Πέρασαν 13 χρόνια από τη μέρα που ο μπάτσος Κορκονέας δολοφόνησε εν ψωχρώ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο, γεγονός που απετέλεσε το έναυσμα για το ξέσπασμα μιας πρωτοφανούς στα χρόνια της μεταπολίτευσης νεολαιίστικης εξέγερσης, που συγκλόνισε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Η αστική Ευρώπη ταρακουνήθηκε, καθώς φοβήθηκε φαινόμενο ντόμινο.
Οπως και άλλα σημαντικά γεγονότα, έτσι και ο νεολαιίστικος Δεκέμβρης του 2008 αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει την αρρώστια της μουσειοποίησης. Μια αρρώστια που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και από διάφορες κατευθύνσεις. Είτε με την αφυδάτωση ιστορικών γεγονότων και την ενσωμάτωσή τους στην κυρίαρχη ιδεολογία (όπως έχει γίνει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973), είτε με την εξιδανίκευση, την απόσπαση και τη φετιχοποίηση πλευρών τους, που τροφοδοτούν μια αβανγκαρντίστικη δράση, η οποία αντλεί στοιχεία από το φαντασιακό και όχι από την πραγματικότητα και τις ορίζουσές της.
Τα ιστορικά γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται σαν τις ετήσιες γιορτές. Τα ιστορικά γεγονότα είναι πηγές άντλησης πείρας και διδαγμάτων. Νοηματοδοτούν και διδάσκουν. Κάθε προσπάθεια αντιγραφής ή αναπαράστασής τους οδηγεί σε τραγωδία ή σε φάρσα.
Ο Δεκέμβρης λοιδορήθηκε και συκοφαντήθηκε από το σύνολο των δυνάμεων που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα.
Παράλληλα, όμως, υπερτιμήθηκε κυρίως από το εσωτερικό του πλατιού κινήματος που τον πραγμάτωσε. Μέχρι και Ελληνική Κομμούνα αποκλήθηκε. Ομως η Κομμούνα, παρά το τραγικό της τέλος και τον ποταμό προλεταριακού αίματος που βούτηξαν τις μπότες τους οι αστοί, έμεινε στην Ιστορία ως ορόσημο, γιατί για πρώτη φορά η εργατική τάξη οργανώθηκε πολιτικά και πήρε την εξουσία. Στοιχεία τα οποία δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει ο Δεκέμβρης του 2008.
Αυτό κάθε άλλο παρά μειώνει τη σημασία της νεολαιίστικης εξέγερσης. Αντίθετα, μας βοηθά να την τοποθετήσουμε στις σωστές της διαστάσεις, για ν’ αποτελέσει πηγή άντλησης διδαγμάτων για τα σημαντικά που συνέβησαν και εκείνα που έλειψαν και που εξακολουθούν να λείπουν από το κοινωνικό μας κίνημα.
Ο σκληρός πυρήνας
Ο Δεκέμβρης υπήρξε μια γνήσια λαϊκή εξέγερση, στην οποία πήραν μέρος ευρύτατα νεολαιίστικα στρώματα. Επρεπε κανείς να είναι τυφλός ή «στημένος» (όπως η ηγεσία του Περισσού, για παράδειγμα) για να μην εκτιμήσει ότι αυτό που εκτυλισσόταν στην Ελλάδα από τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, 6 προς 7 Δεκέμβρη 2008, ήταν μια γνήσια εξέγερση της νεολαίας. Μια εξέγερση που όμοιά της δεν είχαμε (ούτε έχουμε) ξαναγνωρίσει από την πτώση της χούντας και μετά.
Τα χαρακτηριστικά που έκαναν αυτή την εξέγερση να ξεχωρίζει ήταν η μαζικότητα, η εκρηκτικότητα και το άπλωμά της σε όλη τη χώρα. Μα πάνω απ’ όλα ήταν η νεολαιίστικη αντιβία, που πήρε πρωτοφανή έκταση, που απετέλεσε τον σκληρό πυρήνα της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η εξέγερση αυτή έγινε πρώτη είδηση σε όλα τα ξένα ΜΜΕ, ενώ σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) εκφράζονταν φόβοι για φαινόμενο ντόμινο.
Η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Αλέξη λειτούργησε σαν πυροκροτητής που προκάλεσε την έκρηξη σε μια εύφλεκτη ύλη που είχε μαζευτεί από καιρό. Ακόμη και αστοί αναλυτές το σημείωσαν. Αυτοί που ξέρουν πως τα αστυνομικά μέτρα δεν αρκούν και πως το μόνο που καταφέρνουν είναι απλά να ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Αυτοί που εισηγούνταν ένα πλέγμα ρεφορμιστικών μέτρων που να μπορέσουν να ενσωματώσουν στη λογική του συστήματος ένα κομμάτι της «μετέωρης» νεολαίας.
