Και μόνο η εικόνα του Τύπου την επαύριο της απόφασης για τη δεύτερη υπόθεση του ΕΛΑ (βλέπε στις διπλανές στήλες) αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτή η απόφαση ιστορικού χαρακτήρα. Μέσα σε μια μέρα έγιναν σκόνη όλα τα τρομολαγνικά που συνόδευσαν τους Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Κανά και Αθανασάκη από τη στιγμή της σύλληψής τους. Το συγκεκριμένο δικαστήριο αποφάσισε (έστω και κατά πλειοψηφία), ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι αυτό που υποστηρίζουν οι ίδιοι και όχι αυτό που ήθελαν ο Χρυσοχοΐδης, ο Διώτης, ο Νασιάκος και ο Σύρος: Ο Τσιγαρίδας υπήρξε μέλος του ΕΛΑ μέχρι το 1990 και οι υπόλοιποι τρεις δεν έχουν καμιά σχέση με την οργάνωση και συνακόλουθα μ’ αυτά που τους κατηγορούν.
Και η εικόνα στον Τύπο άλλαξε αμέσως. Οχι μόνο σε εφημερίδες που κράτησαν από την αρχή επιφυλάξεις (ορισμένες το πήγαν και παραπέρα, χάρη στη δουλειά που έκαναν οι συντάκτες τους), αλλά και στις βρομοφυλλάδες που λειτούργησαν σαν ντελάληδες της «αντιτρομοκρατίας». Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι δεξιές φυλλάδες δεν έκαναν ούτε έναν τόσο δα υπαινιγμό σε βάρος των δικαστών που πήραν τη συγκεκριμένη απόφαση, ενώ κάποιες απ’ αυτές («Απογευματινή» κυρίως και δευτερευόντως «Χώρα») την έπεσαν στα ίσια στο «αντιτρομοκρατικό» επιτελείο μιλώντας για φιάσκο και κονδύλια που ροκανίστηκαν και απαιτώντας από τον Βουλγαράκη «κάθαρση». Ενας μηχανισμός που είχε τοποθετηθεί σε εθνικό βάθρο και θεωρούνταν υπεράνω κριτικής και κομματικής αντιπαράθεσης, σπαράσσεται πλέον εσωτερικά και ίσως δούμε στο επόμενο χρονικό διάστημα να βγαίνουν και άλλα στη φόρα (ήταν πολλά τα λεφτά, βλέπετε…).
Κατά τη δική μας εκτίμηση, η απόφαση αυτή είναι ιστορικής σημασίας, γιατί είναι η πρώτη φορά στη μετά τον τρομονόμο εποχή που ένα ειδικό δικαστήριο-τρομοδικείο λέει «όχι». Για την ακρίβεια, δυο δικαστές είπαν «όχι» και έχει σημασία να το τονίσουμε αυτό. Δεν είχαμε κανένα θρίαμβο της αστικής Δικαιοσύνης. Είχαμε δυο δικαστές που δεν δέχτηκαν να κλείσουν τα μάτια τους μπροστά στα όσα τερατώδη είδαν να ξετυλίγονται μπροστά τους. Προστάτεψαν την προσωπική τους αξιοπρέπεια, λειτουργώντας απολύτως μέσα στα όρια του συστήματος.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί οι ίδιοι δικαστές, στην έναρξη της δίκης, απέρριψαν την ένσταση για το «πολιτικό έγκλημα», συντασσόμενοι με την υπερσυντηρητική νομολογία που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα. Στο ζήτημα αυτό δεν μπόρεσαν να βγουν έξω από το κυρίαρχο σκηνικό, να δημιουργήσουν μια νομολογιακή τομή. Να αποτίσουν φόρο τιμής στην Ιστορία, αποδεχόμενοι ότι υπάρχει πολιτικό αδίκημα και πρέπει -σύμφωνα με το Σύνταγμα- να δικάζεται από Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια (και να υπόκειται φυσικά σε πολιτική λύση, αμνηστεία, όπως προβλέπει το Σύνταγμα). Οι πλάτες τους δεν σήκωναν αυτό το βάρος και υποτάχτηκαν σε κείνη την κατασταλτική κατεύθυνση, που έχει καταστήσει νεκρό γράμμα την ίδια τη συνταγματική επιταγή. Αν αποφάσιζαν διαφορετικά, και πάλι μέσα στα όρια του συστήματος θα ήταν, θα έρχονταν όμως σε πλήρη ρήξη με το κυρίαρχο ρεύμα. Θα έπαιρναν μια απόφαση ευθέως πολιτική, εκ των πραγμάτων.
