς δεν υπάρχει συσχετισμός. Γιατί δεν αντιστοιχείται στη λογική να διανοιχθεί μία σήραγγα 47 μέτρων με επέκταση άλλων 24, σύνολο 71 μέτρα μήκους και ύψος τριών μέτρων, για να τοποθετηθεί εκεί οπλισμός, ο οποίος μπορεί απλώς να μεταφερθεί σε ένα απλό σακίδιο πλάτης ορειβατικό και ο οποίος οπλισμός στο μεγαλύτερο μέρος του έφερε εμφανή ίχνη οξείδωσης, ρυπαρότητας και φθοράς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται και σοβαρές αμφιβολίες αν αυτός ο οπλισμός μπορούσε να λειτουργεί αποτελεσματικά και επιτυχώς, πλην του ενός εκτοξευτήρα ρουκετών αντιαρματικού και του ενός αντιαρματικού μιας χρήσης.
Καμιά σχέση τούνελ και όπλων
Φρονώ λοιπόν ότι αποδεικνύεται ότι το τούνελ δεν κατασκευάστηκε με σκοπό την αποθήκευση οπλισμού, αλλά είχε άλλο προορισμό. Η διάνοιξη, λόγω των διαστάσεων, απαιτούσε μακρόχρονες εργασίες. Και φυσικά δεν επαρκούσε το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020, που όπως προέκυψε ήταν το διάστημα που εγκαταστάθηκαν εκεί οι κατηγορούμενοι. (…)
Εδώ θα ήθελα μία μικρή επισήμανση Δεν προέκυψε κάτι το μεμπτό κατά τη διαδικασία της εκμίσθωσης της οικίας αυτής, δεδομένου ότι νοικιάστηκε στο όνομα του πέμπτου κατηγορουμένου, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του συλλόγου, με τη συνδρομή του έκτου κατηγορουμένου, ο οποίος γνώριζε επαρκώς την ελληνική και μπορούσε έτσι να συνδράμει στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τη σύνταξη του συμβολαίου. Επίσης, προκύπτει και μάλιστα αυτό προκύπτει από το ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνετάχθη 4 Σεπτεμβρίου του 2019.
Βάσιμη κρίνεται η εκδοχή ότι η σήραγγα αυτή προοριζόταν ως χώρος καταφύγιο απόκρυψης διωκόμενων και στοχοποιημένων από τις τουρκικές αρχές πολιτών, είτε Κούρδων είτε Τούρκων, εξού και δικαιολογείται η μεγάλη έκταση πού είχε, ώστε να είναι δυνατή η προσωρινή τους διαβίωση για κάποιο χρονικό διάστημα. Προφανώς όμως, όπως προέκυψε, δεν χρησιμοποιήθηκε, καθώς δεν βρέθηκαν σχετικά ευρήματα εκεί και για αυτό το λόγο δικαιολογήθηκε η χρήση των ειδικών σκαπτικών εργαλείων και μηχανημάτων. Δεν έγιναν αντιληπτοί θόρυβοι εκσκαφής και πρόκειται για ένα αυτοσχέδιο όρυγμα, όπως διαπίστωσαν οι αστυνομικές αρχές κατά την κατ οίκον έρευνα.
Επίσης δεν απεδείχθη οποιοσδήποτε συσχετισμός των κατηγορουμένων δύο έως έντεκα με το τούνελ, διότι οι διεργασίες διεκπεραιώθηκαν πριν την μόνιμη εγκατάστασή τους εκεί και ενώ όλοι διακατέχονταν από το φόβο εντοπισμού τους από τις τουρκικές αρχές. Ομως οι περισσότεροι βρίσκονταν υπό την διαρκή προστασία, είχαν αναγνωριστεί οι περισσότεροι εξ αυτών ως διεθνώς πρόσφυγες, οι άλλοι βρίσκονται στη διαδικασία αναγνωρίσαντος. Ο ένας εξ αυτών είναι ολλανδός πολίτης, είχε γεννηθεί στην Ολλανδία, είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μόνιμος κάτοικος Ολλανδίας, επομένως δεν υφίσταται κανένας λόγος να κρύβονται σε καταφύγιο, πολύ περισσότερο να κατασκευάζουν τέτοιο χώρο.
Ούτε βεβαίως φρονώ ότι είναι αξιόπιστο το επιχείρημα, χωρίς απόδειξη, όπως κατατέθηκε από τον μάρτυρα, ότι αυτοί οι κατηγορούμενοι κατασκεύασαν το τούνελ και ότι διαπιστώθηκε να μεταφέρει ο πρώτος κατηγορούμενος στις 17/3 σακούλες απορριμμάτων, στις οποίες περιέχονταν μπάζα και οικοδομικά υλικά. Και ανέδειξε αυτή την ενέργεια ως ιδιαίτερα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να εμπλακούν όλοι οι κατηγορούμενοι και να τους αποδοθεί κατηγορία για τη διάνοιξη αυτού του τούνελ.
