Αρθρογράφος της διαδικτυακής έκδοσης του «Βήματος» μας θύμισε τι έλεγε ο Α. Σαμαράς, συνεντευξιαζόμενος στη διαδικτυακή τηλεόραση του Χατζηνικολάου, τέσσερις μέρες πριν τις τελευταίες εκλογές: «Εχουν γεμίσει οι μετανάστες τα νηπιαγωγεία και οι Ελληνες δεν μπορούν να μπουν στον παιδικό σταθμό. Αυτό τέρμα. Είναι ορισμένα πράγματα που κι εμένα με ενοχλούν όσο εσάς αλλά θα πρέπει να σταματήσουμε την καραμέλα ότι είναι ρατσισμός».
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι δε θυμόμασταν τη συγκεκριμένη αναφορά, μολονότι θυμόμαστε πολύ καλά πως το αντιμεταναστευτικό μένος, με πινελιές ρατσιστικής υστερίας, ήταν πολύ ψηλά στην προεκλογική ατζέντα της ΝΔ. Κατόπιν τούτου μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα: σε τι διαφέρει ο Σαμαράς από τον Παναγιώταρο; Επί της αρχής και ως προς τον τελικό σκοπό, σε τίποτα (ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Σαμαράς, η βιαιότητα του λόγου, παραπέμπουν σε άνθρωπο ποτισμένο μέχρι το μεδούλι με το ρατσιστικό μίσος). Διαφέρουν μόνο στην τακτική. Ο Σαμαράς θέλει να χρησιμοποιήσει το κράτος για να κάνει αυτά που ο Παναγιώταρος θέλει να κάνει με τα νεοναζιστικά τάγματα εφόδου. Ομως, αν τα κάνει το κράτος, οι νεοναζί δε θα έχουν κανένα πρόβλημα. Θα πανηγυρίσουν για την έμπρακτη επιβεβαίωση της πολιτικής τους.
Υπό το φως της παραπάνω δήλωσης Σαμαρά μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο υπουργός Εσωτερικών Ευρ. Στυλιανίδης έσπευσε να στείλει φιρμάνι σε όλες τις περιφέρειες, ζητώντας να του στείλουν στατιστικές για τα μεταναστόπουλα που φιλοξενούνται στους παιδικούς σταθμούς. Η ερώτηση Παναγιώταρου ήταν απλώς η αφορμή για την προώθηση της ρατσιστικής πολιτικής που είναι κοινή σε ΝΔ και νεοναζί. Μπορεί να ψιλομαζεύτηκε, μετά το ντόρο που ξέσπασε, αυτό όμως δεν σημαίνει πως άλλαξε απόψεις. Οι νεοναζί είναι απλώς η «μπρουτάλ» εκδοχή της επίσημης πολιτικής.