Οι ίδιοι δικαστές, πάλι στην αρχή της δίκης, απέρριψαν το αίτημα για αναβολή μέχρι να τελεσιδικήσει η προηγούμενη απόφαση, που υποβλήθηκε από την Αθανασάκη και υποστηρίχτηκε και από άλλους κατηγορούμενους. Η απόφαση αυτή δικονομικά δεν ήταν ορθή. Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, όμως, υπό το φως της απόφασης που πάρθηκε, και επειδή θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η απόφασή τους δεν ήταν στημένη. Ηταν αποτέλεσμα της διάθεσής τους να σταθούν αντικειμενικά μπροστά στο υλικό της δίκης. Οι καρτηγορούμενοι, όμως, οι συνήγοροί τους και το κίνημα αλληλεγγύης ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλουν και να στηρίξουν το αίτημα της αναβολής, γιατί η προηγούμενη πείρα αυτών των δικών κάθε άλλο παρά καθησυχαστική ήταν.
Από εκεί και πέρα, και οι τρεις δικαστές τήρησαν τη δικονομική τάξη. Σεβάστηκαν το ισχύον δίκαιο κατά τη διεξαγωγή της δίκης. Δέχτηκαν σχεδόν όλα τα αιτήματα των κατηγορούμενων για κλήσεις μαρτύρων και κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις. Δέχτηκαν όλα τα αιτήματα που είχε απορρίψει το πρώτο δικαστήριο και μάλιστα η πρόεδρός του Ελ Μπρίλλη το διατυμπάνιζε κιόλας, στο όνομα της επίσπευσης της δίκης ελέω Ολυμπιακών Αγώνων. Οπως φάνηκε εκ των υστέρων, ένα-δυο αιτήματα που απορρίφθηκαν από το δεύτερο δικαστήριο απορρίφθηκαν γιατί η υπόθεση ήταν πλέον καθαρή. Δεν χρειάζονταν άλλους μάρτυρες οι δικαστές.
Και φτάσαμε στην απόφαση, η οποία πρέπει να αναλυθεί σε όλα τα στοιχεία της, για να φανεί καλύτερα η σημαντικότητά της.
1. Η αθώωση του Μιχάλη Κασίμη ήταν δεδομένη από την αρχή της δίκης. Οταν ο Κασίμης ζήτησε από το δικαστήριο να βρεθεί μια λύση, για να μπορεί να πηγαίνει στη δουλειά του και να μην εξοντωθεί οικονομικά, ο ίδιος ο πρόεδρος του είπε ότι μπορεί να λείπει και να εκπροσωπείται από δικηγόρο. Αυτό δεν προβλέπεται για κατηγορούμενους σε βαθμό κακουργήματος, όμως η περίπτωση Κασίμη ήταν ένα από τα «τρελά» αυτής της δίκης και οι δικαστές έκλεισαν αναγκαστικά τα μάτια σ’ αυτή την παρατυπία. Διότι το βούλευμα για τη δεύτερη παραπομπή βγήκε διαρκούσης της πρώτης δίκης (για να δείξουν καλό πρόσωπο στους Αμερικάνους) και επειδή είναι βούλευμα με βάση τον τρομονόμο είναι αμετάκλητο. Ετσι, ο Κασίμης, που λίγο μετά την έκδοση του βουλεύματος αθωώθηκε ομόφωνα (δηλαδή τελεσίδικα) βρέθηκε και πάλι κατηγορούμενος, χωρίς στην ουσία να είναι. Τύποις κατηγορούμενος, ουσία αθωωμένος.