Καμιά σχέση των 10 αγωνιστών με τα όπλα
Υπάρχει όμως και ένας άλλος προβληματισμός. Υπάρχει συσχετισμός των όπλων με τους κατηγορούμενους με αριθμό 2 έως 11; Κατά τον μάρτυρα αστυνομικό, ναι. Αφού, λέει, έμεναν στην οικία πού βρέθηκαν τα όπλα, ήταν όλοι μαζί στο χώρο όπου βρέθηκε οπλισμός και συνυπήρχαν με τον οπλισμό για 9 ώρες. Με αυτή του όμως την επισήμανση θεωρώ ότι επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά ότι τα όπλα δεν υπήρχαν πριν από τις 18/3 που εντοπίζει την συνύπαρξη των κατηγορουμένων με αυτά για 9 ώρες, στο διάστημα αυτό που τοποθετήθηκαν αυτοί στις 18/3.
Κατονόμασε δε τον έναν κατηγορούμενο SAYAR ALI ως το άτομο που συνέδραμε τον πρώτο κατηγορούμενο να παραλάβει τον οπλισμό από την δασική περιοχή της Βαρυμπόμπης και να τον μεταφέρει με σακίδιο στο οίκημα της οδούς Αυλώνος 14 και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι για τον SAYAR ALI, λέει ότι έφυγε μαζί με τον κατηγορούμενο, είπε ότι τον έβλεπε στη Βαρυμπόμπη ως συνοδηγό του αυτοκινήτου. Μετά όμως δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτόν, εξαφανίζεται από την κατάθεσή του και τη διήγησή του ο κατηγορούμενος SAYAR ALI. Καταθέτει ότι βλέπει μία φιγούρα και στη συνέχεια επιστρέφει στην οδό Αυλώνος 14 ο πρώτος κατηγορούμενος μόνος του. Παρολαυτά όμως, λέει ο μάρτυρας, πλησιάζοντας λέει στο φανάρι το αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου για να εντοπίσει ποιος είναι ο συνοδηγός, βλέπει -λέει επί λέξει- έναν κύριο (αυτά τα κατέθεσε 12-12 ενώπιον του δικαστηρίου), 40-50 χρόνων κοντά με μουστάκι και σταρένια επιδερμίδα. Στη συνέχεια, ενώ είναι σίγουρος ότι είδε τον SAYAR ALI να κρατάει το σακίδιο, προκύπτει, όπως κατέθεσε πρωτοδίκως, «δεν ξέρω αν είναι ο SAYAR ALI αυτός που κράταγε τα όπλα, συμμετείχε όμως στη μεταφορά του σάκου δεν ξέρω αν είχε γνώση για τα όπλα».
Ενώπιον του δικαστηρίου μας είπε ότι εγώ είμαι σίγουρος ότι τον οπλισμό τον έφεραν οι δύο που είδαμε. Δεν μας διευκρίνισε όμως ποιοι ήταν αυτοί οι δύο που είδε. Ητανε ο κατηγορούμενος SAYAR ALI, που μίλησε αρχικά, ή ήταν ο κύριος ως 40-50 χρόνων με μουστάκι και σταρένια επιδερμίδα;
Επίσης, την 1-12 προσέθεσε και κάτι άλλο. Δεν είδα κανέναν να βοηθάει τον κύριο … να μεταφέρει το σακίδιο. Από αυτά τα εντελώς αντιφατικά και αντικρουόμενα κατατεθέντα προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι από όσα λέει δεν ήταν το άτομο που είδε ο μάρτυρας στην περιοχή της Βαρυμπόμπης. Και για του λόγου το αληθές, επειδή το έχει περιγράψει στην περιγραφή του ποιο ήταν αυτό το άτομο, αρκεί μία ματιά στον παρόντα κατηγορούμενο για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει καμία σχέση με την περιγραφή αυτή, την οποία έδωσε, ως προς την ηλικία και ως προς την εμφάνιση, με το άτομο που είπε ότι είδε ότι ήταν μέσα στο αυτοκίνητο. Και φυσικά δεν ισχύει από τον κατατεθέντα, ότι τον θυμόταν από προηγούμενη προσαγωγή του το 2019 και ότι και πάλι η περιγραφή την οποία περιέγραψε ενώπιον του δικαστηρίου μας δεν σχετίζεται καθόλου με την εμφάνιση και τον παρόντα κατηγορούμενο SAYAR ALI.
Είναι εντυπωσιακό δε ότι ο μάρτυρας δεν μπήκε στο τούνελ, δεν είδε τον οπλισμό, παρά μόνο σε φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο (έτσι κατέθεσε ενώπιον του ειδικού εφέτη ανακριτή αλλά και ενώπιον του δικαστηρίου μας). Ο,τι γνωρίζω, λέει, το διάβασα στις εφημερίδες. Ωστόσο, θεωρεί ότι όλοι είχαν γνώση γιατί έμεναν, λέει, στο ίδιο σπίτι και βοήθησαν στο τούνελ.
