Την 1η Αυγούστου συμπληρώθηκαν 48 χρόνια από την ημέρα που δολοφονήθηκε από την KGB, σε συνεργασία με τους αναθεωρητές που είχαν διοριστεί πραξικοπηματικά στην ηγεσία του ΚΚΕ, ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης. Ηταν εξόριστος στο παγωμένο Σοργκούτ της Σιβηρίας.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά την τριτοδιεθνιστική περίοδο και αναμφισβήτητα η σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Για τους έλληνες κομμουνιστές «ο Νίκος», όπως τον αποκαλούσαν όλοι και όλες, ήταν ένας θρύλος.
Ο Ζαχαριάδης συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του πολιτικού ηγέτη, του θεωρητικού και του επαναστάτη της πράξης. Αναδείχτηκε σε ηγέτη μέσα από το καμίνι της ταξικής πάλης και όχι μέσα από λαβύρινθους κομματικών γραφείων. Προτού αναλάβει το πόστο του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, στα 29 του χρόνια, είχε προλάβει να ζήσει μια πολυκύμαντη επαναστατική ζωή, στην Τουρκία, την Ελλάδα και τη Σοβιετική Ενωση. Να δουλέψει λιμενεργάτης, να μπαρκάρει σε βαπόρια, να σπουδάσει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζόμενων της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ), να αναδειχτεί σε συνδικαλιστή ηγέτη, να καθοδηγήσει κομματικές οργανώσεις, να διωχθεί, να φυλακιστεί και να δραπετεύσει κάμποσες φορές (δυο φορές από τη φυλακή).
Γι’ αυτό και η σχέση του ως ηγέτη, όχι μόνο με τα μέλη του κόμματος, αλλά με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, ήταν μοναδική. Λατρεύτηκε, γιατί όλοι τον θεωρούσαν «δικό τους», σάρκα από τη σάρκα της εργατικής τάξης, άνθρωπο που αξίζει να τους εκπροσωπεί, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να τους προδώσει. Μόνο με την αγάπη που περιέβαλε το γερμανικό προλεταριάτο τον λιμενεργάτη κομμουνιστή ηγέτη Ερνστ Τέλμαν μπορεί να συγκριθεί η σχέση του Νίκου Ζαχαριάδη με το προλεταριάτο και τη φτωχολογιά της Ελλάδας.
Αρκεί να θυμίσουμε τον «πανζουρλισμό» που επικράτησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 27 Σεπτέμβρη του 1945, στην πρώτη δημόσια εμφάνιση του Ζαχαριάδη μετά την επιστροφή του από το Νταχάου. Αντί για εκτενείς περιγραφές, θα περιοριστούμε στην παράθεση των πρώτων από τους στίχους με τους οποίους ο Γιάννης Ρίτσος «απαθανάτισε» την επιστροφή του Ζαχαριάδη το 1945:
Ο Σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης
Ηρθες απ’ του Νταχάου τα συρματοπλέγματα
ήρθες απ’ τη δεκάχρονη σκλαβιά
όπως έρχεται ο ήλιος απ’ την πόρτα της νύχτας.
Ηρθες μ’ ένα χοντρό στρατιωτικό χιτώνιο
απλός φαντάρος της παγκόσμιας λευτεριάς
εσύ αρχηγός δίχως παράτες και γαλόνια και παράσημα
μόνο με το παιδιάστικο χαμόγελό σου ανίσκιωτο
σαν ένα γαρούφαλλο στην κουμπότρυπα του πόνου μας
μονάχα με τον ήλιο της ψυχής σου κρεμασμένον
σα φυλαχτό στον κόρφο του λαού μας.
Από την καθοδηγητική θέση του γενικού γραμματέα, στην οποία τοποθετήθηκε με παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις αρχές της δεκαετίας του ‘30, ο Ζαχαριάδης κατάφερε να οδηγήσει το ΚΚΕ στο δρόμο της πολιτικής ανασυγκρότησης, έτσι που από ένα κόμμα σπαρασσόμενο από φραξιονιστικές έριδες, να μετατραπεί σ’ ένα καθοδηγητικό και μαχητικό επιτελείο της εργατικής τάξης.
Μπορεί να είναι ευρέως γνωστός από το γράμμα της 28ης Οκτώβρη του 1940, όμως ο Ζαχαριάδης έχει να επιδείξει ένα πλούσιο θεωρητικό συγγραφικό έργο, το οποίο συνόδευε πάντοτε την πολιτική-καθοδηγητική δραστηριότητά του, η οποία ήταν εξίσου πλούσια. Από τα μπουντρούμια της δικτατορίας του Μεταξά (1936) στο κολαστήριο του Νταχάου (μέχρι το 1945) κι από εκεί ξανά στην Αθήνα, ένα σύντομο διάλειμμα μέχρι να ξανανέβει στο βουνό, φυσικός ηγέτης της επανάστασης του 1946-49.
Ειδικά για το ιστορικό γράμμα του 1940 και επειδή αυτό γίνεται συνεχώς αντικείμενο χυδαίας εθνικιστικής παραχάραξης, αξίζει να προσθέσουμε δυο λόγια.
Τι δουλειά έχουν με τη γραμμή Ζαχαριάδη το 1940 αυτοί που έχουν μετατρέψει τον προλεταριακό διεθνισμό σε αστικό πατριωτισμό; Με το θράσος που τους διακρίνει κόβουν κομματάκια τη στάση του Ζαχαριάδη το 1940-41, στάση αντιιμπεριαλιστική-διεθνιστική, και παίρνουν ένα κομμάτι μόνο, εκείνο που βολεύει τον εθνικισμό τους και την καπηλεία της επαναστατικής περιόδου του κομμουνιστικού μας κινήματος.