2. Η αθώωση του Γιάννη Σερίφη έγινε δεδομένη από την πρώτη μέρα της κατάθεσης Κορωναίου. Ο τρόπος που τον αντιμετώπισαν οι δικαστές δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες. Για μας η αθώωση Σερίφη ήταν δεδομένη πριν την έναρξη της δίκης. Υπήρχαν δυο στοιχεία. Το πρώτο ήταν το συνεχές και επίμονο «άδειασμα» του Κορωναίου από την ίδια την Αντιτρομοκρατική (για τους δικούς της λόγους, που τους έχουμε εξηγήσει). Το δεύτερο στοιχείο ήταν ο ίδιος ο Κορωναίος, που δεν ήταν πια άγνωστο πρόσωπο. Είχε καταθέσει στην πρώτη δίκη (στην οποία εκδικάστηκε η υπόθεση του Περισσού για τους άλλους κατηγορούμενους) και είχε φανεί καθαρά πως πρόκειται για εμφανώς διαταραγμένη προσωπικότητα, για ένα λούμπεν ακροδεξιό στοιχείο που νόμισε ότι μπορεί να κονομήσει τίποτα φράγκα.
Δυστυχώς, κάποιοι άλλοι έκριναν διαφορετικά. Θεώρησαν πως αυτή η δίκη γίνεται μόνο ή κυρίως για τον Σερίφη («οι άλλοι είναι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένοι», έλεγαν) και προχώρησαν σε χωριστές καμπάνιες αλληλεγγύης. Αυτά, όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν στο κίνημα, όμως για να γίνει η όποια συζήτηση απαιτούνται τουλάχιστον δυο συνομιλητές, αλλά διάθεση από την «άλλη πλευρά» δεν βλέπουμε να υπάρχει.
3. Ολη η δίκη, λοιπόν, εστιάστηκε στους τέσσερις που είχαν καταδικαστεί στην προηγούμενη. Η υπεράσπιση Τσιγαρίδα και Αθανασάκη (το αίτημα υποστήριξε και η υπεράσπιση Κασίμη) ξεκαθάρισε από την αρχή πως δεν μπορεί να γίνει δίκη για τη «συμμετοχή», διότι τέτοια κατηγορία δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και αρνήθηκε να μπει στη διαδικασία εξέτασης των μαρτύρων που αφορούσαν τη «συμμετοχή», αν και ορισμένες φορές εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να… παρασπονδήσει. Ο Αγαπίου (που υπερασπιζόταν μόνος τον εαυτό του) υποστήριξε αυτό το αίτημα, αλλά όταν απορρίφτηκε έκανε σαφές πως θα συμμετάσχει στη σχετική διαδικασία. Αντίθετα, η υπεράσπιση Κανά υποστήριξε πως πρέπει να ξαναγίνει η δίκη για τη «συμμετοχή», έστω και αν δεν υπήρχε η σχετική κατηγορία.
Εκ των πραγμάτων, φαίνεται να δικαιώνεται η τελευταία άποψη. Δεν είναι, όμως, έτσι. Νομικά και πολιτικά σωστή ήταν η πρώτη άποψη. Δεν μπορεί κανείς να τζογάρει μ’ αυτά τα πράγματα. Να λέει δηλαδή ότι θέλει να ξαναδικαστεί άτυπα μια υπόθεση για την οποία δεν υπάρχει κατηγορία, ποντάροντας -όπως έκανε ο Κούγιας- στους συγκεκριμένους δικαστές. Ο Κούγιας, άλλωστε, το ίδιο «γλείψιμο» έκανε και στους δικαστές του προηγούμενου δικαστήριου. Αυτή είναι πάγια τακτική αυτού του τύπου των ποινικολόγων.
Το δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τη «συμμετοχή», με το σκεπτικό ότι στο βούλευμα αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις συγκεκριμένες εκρήξεις ως μέλη του ΕΛΑ. Ηξεραν πολύ καλά οι δικαστές, ότι από τους αυτόπτες μάρτυρες των εκρήξεων δεν υπήρχε περίπτωση να μάθουν τίποτα για οποιονδήποτε από τους τέσσερις κατηγορούμενους, οπότε το μόνο που μπορούσαν να διερευνήσουν ήταν η έμμεση σχέση τους με τις εκρήξεις (μέσω της συμμετοχής στον ΕΛΑ).