Επιμένει ότι το σπίτι νοικιάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος αποθήκευσης του οπλισμού της οργάνωσης. Με τέτοιον, λέει, οπλισμό μπορείς να καταστρέψεις το κοινοβούλιο. Πιστεύω ότι όλοι γνώριζαν για τα όπλα και βοήθησαν στη διάνοιξη του τούνελ Μίλησε επίσης και για κάμερες οι οποίες πράγματι υπήρχαν στην οίκημα της οδού Αυλώνος και ανέφερε ότι είχαν τοποθετηθεί για να παρακολουθούν, λέει, κατά την άποψή του, την τυχόν έλευση αστυνομικών δυνάμεων και να μπορέσουν να διαφύγουν τη σύλληψη ή και για να προλάβουν να κρύψουν τον οπλισμό.
Η αλήθεια και το ψέμα
Πλην όμως αυτό είναι αναληθές, διότι όταν πράγματι εμφανίστηκαν οι αστυνομικές δυνάμεις, οι κατηγορούμενοι όχι μόνο δεν τους αντελήφθησαν, δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και συνελήφθησαν αμέσως κατά τον τρόπο που περιεγράφηκε.
Προκύπτει λοιπόν ότι ο μάρτυρας αυτός δεν προσέφερε κανένα πραγματικό γεγονός, παρά μόνο την άποψή του, την προσωπική του άποψη επί της οργάνωση και της εμπλοκής των κατηγορουμένων. Και προκαλεί απορία το γεγονός στο πλαίσιο αυτής της συνολικής ευθύνης την οποία έχει περιγράψει, γιατί δεν συνελήφθη και ο ιδιοκτήτης αυτής της οικίας για την κατηγορία ότι και αυτός γνώριζε και για την ύπαρξη του τούνελ και για τον οπλισμό.
Επίσης δεν ανέφερε το παραμικρό σχετικά με τα αυτοτελή κακουργήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, την εισαγωγή και τη συναρμολόγηση του οπλισμού. Δήλωσε πλήρη άγνοια και παρολαυτά οι κατηγορούμενοι έχουν καταδικαστεί σε πολυετείς καθείρξεις.
Με βάση αυτά τα δεδομένα φρονώ ότι ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι πράγματι τρίτο πρόσωπο, δηλαδή αυτή η φιγούρα την οποία περιέγραψε ο αστυνομικός μάρτυρας, ότι το άτομο αυτό που είδε στη Βαρυμπόμπη, το άτομο ηλικίας 40 έως 50 ετών, με μουστάκι και σταρένια επιδερμίδα, ήταν αυτός που παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο τον οπλισμό, με την ολιγοήμερη αυτή φύλαξη στο αυτοσχέδιο τούνελ, την ύπαρξη του οποίου γνώριζε μόνο ο πρώτος κατηγορούμενος, αφού αυτός είχε επιτρέψει τη διάνοιξή του, με τις συνθήκες που προπεριέγραψα στην αρχή, για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος απόκρυψης των διωκόμενων συμπατριωτών του. Και η τοποθέτηση οπλισμού έγινε ακριβώς σε αυτό το σημείο, για να μην γίνει αντιληπτή η ύπαρξή του από τους λοιπους κατηγορούμενους.
Επίσης δεν προέκυψε από την κατάθεση του μάρτυρα οτιδήποτε ως πραγματικό γεγονός σχετικά με τον απαιτούμενο σκοπό του παράνομου εφοδιασμού ομάδων, οργανώσεων με τον οπλισμό ή τη διάθεσή του σε τρίτους στα πλαίσια τρομοκρατικής δράσης, όπως απαιτεί το άρθρο 15 παράγραφος 1 του νόμου 2168 του 93. Η ανεύρεση όμως του οπλισμού οδήγησε στην απόδοση κατηγορίας και τελικά στην καταδίκη για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση τους κατηγορούμενους 2 έως 11 και για διεύθυνση το πρώτο κατηγορούμενο.
Τα κατατεθέντα σχετικά με την δημιουργία και την λειτουργία της οργάνωσης και την εμπλοκή των κατηγορουμένων ήταν εντελώς ελλιπή, αντιφατικά και πολλές φορές όχι αληθή. Κατατέθηκε, προκαλώντας έκπληξη -και πάλι κατά την εισαγγελική άποψη- ότι ένα στέλεχος του τμήματος της διεθνούς τρομοκρατίας αναζητούσε πληροφορίες για την οργάνωση από το Google. Εμαθε, λέει, για τα όπλα από τις εφημερίδες και θα πρέπει να αναρωτηθεί ο αστυνομικός, οποιοσδήποτε: είναι αυτή μία επιμελής, μία ασφαλής, αξιόπιστη και ανάλογη με τη σοβαρότητα της πληροφορίας, η ενέργεια, έρευνα από μία τόσο σημαντική υπηρεσία, να αναζητάει πληροφορίες για μία διεθνή τρομοκρατική οργάνωση στο διαδίκτυο, στις εφημερίδες, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο;
Σενάρια αντί για αποδείξεις
Οπως και με πάρα πολύ εκτενή τρόπο περιέγραψε ο μάρτυρας, δεν κατέθεσε κανένα πραγματικό περιστατικό για την εμπλοκή των κατηγορουμένων σε αυτή, δεν είχε καμία γνώση για το αν επίκειται τρομοκρατικό χτύπημα στη χώρα ή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ισχυρίστηκε εσφαλμένα ότι είδε σύμβολα της οργάνωσης αυτής στις οικίες που έγινε η κατ’ οίκον έρευνα, ότι άκουσε τους κατηγορούμενους να φωνάζουν συνθήματα.
