Ας ξεκαθαρίσουμε τα επιφαινόμενα για να πάμε στην ουσία. Ο Πολύδωρας είναι γραφικός αλλά όχι ανόητος. Αυτό το γραφικό στυλάκι το δουλεύει χρόνια και μ’ αυτό πορεύεται. Χρόνια έκρυβε τον παλιό ΕΚΟΦίτη, γιατί αυτό τον βόλευε. Από τη στιγμή που βρέθηκε στο υπουργείο Μπάτσων και Καταστολής έβγαλε τον παλιό του εαυτό, γιατί και πάλι τον βολεύει. Χιλιάδες οι μπάτσοι ψηφοφόροι στη Β’ Αθήνας, εκατοντάδες χιλιάδες οι παραδοσιακοί δεξιοί που θέλουν «τάξη και ασφάλεια». Γιατί να μην παίξει στο προνομιακό γι’ αυτόν πεδίο;
Εκεί τελειώνει ο Πολύδωρας ως άτομο και αρχίζει ο Πολύδωρας ως πολιτικός που καλείται να διεκπεραιώσει στον τομέα του μια συγκεκριμένη πολιτική. Αυτή η πολιτική στο δικό του τομέα ονομάζεται δόγμα μηδενικής ανοχής. Και διεκπεραιώνεται σήμερα μέσα από την προσπάθεια κοινωνικής απομόνωσης ενός κοινωνικοπολιτικού χώρου. Του χώρου της «άγριας νεολαίας», που αναφέρεται στις αναρχικές ιδέες, φαινόμενο ενδημικό σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, που το γεννά η θεσμική βία, φυσική και συμβολική, η βαρβαρότητα, τα αδιέξοδα, η αλλοτρίωση, όλες οι αγιάτρευτες αρρώστιες του σύγχρονου καπιταλισμού. Απομονώνοντας αυτό το κοινωνικό ρεύμα και εφαρμόζοντας πάνω του το δόγμα της μηδενικής ανοχής, το κράτος στοχοποιεί στην ουσία ολόκληρη την κοινωνία. Τη φοβίζει, την περιθωριοποιεί, τη στριμώχνει στα κελιά της νόμιμης δράσης, της μη βίας, της μη αντίστασης.
Ο Πολύδωρας προωθεί αυτή την τακτική με το δικό του τρόπο, όπως άλλοι προκάτοχοί του την προώθησαν με το δικό τους. Η ουσία, όμως, παραμένει η ίδια. Και την ουσία την είδαμε στην άγρια καταστολή των πρόσφατων φοιτητικών κινητοποιήσεων. Την είδαμε στα φασιστικά μέτρα της μέρας του Πολυτεχνείου. Τη βλέπουμε στην εγκύκλιο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, που θα τις στριμώχνουν οι μπάτσοι με τη βία σε μια λωρίδα. Τη βλέπουμε, τέλος, στις αντιδράσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων στο παραλήρημα Πολύδωρα.
Και πάλι πρέπει να ψάξουμε την ουσία πίσω από τα επιφαινόμενα, πίσω από τις καταγγελίες κατά Πολύδωρα, που έχει γίνει ένας βολικός σάκος του μποξ για την αντιπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ κάνει αντιπολίτευση με μια καθαρά φασίζουσα λογική, που προσπαθεί να εξάψει τα συντηρητικά ανακλαστικά των φοβισμένων «νοικοκυραίων», υποσχόμενο περισσότερη «τάξη και ασφάλεια» με το ίδιο στην εξουσία. «Ο Ελληνας πολίτης ζει στην ανασφάλεια και κορυφώνονται τα περιστατικά βίας από κουκουλοφόρους, που αδιάκριτα τραυματίζουν δημόσια και ιδιωτική περιουσία, επιτίθενται σε πολίτες με θεσμικά αξιώματα, όπως ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος. Αυτή είναι η βαρύτατη ευθύνη της κυβέρνησης και του υπουργού της. Αντί να ομολογήσει την ανεπάρκειά του, οδηγείται σε μια πολιτική εκτροπή με χαρακτηρισμούς για νόμιμα κόμματα του Ελληνικού Κοινοβουλίου», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου Π. Ευθυμίου.