Τα γεγονότα είναι γνωστά στους αναγνώστες της «Κ» από το λεπτομερειακό ρεπορτάζ που δημοσιεύσαμε για καθεμιά από τις 64 συνεδριάσεις του δικαστήριου. Οι δυο δικαστές που πήραν την αθωωτική απόφαση, οι εφέτες Μαρία Χυτήρογλου και Λεωνίδας Ντούλης, σήκωσαν το βάρος της εξέτασης των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Υπήρξαν εξονυχιστικοί στην εξέτασή τους, ξεκινώντας από την Κυριακίδου και φτάνοντας στον Αμοιρίδη. Δεν «κατάπιαν» κανένα από τα τερατώδη που έλεγαν αυτοί οι κατασκευασμένοι μάρτυρες και μέσα από τις ερωτήσεις τους έδειχναν καθαρά πως αμφισβητούν την ειλικρίνειά τους. Αρκετές φορές έλεγαν μεγαλόφωνα τις σκέψεις τους και απαξίωναν αυτούς τους μάρτυρες. Αντίθετα, ο πρόεδρος Ιωάννης Τέντες, πάντοτε ευγενής και χαμηλών τόνων, προσπαθούσε με μαεστρία να προστατεύσει τους μάρτυρες αυτούς, δεν επέμενε όμως και ιδιαίτερα, γιατί σίγουρα δεν είναι περίπτωση Μπρίλλη. Αλλωστε, όπως είπαμε, και αυτός υπήρξε δικονομικά άψογος και δεν διαφώνησε στα αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους κατηγορούμενους. Χάρη στην ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων, που είχαν απορριφθεί από το δικαστήριο της Μπρίλλη, αποκαλύφτηκε η ανύπαρκτη σχέση Κυριακίδου – Τόγκα και η υπαρκτή και επιμελώς κρυπτόμενη σχέση της Κυριακίδου με τον αξιωματικό της Αντιτρομοκρατικής Αμοιρίδη.
Καθώς η δίκη πλησίαζε στο τέλος της, ένα ερώτημα κυριαρχούσε: θα δεχτούν τις ψευδομαρτυρίες της Κυριακίδου και της Τόγκα και στη συνέχεια θα εφαρμόσουν τη συλλογική ευθύνη ή θα πουν «όχι»; Το ερώτημα έμπαινε μόνο για τους δύο δικαστές, γιατί ο πρόεδρος είχε κάνει σαφή την πρόθεσή του να ψηφίσει υπέρ της «ψυχικής συνδρομής», επαναλαμβάνοντας την απόφαση του προηγούμενου δικαστήριου. Φρόντιζε, μάλιστα, με νομικίστικα επιχειρήματα και δικολαβισμούς, να πείσει ότι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη ναζιστική αρχή της «συλλογικής ευθύνης» (δυστυχώς, η μόρφωση, που αναμφισβήτητα διαθέτει ο κ. Τέντες, πάει περίπατο όταν πρέπει να υπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες).
Η απάντηση που δινόταν σ’ αυτό το ερώτημα ήταν αρνητική, κυρίως εξαιτίας της εμπειρίας των προηγούμενων δικαστηρίων. Οπως ήδη γνωρίζουν οι αναγνώστες μας, από τις στήλες της «Κ» ουδέποτε υπήρξαμε κατηγορηματικοί σ’ αυτό. Πάντα αφήναμε ανοιχτό ένα «παράθυρο» σε αθωωτική απόφαση. Γιατί; Γιατί είχαμε θέσει στον εαυτό μας ένα απλό ερώτημα: αν οι συγκεκριμένοι δικαστές είχαν εκ των προτέρων αποφασίσει να συμβιβαστούν και να προσυπογράψουν μια «προκάτ» καταδικαστική απόφαση, τότε γιατί να είναι τόσο εξονυχιστικοί στην εξέταση των μαρτύρων, τόσο απαξιωτικοί όταν τους έλεγαν τις χοντράδες τους; Γιατί να «εκτεθούν» τόσο πολύ; Θα μπορούσαν να είναι πιο προσεκτικοί, δεδομένου ότι -όπως έγινε φανερό- ήταν πρόσωπα έξυπνα και μορφωμένα νομικά (καμιά σχέση με το δίδυμο Μπρίλλη-Φράγκου της προηγούμενης δίκης). Παρά ταύτα, στην αθωωτική εκδοχή δίναμε τις λιγότερες πιθανότητες. Οσο για μια τόσο καθαρή αθωωτική εκδοχή -πρέπει να είμαστε ειλικρινείς- δεν δίναμε καμιά πιθανότητα. Γιατί ξέρουμε πολύ καλά πόσο μεγάλες είναι οι πιέσεις που ασκούνται, άμεσα ή έμμεσα.