Κατέθεσε μη αληθώς ότι είδε φωτογραφία του πρώτου κατηγορουμένου με στρατιωτική στολή, που όμως εκ των υστέρων παραδέχθηκε ότι αυτό δεν ευσταθούσε, δεδομένου ότι δεν υπήρχε τέτοια φωτογραφία, αφού δεν κατασχέθηκε και δεν περιλαμβάνεται στο σύνολο των φωτογραφιών που κατασχέθηκαν από την οδό Τζαβέλλα 3.
Δεν ήξερε καν να καταθέσει στο δικαστήριο πότε ιδρύθηκε η οργάνωση DHKP-C. Tην 1-12 είπε στο δικαστήριό μας ότι ιδρύθηκε το 1980 ή 1981, ενώ είναι γνωστό ότι ιδρύθηκε το 1994. Επίσης, δεν ήξερε πότε ακριβώς συμπεριελήφθη στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε ερώτηση συνηγόρου στις 12-12 είπε το 2012. Σε ερώτηση συνηγόρου την1-12 είπε το 2002 ή το 2003.
Εντούτοις υποστήριξε πολύ έντονα ότι, «εγώ», λέει επι λέξει, «τους θεωρώ όλους μπλεγμένους σε τρομοκρατική οργάνωση, για μένα είναι τρομοκρατική οργάνωση». Επίσης, εκτός από το ότι αναζητούσε πληροφορίες στο διαδίκτυο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προέκυψε ότι δεν έγινε επισύνδεση για επιτήρηση των κινητών τηλεφώνων των κατηγορουμένων, όπως συνήθως συμβαίνει όταν αναζητείται η δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης του κοινού ποινικού δικαίου, πολλώ δε μάλλον εδώ που πρόκειται για πληροφορία ότι σχετιζόταν με τη δράση τρομοκρατικής οργάνωσης και μάλιστα με διεθνή δράση, για να διαπιστωθεί εάν υπήρχε επικοινωνία με άλλα πρόσωπα ή μέρη, ούτε καταγράφηκαν σχετικά κάποιες συνομιλίες, δεν διαπιστώθηκαν συναντήσεις, επαφές ή οποιαδήποτε επικοινωνία των κατηγορουμένων με τα μέλη αυτής της τρομοκρατικής οργάνωσης, είτε στην Ελλάδα, είτε στην Τουρκία ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, είτε στην Ευρώπη ή σε άλλη ήπειρο. Θεωρώ όμως, λέει, ότι όλοι είναι μέλη του DHKP-C, γιατί είχαν γνώση του οπλισμού.
Στο μυαλό μου, ενώπιον του δικαστηρίου μας δε κατέθεσε ότι τα όπλα και τρομοκρατική οργάνωση συνδέονται. Χαρακτηριστικά, για των 70 ετών τέταρτο κατηγορούμενο ΙSMAIL: ήταν σε σπίτι που είχε 47 μέτρα τούνελ, κοιμόταν και είχε όπλο, εγώ έτσι τον συνδέω με το DHKP-C. Την κατάθεσή μου την βασίζω στο όπλα και στην αντιπαρακολούθηση. Εδώ αναφέρεται στο σημείο που κατά τη διάρκεια της επιχείρησης του πρώτου κατηγορουμένου στην περιοχή της Βαρυμπόμπης, κατέθεσε ενώπιόν μας ότι τον αντελήφθη, λέει, τον πρώτο κατηγορούμενο με το όχημα να κάνει κινήσεις αντιπαρακολούθησης για να δυσχεράνει το έργο του, για να μην μπορέσει να διευκρινιστεί ποιος ήταν ο σκοπός του που κινείτο στην περιοχή αυτή και να μην αποκαλυφθεί η τρομοκρατική οργάνωση και ο οπλισμός.
Μα αν ευσταθούσε αυτός ο ισχυρισμός και ο κατηγορούμενος πράγματι ήταν τόσο έμπειρος και είχε τόσο επιτυχή μέθοδο αντιπαρακολούθησης, ήταν πλέον ή βέβαιο ότι θα ακύρωνε το ραντεβού του στη Βαρυμπόμπη και δεν θα συναντάτο με αυτό το τρίτο πρόσωπο που επρόκειτο να του παραδώσει τον οπλισμό και έτσι δεν θα είχε επιτυχία στη συνέχεια η παρακολούθηση και η επιχείρηση από τις αστυνομικές δυνάμεις. Τίποτα τέτοιο όμως δεν συνέβη, καθόσον αντιθέτως, και εντοπίστηκε στη Βαρυμπόμπη, και εντοπίστηκε και όλη η κίνησή του στην πόλη των βορείων προαστίων της Αττικής, και στη συνέχεια παρατηρήθηκε και τον εντόπισαν να επιστρέφει στην οδό Αυλώνος 14.