Ο ΣΥΝ δε σταμάτησε να επαναλαμβάνει τα «απεταξάμην», διακηρύσσοντας ότι δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική βία. Τα στελέχη του ξέχασαν ως διά μαγείας τις κοινωνιολογικές αναλύσεις που σε άλλες περιπτώσεις κάνουν για τα φαινόμενα «μητροπολιτικής βίας».
Οσο για τον Περισσό, βρήκε την ευκαιρία να προχωρήσει σε ένα ακόμα εμετικό παραλήρημα προβοκατορολογίας. Για «ακίνδυνη για την αντιλαϊκή πολιτική, για το σύστημα και για τους μηχανισμούς του, δράση των κουκουλοφόρων, που σε ορισμένες περιπτώσεις γεννά και ερωτηματικά», έκανε λόγο του γραφείο Τύπου του κόμματος. «Η κυβέρνηση αξιοποιεί την καθ’ όλα ύποπτη δράση των κουκουλοφόρων (αστυνομικών και “αντιεξουσιαστών”)», έγραψε το επίσημο κομματικό όργανο. Και ο βασικός αρθρογράφος του (Μπογιόπουλος) έδωσε ρέστα αλητείας, γράφοντας ότι «οι κουκούλες των “γνωστών – αγνώστων” μοιάζουν πάρα πολύ με τις κουκούλες των παλικαριών της Ασφάλειας», μιλώντας για «σκοτεινά κουκουλοφόρα αθύρματα της εκάστοτε εξουσίας» (ανατριχιάζεις και μόνο που το διαβάζεις) και καταλήγοντας: «Το κράτος, αφού δημιούργησε τους συνεργάτες του, τους “γνωστούς – αγνώστους”, χρόνια τώρα τους “εξοπλίζει” και τους “προστατεύει”. Είναι οι άνθρωποί του. Οι εν διατεταγμένη υπηρεσία προβοκάτορές του. Οι συμπαίχτες του σε αυτόν τον σικέ «κλεφτοπόλεμο”».
Είναι πανέτοιμο, λοιπόν, το αστικό μέτωπο για την εφαρμογή του δόγματος της μηδενικής ανοχής. Οποιος δεν υποτάσσεται στην αστική νομιμότητα, όποιος κινείται (σε όποιο βαθμό) έξω από τα όριά της, βαφτίζεται «εχθρός της κοινωνίας» και πρέπει να συντριβεί. Οι γνωστοί στίχοι του Μπρεχτ δε λένε τίποτα σε όσους απ’ αυτούς τους κυρίους δηλώνουν αριστεροί και αντικαπιταλιστές.
Σε ό,τι μας αφορά είναι περιττό να σημειώσουμε για πολλοστή φορά ότι την κοινωνική και πολιτική αντιβία πρέπει κανείς να την κατανοεί και να την εξηγεί με ταξικούς όρους κι όχι να την καταγγέλλει και να φροντίζει να διαχωρίζεται απ’ αυτή. Εννοούμε ακόμα και τη βία που εκδηλώνεται τυφλά και στοιχειακά. Εκείνο που θέλουμε να τονίσουμε με έμφαση είναι πως το καμπανάκι χτυπάει για όλους. Οσοι αντιδράσουμε ενδέχεται να μην καταφέρουμε να τσακίσουμε το δόγμα της μηδενικής ανοχής. Ομως θα εξακολουθήσουμε να αγωνιζόμαστε με κάθε τίμημα. Οσοι δεν αντιδράσουν θα βρεθούν στη θέση του ανθρωπάκου του Μπρεχτ, που δεν βρέθηκε κανείς για να φωνάξει όταν πήγαν να συλλάβουν τον ίδιο. Και δε θα ‘χουν καμιά δικαιολογία.