Ελάτε, μαζευτείτε εδώ να σας πω μια ιστορία, να γελάσουμε και να κλάψουμε μαζί. Αντιγράφω από εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας στη Θεσσαλονίκη: «Σε έλεγχο της τροχαίας, είχα καμένη λάμπα και συγκεκριμένα την αριστερή, που σημαίνει ότι τη νύχτα ο απέναντι μπορεί να με περάσει για μηχανάκι και να ανοιχτεί για προσπέραση και να με κοπανήσει. Ο αστυνομικός μου το επισήμανε αλλά δεν μου έκοψε κλήση, γιατί πήρα το γνωστό μισοκακόμοιρο ύφος και με λυπήθηκε. Φυσικά, ακόμη κυκλοφορώ με καμένη λάμπα, ξέροντας ότι το μισοκακόμοιρο ύφος πιάνει πάντα στην Ελλάδα». Υπογραφή: Βάγια Ματζάρογλου, εφημερίδα Αγγελιοφόρος.
Την ώρα που ο απόηχος από το πρόσφατο δυστύχημα στον Μαλιακό δεν έχει κοπάσει, την ώρα που ο Πέτρος Γιώτης στο προηγούμενο φύλλο ανέλυσε βαθιά και διεξοδικά το φόντο αυτής της ιστορίας, την ώρα που πολλαπλασιάζονται οι τύμβοι και τα κενοτάφια στα στοιχειωμένα χιλιόμετρα κάθε εθνικής καρμανιόλας, η κυρία Ματζάρογλου μας προτρέπει να γίνουμε εν δυνάμει δολοφόνοι, κυκλοφορώντας ως χάροι στους δρόμους. Ο γραικυλισμός σε όλο του το μεγαλείο, υψώνει δημόσιο λόγο και μας φέρνει τις κάμερες, την αστυνόμευση και τη γενίκευση του τσουβαλιάσματος.
Εγώ όμως δεν γουστάρω τις κάμερες που εξ αιτίας αυτής της νοοτροπίας των νεογραικύλων έρχονται. Και πολύ περισσότερο δεν γουστάρω τον γραικυλισμό, και «το μισοκακόμοιρο ύφος που πιάνει πάντα στην Ελλάδα». Δεν γουστάρω όλους αυτούς που αντί να χρησιμοποιήσουν το δημόσιο βήμα για την καλλιέργεια ήθους, την ενημέρωση και την ανατροπή του κακού που επελαύνει καλπάζοντας, αυτοί χαριεντίζονται, σαλιαρίζουν κι αραδιάζουν τις ευτελείς ανησυχίες κι ενασχολήσεις τους στα μούτρα και τα μυαλά του κοινωνικού σώματος με τη φιλοδοξία να βρουν μιμητές κι αντιγραφείς. Για να λάβει μέγεθος και επιβεβαίωση η ταπεινότητά τους. Η εν λόγω αρθρογράφος είναι εκ των βασικών της εφημερίδας και οι γραπτές ενασχολήσεις της έχουν να κάνουν με το lifestyle, την τηλεόραση και τους εξυπνακισμούς, «αυτά που θέλει ο κόσμος» όπως δικαιολογούνται όλα τα μέλη αυτού του συρφετού της κοινωνικής χειραγώγησης. Που με την ίδια ευκολία γράφουν για το στριγκάκι της Κακομοίρας, λίγες αράδες πριν αναφερθούν στον «ηρωικό» Τσε, αφού πρώτα σχολιάσουν τα μακαρόνια του σεφ του τάδε εστιατορίου (που τα χώνει), σε συνδυασμό με τις ιρακινές εκατόμβες για να συμπληρώσουν τις επ’ αμοιβή λέξεις τους.
Ομως να που τώρα μία εξ αυτών υπερέβη εαυτόν. Φανερά εκνευρισμένος, πήρα το άρθρο ανά χείρας και απευθύνθηκα σε εισαγγελέα. Μου είπε να υποβάλω καταγγελία. Του είπα ότι εισαγγελείς και Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο ζητούν από τα κανάλια κασέτες εκπομπών για να δουν πώς χειρίζονται τα διάφορα ζητήματα και αν υπάρχουν ευθύνες (αν τα κανάλια καλλιεργούν τον χουλιγκανισμό, με ποιον τρόπο κάλυψαν το θέμα της επίθεσης των ελληναράδων στους αλβανούς κλπ). Κι εγώ σας απαλλάσσω από τον κόπο να ψάχνετε, φέρνοντάς σας εδώ ένα άρθρο που απαιτεί τουλάχιστον την επέμβαση και ερώτησή σας, αν όχι τον καταλογισμό ευθυνών. Προσέκρουσα σ’ έναν παγερό τοίχο (φυσικά δεν έτρεφα ελπίδες για κάτι άλλο, ούτε πήγα μ’ αυτή τη φιλοδοξία εκεί. Πήγα παραβαίνοντας αρχές μου, γιατί αυτό που ένιωσα ήταν κάτι περισσότερο από οργή).
Είμαι ένοχος εγώ (αυτό το εγώ, ευτυχώς, περικλείει πολλούς) γιατί μοιράζω προκηρύξεις που υπερασπίζονται τους πολιτικούς κρατούμενους. Είμαι ένοχος γιατί καταγγέλλω την πάντα απρόσωπη κρατική ανευθυνότητα. Είμαι ένοχος γιατί στηλιτεύω την ιδιωτική μη-πρωτοβουλία και την οσφυοκαμψία. Είμαι ένοχος γιατί θαρρετά και ΕΠΩΝΥΜΩΣ αντιστέκομαι στον ολοκληρωτισμό της αφασίας και του στημένου, πληρώνοντας διαρκώς το υψηλό κόστος τέτοιων επιλογών. Είμαι ένοχος κι ας μην κάνω τίποτε που να αντιβαίνει τους ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ νόμους. Είμαι ένοχος γιατί αποτελώ εύκολο στόχο όπως κι όλοι οι σύντροφοι-έρμαια στα χέρια των κατευθυνόμενων λύκων. Είμαι ένοχος γιατί πράττω τα αυτονόητα, λειτουργώντας ως ενεργός πολίτης απέναντι σε μια κοινωνία που την έχει καταπιεί η τηλεθέαση, η αγωνία για ατομικό βόλεμα, η αυταπάτη της εκπροσώπησης, η άκρα του τάφου σιωπή, η αφασία κι ο ραγιαδισμός. Είμαι ένοχος (και γραφικός) γιατί παλεύω για ξεπερασμένες αξίες (ήθος, αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα κλπ). Κι όλοι τούτοι είναι αθώοι! Να τον χαίρεστε τον κόσμο σας βρε, αν και όσο είμαστε όρθιοι, μην είστε και τόσο σίγουροι για το μέγεθος και την ανεμελιά της χαράς…
Θοδωρής Μπακάλης