Ετσι λοιπόν δεν ανέφερε κανένα πραγματικό γεγονός που να αποδεικνύει ότι οι κατηγορούμενοι, στα πλαίσια αυτής της οργάνωσης, σχεδίαζαν μέσω αιφνίδιων επιθέσεων με τη χρήση πολεμικών τουφεκιών και εκρηκτικών μηχανισμών σε σταθερούς τόπους, κυρίως μονάδες φύλαξης γραφείων πολιτικών κομμάτων, ότι αφέθηκαν στην πρόκληση ενεργού φόβου των πολιτών και στην αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής και των συνταγματικών και πολιτικών δημοκρατικών θεσμών, αλλά και στην τέλεση άλλων τρομοκρατικών πράξεων και ότι ο πρώτος κατηγορούμενος οργάνωνε συστηματικά και επέβλεπε την τέλεση των κακουργημάτων αυτών, έχοντας την ευθύνη για την οργάνωση, επίβλεψη της διαδικασίας, εύρεσης και προμήθειας όπλων, της μεταφοράς με το αυτοκίνητο και της απόθεσής του σε κατάλληλο χώρο, υπόγεια σύριγγα εντός μονοκατοικίας, όπως και για το λόγο για τον οποίο κρίθηκαν ένοχοι.
Δεν εισέφερε δηλαδή ο μάρτυρας ένα πραγματικό περιστατικό ότι οι κατηγορούμενοι εντάχθηκαν σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο σε δομημένη ομάδα, στην τρομοκρατική ομάδα DHKP-C, με διαρκή δράση σε βάθος χρόνου, για να τελέσουν τρομοκρατικό έγκλημα, δηλαδή ένα κακούργημα ή ένα οποιοδήποτε άλλο έγκλημα γενικής διακινδύνευσης κατά της δημόσιας τάξης, κατά τέτοιο τρόπο ή τέτοιες συνθήκες και σε τέτοια έκταση, με σκοπό να προκαλέσει τρόμο και εκφοβισμό στους πολίτες για να εξαναγκάσει αφενός μεν μία δημόσια αρχή είτε να πράξει είτε να μην πράξει μία ενέργεια η οποία ήταν επιβεβλημένη να λάβει χώρα ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές πολιτικές ή οικονομικές δομές της χώρας.
Και επίσης δεν εισέφερε κανένα στοιχείο σχετικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, σχετικά με την καθοδηγητική του θέση, αφού του αποδίδεται η κατηγορία ότι ήταν ο διευθύνων της τρομοκρατικής οργάνωσης, από την θέση του αυτή σχεδίαζε τη δράση, επέλεγε τους στόχους, στρατολογούσε τα μέλη και τους συνεργάτες, ότι έδινε κατευθυντήριες οδηγίες, εντολές, παραινέσεις, υποδείξεις, ασκούσε την πλήρη εποπτεία της οργάνωσης και όλων των μελών και όλα τα μέλη λογοδοτούσαν σε αυτόν.
Επισημαίνεται δε, θα πρέπει να λάβετε υπόψη, ότι δεν ζητήθηκε η προσωπική άποψη του μάρτυρα, όπως ανέφερε στις καταθέσεις: «για μένα είναι τρομοκρατική οργάνωση, εγώ τους θεωρώ τρομοκράτες, στο μυαλό μου έτσι συνδέονται τα όπλα». Βέβαια, αυτή η προσωπική του άποψη δεν ενδιαφέρει κανένα, ούτε (…) συνδυασμούς διανοητικούς. Και προκύπτει από αυτό ότι μάλλον αγνοεί τελείως ποια στοιχεία οφείλει αντικειμενικά, ως στέλεχος αυτού του επίλεκτου σώματος αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, να αναζητά στους ελεγχόμενους, ύποπτους δηλαδή για τρομοκρατία, ώστε από την αξιολόγηση αυτών των στοιχείων και των δεδομένων να αποδεικνύεται στο δικαστήριο η ενοχή.
Είναι σαφές ότι όλοι οι κατηγορούμενοι, πλην του πέμπτου κατηγορούμενου, ο οποίος δεν είχε στο παρελθόν καμία (…), στοχοποιήθηκαν εξαιτίας προηγούμενης εμπλοκής τους για παρόμοια υπόθεση, για την οποία όμως έχουν αθωωθεί αμετακλήτως, γεγονός που κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου μας ο μάρτυρας. Αλλά όμως, είπε, δεν τον γνώριζε, παρόλο που ήταν ο ίδιος που μετείχε στην προηγούμενη υπόθεση, στην προηγούμενη επιχείρηση σύλληψής τους το 2017 και στη συνέχεια ήταν αυτός ο μάρτυρας κατηγορίας που κατέθεσε στο δικαστήριο που ακολούθησε.