Ο Ζαχαριάδης δεν έστειλε από την απομόνωση ένα, αλλά τρία γράμματα. Τρία γράμματα που πρέπει να τα δούμε ως ενότητα και τα οποία αποκαλύπτουν ένα κοφτερό πολιτικό μυαλό κι έναν εξέχοντα μαρξιστή διανοητή, γνώστη της διαλεκτικής και των αρχών βάσει των οποίων πρέπει να χαράζεται η τακτική.
Το πρώτο είναι το γνωστό γράμμα με το οποίο καλεί τον ελληνικό λαό να πολεμήσει ενάντια στο φασίστα εισβολέα κι ας διευθύνει η φασιστική κυβέρνηση Μεταξά αυτόν τον πόλεμο, ενώ παράλληλα περιγράφει με μαστοριά μια άλλη κοινωνία ως «έπαθλο» της νίκης. Ακολουθεί δημιουργικά τις κατευθύνσεις του τελευταίου συνέδριου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Οταν οι Ιταλοί αποκρούονται και το ελληνικό κράτος συνεχίζει τον πόλεμο μέσα στην Αλβανία, ο Ζαχαριάδης (στα δυο επόμενα γράμματα) τον καταγγέλλει ως κατακτητικό πόλεμο, στο πλευρό της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας και ζητά ανατροπή της κυβέρνησης και υπογραφή ειρήνης με τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ενωσης.
Διότι δεν συνεμορφώθη…
Ο Ζαχαριάδης δε συμβιβάστηκε με την αντεπανάσταση που σάρωσε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του ’50, δεν υποτάχθηκε στον αναθεωρητισμό, δεν πρόδωσε την ιδεολογία και τις πολιτικές του απόψεις κι αυτό το πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του. Λεπτομέρειες για τη δολοφονία του Νίκου Ζαχαριάδη από τους αναθεωρητές και την πολιτική-ιδεολογική σύγκρουση μαζί τους έχουν δημοσιευτεί σε εκτενές άρθρο στη ΜΑΛΕΠ (Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση).
Είναι χρέος μας να τιμούμε αυτούς που έπεσαν στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Η τιμή στη μνήμη του Νίκου Ζαχαριάδη, όμως, συνιστά κάτι περισσότερο από ένα ηθικό καθήκον. Ο Ζαχαριάδης συνδυάζει πολλά απ’ αυτά που αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία στις μέρες μας. Επαναστατική συνέπεια, θεωρητικό έργο, ηγετικές πολιτικές ικανότητες, στοχοπροσήλωση στον κομμουνισμό και τον προλεταριακό διεθνισμό και μια απροσποίητη λαϊκότητα, που τον κατέστησε τόσο αγαπητό στους ανθρώπους του λαού μας.
Στις μέρες μας, με το μεγάλο πολιτικό κενό, την ανυπαρξία ενός επαναστατικού πολιτικού επιτελείου της εργατικής τάξης, να χάσκει, προσφέροντας πρόσθετες δυνατότητες στους κυρίαρχους, με τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό να έχει αναγορευτεί σε ύψιστη πολιτική αρετή, το έργο και η ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε κομμουνιστή, για κάθε πρωτοπόρο εργάτη.
Και μιας και μιλάμε για το μνημείο στον τάφο του Ζαχαριάδη, καλά θα κάνουν οι ρεβιζιονιστές να μην ξύνονται στη γκλίτσα του τσοπάνη, παριστάνοντας πως τάχα τιμούν τη μνήμη αυτού που δολοφόνησαν. Γιατί αυτό το μνημείο στο πρώτο νεκροταφείο υπάρχει χάρη στη δική μας σθεναρή αντίδραση.
ΥΓ. Ο Νίκος Ζαχαριάδης τάφηκε όπως οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, σ’ έναν τάφο στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, που είχε παραχωρηθεί για τρία χρόνια. Με τη λήξη της τριετίας, η Ρούλα Κουκούλου συμφώνησε με το τμήμα Α’ Κοιμητηρίου του δήμου Αθήνας να πάρει τα οστά του Ζαχαριάδη και να τα μεταφέρει στην Καισαριανή, ώστε ο χώρος να δοθεί για ενταφιασμό άλλου νεκρού. Οταν το πληροφορηθήκαμε, αντιδράσαμε έντονα και με αίτηση της Κεντρικής Επιτροπής της ΣΑΚΕ ζητήσαμε το θέμα να πάει στο δημοτικό συμβούλιο. Ο τότε δήμαρχος Αβραμόπουλος φοβήθηκε τους «μπελάδες» (μας είχε δει εξαγριωμένους στο γραφείο του) και εισηγήθηκε την απόρριψη της εισήγησης της Επιτροπής Κοιμητηρίων για απόρριψη του αιτήματός μας.
Το θέμα παρουσιάστηκε στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβούλιου στις 21 Φλεβάρη του 1995 και χωρίς συζήτηση το ΔΣ ενέκρινε τη μόνιμη παραμονή του μνημείου στο χώρο του Α’ Νεκροταφείου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Στο παρελθόν έχουμε δημοσιεύσει τα σχετικά έγγραφα, για να μη μένει η παραμικρή αμφιβολία για την υποκρισία των επιγόνων των δολοφόνων, αυτών που προσπάθησαν να εξαφανίσουν ακόμα και το μνημείο του Νίκου Ζαχαριάδη.