Οι δυο δικαστές μας διέψευσαν. Πήραν μια απόφαση καθαρή (πιο καθαρή δεν γινόταν), τηρώντας τις ισορροπίες εκεί που έπρεπε να τις τηρήσουν.
Καταρχάς, είναι πολύ σημαντικός ο διαχωρισμός του Τσιγαρίδα από τους άλλους τρεις κατηγορούμενους. Ετσι όπως εκφωνήθηκε η απόφαση (μάλιστα ήταν η εφέτης Χυτήρογλου που επέμενε να διαβαστούν όλα τα σημεία της από τον πρόεδρο, που προς στιγμήν έδειξε διάθεση να διαβάσει μόνο το αθωωτικό διατακτικό), φαινομενικά μόνο η πλειοψηφία δεν παίρνει θέση για το αδίκημα της «συμμετοχής». Ουσιαστικά παίρνει θέση, γιατί στηρίζεται στην προηγούμενη (παρεμπίπτουσα) απόφαση του δικαστήριου, ότι θα εξετάσει τη συμμετοχή. Οταν, λοιπόν, η πλειοψηφία λέει, ότι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ενοχής (προσέξτε: λέει δεν προέκυψε και όχι ότι έχει αμφιβολίες), εννοεί ότι δεν προέκυψε τίποτα και για τη συμμετοχή, την οποία έχει εξετάσει. Αυτή τη σκέψη τη στηρίζει ακόμα περισσότερο κάνοντας το διαχωρισμό του Τσιγαρίδα. Αν ήθελε το ζήτημα να μείνει φλου και η απόφαση να αφορά μόνο τις συγκεκριμένες 8 εκρήξεις, δεν θα έκανε το διαχωρισμό Τσιγαρίδα και «τριών», αλλά θα τους ανέφερε όλους μαζί, αφού ως προς τις εκρήξεις η ανυπαρξία στοιχείων ήταν κοινή για όλους.
Τη συλλογική ευθύνη η πλειοψηφία την εξέτασε μόνο ως προς τον Τσιγαρίδα και όχι ως προς τους υπόλοιπους. Με μοναδικό στοιχείο την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη συμμετοχή του. Ως προς τους άλλους δεν ασχολήθηκε καθόλου μ’ αυτό το ζήτημα, δεχόμενη προφανώς ότι δεν έχει καμιά σημασία να ασχοληθεί, διότι δεν προέκυψε οποιαδήποτε σχέση τους με τον ΕΛΑ. Δηλαδή, η Κυριακίδου, η Τόγκα, η Σιώζου, ο Βεντούρης θεωρήθηκαν από τους δύο δικαστές μάρτυρες αναξιόπιστοι. Γι’ αυτό και η κρίση τους δεν στηρίζεται στο νομικό κανόνα in dubio pro reo (οι αμφιβολίες υπέρ του κατηγορούμενου), αλλά είναι καθαρή: δεν προέκυψε. Τόσο δυνατό χαστούκι είχαν πολλά χρόνια να δεχτούν οι διωκτικοί μηχανισμοί, οι αρχιτέκτονες των σκευωριών. Και βέβαια, δεν το περίμεναν σίγουρα τώρα, σε μια περίοδο που έδειχναν ότι είναι οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού, έχοντας τις πλάτες των Αμερικάνων. Από ποινική άποψη θα μπορούσαν οι δικαστές να πουν «αμφιβολίες» και να αθωώσουν και πάλι. Δεν το έκαναν. Προτίμησαν να είναι απολύτως εντάξει με τη συνείδησή τους. Να μη κάνουν το συγκεκριμένο συμβιβασμό, που άλλοι δικαστές στη θέση τους δεν θα θεωρούσαν και τόσο ντροπιαστικό. Επέλεξαν να στείλουν τους τρεις αυτούς ανθρώπους στο εφετείο με μια πεντακάθαρη απόφαση, στηρίζοντας έτσι τον αγώνα που δίνουν για την τελική αθώωσή τους.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτή η απόφαση ήθελε θάρρος, ιδιαίτερο θάρρος, και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στους συγκεκριμένους δικαστές. Ηθελε το ίδιο, αν όχι περισσότερο, θάρρος που επέδειξαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης ότανψήφιζαν υπέρ της αθώωσης του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, που επέδειξε ο Σαρτζετάκης όταν προχώρησε την έρευνα για την ανακάλυψη των δολοφόνων του Λαμπράκη.