Γι’ αυτό είναι βάσιμο (…) αυτή η παραδοχή, διότι τους αποδόθηκαν και πάλι ακριβώς οι ίδιες κατηγορίες, δηλαδή ένταξη στην τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C και διακεκριμένη διακίνηση όπλων. Και μάλιστα, ήταν τέτοιο το μένος των αρχών εναντίον τους, που τους αποδόθηκε ως χρόνος δράσης 1/1/2018 έως 19/3/2020, ενώ ήταν γνωστό ότι από 28/11/17 μέχρι 15/9/19 οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους, εκτός από τον πρώτο, την τρίτη, τον πέμπτο και τον εντέκατο, ήταν προσωρινά κρατούμενοι για την υπόθεση για την οποία αθωώθηκαν. Ενώ ο ενδέκατος, βέβαια, μόλις στις 27/12/ (…).
Προκύπτει επίσης και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι όλοι αυτοί οι κατηγορούμενοι, όλοι σχεδόν, τίθενται υπό διεθνή προστασία με σχετικά έγγραφα και για άλλους επίκειται η ένταξή τους σε αυτή. Ο πρώτος κατηγορούμενος είναι ήδη στη χώρα από το 1995, από 28/1. Ο δεύτερος, ο έβδομος, ο όγδοος, ο ένατος και ο δέκατος είναι από το 2017. Η τρίτη βρίσκεται επί 12 έτη στη χώρα, από το 2012. Ο τέταρτος από το 1998, δηλαδή 25 έτη. Ο πέμπτος από το 2012, 10 έτη. Ο έκτος 25 έτη, από το 1998. Εχουν μία πολυετή παρουσία στη χώρα, έχουν διαμονή και κατοικία γνωστή, δραστηριότητα γνωστή, έχουν επαγγελματική δραστηριότητα, δεν είναι ανεπάγγελτοι, έχουν εισόδημα, αφού δηλώνουν κατοικία, ζουν εντός της κοινωνίας, η επαγγελματική τους δραστηριότητα σχετίζεται με τη συγγραφή, με την εστίαση, με την ενασχόληση με διάφορα πολιτιστικά δρώμενα, και προέκυψε ότι μετέχουν σε δράσεις και δραστηριότητες υπέρ των συμπατριωτών τους προσφύγων, οι οποίοι διώκονται από τις τουρκικές αρχές, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, και επιχειρούν να γνωστοποιήσουν στη χώρα τις συνθήκες υπό τις οποίες ζουν οι λοιποί συμπατριώτες τους, στην πατρίδα τους.
Ειδικότερα για τον ένατο κατηγορούμενο προέκυψε ότι είναι ολλανδός πολίτης, έχει γεννηθεί στην Ολλανδία, είναι φοιτητής, είναι συγγενής του τέταρτου κατηγορουμένου, όπως επίσης συνδέεται με φιλική σχέση με τον δέκατο κατηγορούμενο, που επίσης διαμένει στην Ολλανδία από μικρή ηλικία -επίσης κι αυτός φοιτητής στο πανεπιστήμιο, έχουν προσκομιστεί τα σχετικά έγγραφα, η εγκυρότητα των οποίων δεν έχει αμφισβητηθεί ούτε μπορεί να αμφισβητηθεί- και θεωρώ ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι έφτασαν στη χώρα για διακοπές. Είναι γνωστό ότι οι νέοι πολίτες της ΕΕ ταξιδεύουν πολύ, ταξιδεύουν σε διάφορες εποχές του χρόνου και επειδή έγινε σχετική ερώτηση γιατί επέλεξαν να μην διαμείνουν σε ένα άλλο κατάλυμα, σε ένα ξενοδοχείο, να μισθώσουν κάποιον άλλο χώρο, είναι γνωστό και συμβαίνει πολύ συχνά να φιλοξενούνται σε φιλικά ή σε συγγενικά οικήματα. Αυτό και μόνο το γεγονός, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο ότι είναι μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης κι ότι ήρθαν στη χώρα εισάγοντας όπλα.
Οπως επίσης για τον ενδέκατο κατηγορούμενο προκύπτει ότι μόλις δύο μήνες πριν από τη σύλληψή του έφτασε στη χώρα. Και είναι απορίας άξιο γιατί, αφού είχε σκοπό να έχει δράση στην τρομοκρατική αυτή οργάνωση, δεν ενεπλάκη σε αυτή όσο ήταν στην Τουρκία, αλλά ανέμενε να έρθει μέσω γνωστών σε όλους κινδύνων στην Ελλάδα, από τα βόρεια σύνορα της χώρας, για να ενταχθεί στην οργάνωση DHKP-C στην Αθήνα.
Για τους λοιπούς κατηγορούμενους προκύπτει ότι αυτοί οι κατηγορούμενοι δεν ήρθανε στη χώρα για διακοπές, περιέγραψα πόσα έτη είναι εδώ. Εφτασαν εδώ γιατί εγκατέλειψαν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την καθημερινότητά τους, την πατρίδα τους, τις εργασίες τους, διότι διώκονται και έχει τεθεί σε κίνδυνο η ζωή τους, γιατί έχουν στοχοποιηθεί από το τουρκικό καθεστώς ως αντιφρονούντες. Και φυσικά δεν προέκυψε ότι κατέφυγαν στην Ελλάδα για να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές της δομές και για να τρομοκρατήσουν τους έλληνες πολίτες και να καταστρέψουν το Κοινοβούλιο, όπως επιχείρησε να μας καταθέσει με αξιοπιστία ο μάρτυρας. Η πλειοψηφία αυτών, όπως προέκυψε, είναι πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα.
Και αδιευκρίνιστος παρέμεινε και ο λόγος για τον οποίο (…) ο πρώτος κατηγορούμενος ως διευθύνων, εμφανιζόμενος ως αρχηγός, αν και κατά την μακρόχρονη παραμονή του στη χώρα δεν απασχόλησε ποτέ τις ελληνικές Αρχές. Προφανώς, οι Αρχές που οργάνωσαν και διερεύνησαν όλη αυτή την υπόθεση, θεώρησαν ότι ως μεγαλύτερος σε ηλικία, προφανώς ήταν και ο αρχηγός. Ηταν αυτό το πάρα πολύ αξιόπιστο κριτήριο για να του αποδώσουν την κατηγορία της διεύθυνσης της τρομοκρατικής οργάνωσης.
Σχετικά, τώρα, με τον οπλισμό που βρέθηκε, (…) αλλά και του εκτοξευτήρα ρουκετών και του ενός αντιαρματικού, προκύπτει ότι εφόσον λείπουν τα στοιχεία που συγκροτούν την αξιόποινη συμπεριφορά του άρθρου 187Α, η απλή και μόνο κατοχή, δεν αποτελεί σοβαρή διακινδύνευση για να θεωρηθεί τρομοκρατική πράξη, δηλαδή το κακούργημα που απαιτείται και περιγράφεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του νόμου 2168.
Επίσης, προέκυψε ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κατηγορούμενους, έχουν υποστεί βασανιστήρια και αυτό το δεδομένο δεν είναι προσχηματικό, αλλά είναι αληθές, διότι όπως προκύπτει από μία έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τον κατηγορούμενο (…) Χασάν, αναφέρει ότι ο άνθρωπος αυτός, ο κατηγορούμενος αυτός, είχε εκδηλώσει αντικαθεστωτική δράση και είχε υποστεί βασανιστήρια και ότι στη θέα ένστολων παρουσιάζει ταχυκαρδία και αλλάζει δρόμο. Παρουσιάζει διαταραχή μνήμης και συγκέντρωσης της προσοχής. Εχει διαταραχές από τραυματικό στρες, δεν μπορεί να έχουν προκληθεί από άλλη αιτία, παρά μόνο από βασανιστήρια, τα οποία χαρακτηρίζονται έτσι με βάση τη διεθνή σύμβαση, και περιγράφει επιλεκτικά τι έχει υποστεί, μεταξύ αυτών εικονική εκτέλεση και απομόνωση, και καταλήγει ότι δεν μπορεί να προκληθεί όλη αυτή εικόνα από άλλη αιτία πλην των βασανιστηρίων. Φυσικά δεν είναι δυνατόν, είναι σχεδόν αδύνατον, όλοι οι κατηγορούμενοι και οιοσδήποτε βρίσκεται στη θέση των κατηγορουμένων, να προσκομίσει και μία βεβαίωση ή μία πραγματογνωμοσύνη περί των βασανιστηρίων και της κακοποίησης που έχει υποστεί, για να αποδείξει αυτό το οποίο έχει συμβεί. Φυσικά, στα πλαίσια της πρώτης παρατήρησης, θα πρέπει οι Αρχές οι οποίες απέδωσαν αυτή την πράξη και αμφισβήτησαν αυτό τον ισχυρισμό περί βασανιστηρίων, να αποδείξουν και να προσκομίσουν στοιχεία ότι αυτά τα οποία ισχυρίζονται, δεν είναι αληθή. Επομένως, η παραδοχή ότι ήταν προσχηματικός αυτός ο ισχυρισμός, είναι εντελώς εσφαλμένη.
Επίσης, είναι απορίας άξιο κι εντυπωσιακό, εκτός του ότι μετά απ’ τη μακροχρόνια παραμονή τους στη χώρα τους αποδόθηκε η κατηγορία για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση για να καταστρέψουν τις δομές της χώρας, η ένταξη αυτή εμφανίζεται να έχει λάβει χώρα σ’ ένα εντελώς αόριστο κι απροσδιόριστο τόπο. Στην Ελλάδα καταδικάστηκαν, ότι οργανώθηκαν στην Ελλάδα, σε χώρες, λέει, του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου και αλλού. Δεν μας προσδιορίζει ποιες είναι αυτές οι χώρες του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου και ποιες είναι αυτές οι άλλες χώρες αλλού. Είναι εκτός Ευρώπης; Είναι σε άλλη ήπειρο; Είναι σε χώρες που ομαδοποιούνται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση; Είναι εντελώς αόριστη και ελλειμματική αυτή η παραδοχή.