Και τί είπε για τον Τσιγαρίδα η πλειοψηφία; Οτι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο συνέργειάς του, υλικής ή ψυχικής, στις συγκεκριμένες ενέργειες του ΕΛΑ, του οποίου υπήρξε μέλος. Η συλλογική ευθύνη δέχτηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα, αν θυμηθούμε ποια ήταν η στάση του Τσιγαρίδα στο δικαστήριο: «Δεν θα σας πω αν συμμετείχα σε ενέργειες και ποιες. Εσείς έχετε υποχρέωση να αποδείξετε ότι συμμετείχα». Αφού, λοιπόν, στοιχεία δεν υπήρξαν, οι δικαστές τον αθώωσαν, πετώντας στα σκουπίδια το σόφισμα της «ψυχικής συνδρομής». Διότι στο ισχύον δίκαιο ακόμα και η ασαφής έννοια της ψυχικής συνδρομής πρέπει να έχει ένα υλικό περιεχόμενο. Δεν μπορεί να πάρει το χαρακτήρα του «είσαι μέλος, άρα ευθύνεσαι για όλα». Οι δυο δικαστές της πλειοψηφίας στάθηκαν στο ύψος τους και ως προς αυτό, χωρίς να βγουν έξω από τα όρια του ισχύοντος δικαίου.
Η απόφαση αυτή πιστώνεται σε όσους αγωνίστηκαν υπερασπιζόμενοι ο καθένας το δίκιο του. Στους κατηγορούμενους, στους συνηγόρους τους, στο κίνημα αλληλεγγύης. Πρέπει, όμως, ιδιαίτερα να σταθούμε στο σκέλος του διαχωρισμού του Χρ. Τσιγαρίδα από τους συγκατηγορούμενούς του και σ’ αυτό της συλλογικής ευθύνης. Ο Τσιγαρίδας, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ, όχι μόνο υπερασπίστηκε την οργάνωσή του και την προσωπική του αγωνιστική διαδρομή, έτσι όπως του επίτασε η επαναστατική του συνείδηση, αλλά με την εν γένει στάση του και τις παρεμβάσεις του βοήθησε σημαντικά να αποδειχτεί η αθωότητα των συγκατηγορουμένων του. Επίσης, ήταν αυτός που έθεσε με έμφαση το ζήτημα της συλλογικής ευθύνης, αναδεικνύοντας την ευρύτερη διάστασή του, που αφορά συνολικά τα αγωνιζόμενα κινήματα, και το πάλεψε σε κάθε δημόσια παρέμβασή του (συνεντεύξεις, ομιλίες) και στη δίκη, μολονότι από τους γνωστούς «καλοθελητές» δεχόταν πυρά, ότι δήθεν μιλώντας για τη συλλογική ευθύνη δέχεται την ενοχή των συγκατηγορούμενών του για τη «συμμετοχή». Μεγάλη συνεισφορά είχαν, επίσης, εκείνοι οι συνήγοροι που στάθηκαν σ’ αυτό το θέμα, έστω και αν δεν αφορούσε τους εντολείς τους: η Δαλιάνη, ο Κωνσταντάκης, η Ζορμπαλά, ο Βαρουτσής, η Βαγιανού, η Κούρτοβικ, ο Φυτράκης. Καθένας και καθεμιά είχε τη δική του, μεγάλη ή μικρή, συμβολή στο «ξετίναγμα» της ναζιστικής αρχής.
Και βέβαια, δεν πρέπει να παραλείψουμε τη συμβολή των Κινήσεων Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους. Παρ’ όλα τα αδρανειακά φαινόμενα που υπήρξαν, ανέδειξαν και πάλεψαν δυνατά αυτό το ζήτημα.