Επίσης, μετά απ’ αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ποιες μπορεί να είναι οι τυχόν συνέπειες, αν κριθεί τελεσίδικα η εμπλοκή αυτών των κατηγορουμένων στην αξιόποινη αυτή συμπεριφορά. Είναι πλέον ή βέβαιο ότι οι τουρκικές Αρχές θα θεωρήσουν ότι στη χώρα βρίσκεται ο αρχηγός, ο διευθύνων και η τρομοκρατική οργάνωση DHKP-C. Και ότι μέλη αυτής βρίσκονται και δρουν στη χώρα. Πέραν του ότι η χώρα θα εκτεθεί διεθνώς, θα εκτεθεί και σε έναν μεγάλο κίνδυνο η ζωή τους και η σωματική τους ακεραιότητα, διότι θα αμφισβητηθεί η διεθνής προστασία. Είναι γνωστό ότι σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ο έχων διεθνή προστασία, αν κριθεί ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή εμπλακεί σε τρομοκρατικές ενέργειες, αμέσως επανεξετάζεται το καθεστώς αυτό και μπορεί να αφαιρεθεί. Θα τεθεί λοιπόν υπό αμφισβήτηση και επίσης είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα επιχειρηθεί από την πλευρά των τουρκικών Αρχών η επάνοδός τους στη χώρα, διότι θα επικαιροποιηθούν σίγουρα οι διωκτικοί τίτλοι που αφορούν τη δράση τους στη χώρα τους και έτσι θα είναι γνωστή ποια ήταν η κατάληξη και η τύχη αυτών των κατηγορουμένων, αφού ως γνωστόν στη χώρα αυτή δεν υφίσταται ούτε κατ’ ελάχιστον η έννοια του κράτους δικαίου, ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε στην αξία της ανθρώπινης ζωής, όπως επανειλημμένα έχει διαπιστωθεί και από τα Ηνωμένα Εθνη και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από άλλους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και από αποφάσεις σχετικές του Αρείου Πάγου.
Θα ήθελα, κλείνοντας, μία παρατήρηση, μία επισήμανση. Οτι οι αξιόποινες αυτές συμπεριφορές που αποδίδονται, οι τρομοκρατικές συμπεριφορές στα πλαίσια ένταξης, η διακεκριμένη διακίνηση οπλισμού, η προμήθεια άλλων οργανώσεων με σκοπό την τρομοκρατική δράση, αυτές λοιπόν οι τρομοκρατικές συμπεριφορές προσβάλλουν τον πυρήνα της κρατικής οντότητας, διότι έτσι μπορούν να απορρυθμίσουν τις κοινωνικές δομές, τη συνοχή. Οι δράστες αντιμετωπίζουν καταρχήν πολυετείς ποινές και πολυετείς καθείρξεις, αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό, γι’ αυτό θα πρέπει η συλλογή και η συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων να είναι προϊόν μιας ιδιαίτερα επιμελημένης έρευνας και όχι να γίνεται με εντυπωσιασμούς και για να εξυπηρετηθούν άλλοι σκοποί εξωθεσμικοί, που δεν συνάδουν με την πολιτιστική, κοινωνική και ευρωπαϊκή παιδεία της χώρας. Η πρόχειρη συλλογή στοιχείων και η υπερεκτίμηση άλλων γεγονότων και δεδομένων, δημιουργούν συμπεράσματα και οδηγούν σε παραδοχές, που τελικά αποδομούνται, αντί να ενισχύεται το αποδεικτικό στοιχείο και να ενισχύεται η εκδοχή της εμπλοκής, της ενοχής.
Επειδή δεν απεδείχθη…
Η δικαστική κρίση, όμως, είναι γνωστό ότι με τη νηφαλιότητα, τον ορθολογισμό, την αντικειμενικότητα και την ψυχραιμία που την διακρίνει, θα πρέπει να θέσει τα δεδομένα στις ορθές και στις κανονικές διαστάσεις. Εν κατακλείδι λοιπόν, μετά απ’ όλα αυτά, επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της τρομοκρατικής οργάνωσης, της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση, θα πρέπει να απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι δύο έως έντεκα.
Επειδή, επίσης, δεν απεδείχθη η κατηγορία της διεύθυνσης της τρομοκρατικής οργάνωσης, πρέπει να απαλλαγεί ο πρώτος κατηγορούμενος.
Επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της διακεκριμένης διακίνησης όπλων, εισαγωγής και συναρμολόγησης, πρέπει να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούμενοι.
Επιπλέον, επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της απλής κατοχής όπλων, του άρθρου 7 του νόμου 2168 του ’93, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της διακεκριμένης κατοχής του άρθρου 15 παράγραφος 1 του ιδίου νόμου, θα πρέπει να απαλλαγούν οι εκ των κατηγορουμένων δύο έως έντεκα.
Επίσης, επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της βίας κατά υπαλλήλων, θα πρέπει να απαλλαγούν οι κατηγορούμενοι τρία, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα και έντεκα.
Επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της νόθευσης εγγράφων από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, θα πρέπει να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούμενοι.
Επειδή δεν απεδείχθη η κατηγορία της παράνομης οπλοφορίας, θα πρέπει να απαλλαγεί ο δεύτερος κατηγορούμενος.
Και τέλος, θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος για απλή κατοχή όπλων, του άρθρου 7 του νόμου 2168 του 1993, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, από τη διακεκριμένη κατοχή του άρθρου 15 παράγραφος 1 του 1993.