Τι είναι αυτό που είχε συσσωρευτεί και παραμένει συσσωρευμένο πάνω στη νεολαία; Είναι η φυσική βία της εξουσίας, αλλά και η «συμβολική βία» που απορρέει από τον οικονομικό καταναγκασμό, που ξεπηδά από κάθε πόρο του συστήματος. Το σύστημα σκοτώνει όνειρα και ελπίδες, καταδικάζει σε ανέχεια, σε ανεργία, σε απελπισία. Το εκπαιδευτικό σύστημα καταπιέζει, αποβλακώνει, μετατρέπει ανθρώπους σε ρομποτάκια στο όνομα της αναζήτησης μιας ελπίδας σε μελλοντική καριέρα. Την ίδια στιγμή, όμως, οι νέοι που σκοτώνονται για να βρουν μια θέση στο πανεπιστήμιο, βλέπουν δίπλα τους, στη γειτονιά τους, στις κοινωνικές συναναστροφές τους, νέους λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, με πτυχία και μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες να «λιώνουν» από την ανεργία και να καταφεύγουν σε δουλειές του ποδαριού. Ετσι, τα αδιέξοδα μπροστά τους γίνονται βουνό. Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο όλο αυτό το μίσος που εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται ενάντια στην Αστυνομία. Δεν είναι μόνο η εν ψυχρώ δολοφονία ενός εφήβου. Είναι η καταπίεση και οι εξευτελισμοί που υφίστανται σε κάθε τους βήμα από τα ένστολα γουρούνια της εξουσίας. Και ξέρουμε καλά τι σημαίνει να εξευτελίζεις και να ταπεινώνεις έναν νέο.
Ο πυροκροτητής, λοιπόν, άναψε και η συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη αποδέσμευσε όλη της την ενέργεια. Μια ενέργεια που φαίνεται καταστροφική, όμως είναι ταυτόχρονα δημιουργική. Γιατί όταν καταστρέφεις το παλιό, κυριολεκτικά ή συμβολικά, ανοίγεις δρόμο για την αναζήτηση του καινούργιου, ακόμα και αν δεν το έχεις βρει. Ακόμα κι αν δεν το αναζητάς. Είναι σίγουρο ότι θα το αναζητήσεις στο μέλλον.
Οι απόκληροι
Αυτό το κίνημα ήταν τόσο πλατύ και πολυποίκιλο που δε μπόρεσε να χωρέσει στα κοινωνιολογικά σχήματα των αστών διανοούμενων. Σε μια πρώτη ανάγνωση εμφανίστηκε σαν διαταξικό, αφού έβλεπε κανείς ακόμα και παιδιά από εύπορες συνοικίες να πολιορκούν αστυνομικά τμήματα και να πετούν νεράντζια και πέτρες. Αν, όμως, πρόσεχε κανείς τον κόσμο στις «άγριες νύχτες», δεν θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τη νεολαία της φτωχολογιάς. Παιδιά από τα δυτικά προάστια, νεαροί μετανάστες, παιδιά του γηπέδου και του συνεργείου, οργανωμένα σε μικρές ομάδες που διακρίνονταν όχι για την επιχειρησιακή τους ικανότητα (όπως για παράδειγμα οι ομάδες του αναρχικού χώρου) αλλά για την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη τους, ήταν αυτά που έφεραν σε πέρας το έργο της δημιουργικής καταστροφής και της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής.
Επίσης, ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που η λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική αριστερά συμπορεύτηκε με τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, χωρίς τη συνήθη προβοκατορολογία και μπαχαλολογία. Η φορά των γεγονότων επέβαλε τη «θέλησή» της. Οι διαφορές ήταν και πάλι παρούσες, δύσκολα όμως μπορεί να μιλήσει κάποιος για διαφορές τακτικής, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε τακτική. Ετσι, κρατάμε ως θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που πήραν άμεσα μέρος ή στήριξαν αυτή την εξέγερση απαλλάχτηκε (έστω και προσωρινά, έστω και εν μέρει) από την κριτική της βίας.
Καμιά απολογία
Από το βράδυ της Δευτέρας 8 Δεκέμβρη, όλη η προπαγάνδα εστιάστηκε στις καταστροφές, που αποδόθηκαν στους «κουκουλοφόρους», στους «γνωστούς αγνώστους», στους «αντιεξουσιαστές». Μπορεί τα νούμερα να μην τους έβγαιναν, αυτοί όμως κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να συσπειρώσουν τους «νοικοκυραίους», να δημιουργήσουν αντικίνημα. Ούτε αυτό τους βγήκε. Γιατί ακόμα και οι «νοικοκυραίοι» ήξεραν ότι στο δρόμο βρίσκονταν τα παιδιά τους και όχι κάποιες ιδεολογικοπολιτικές ομάδες. Ετρεμαν στην ιδέα ότι κάποιος κουμπουροφόρος ένστολος θα ξαναβγάλει το πιστόλι και θα ξαναρίξει στο ψαχνό ή κάποιος Καλαμπόκας θ’ ανοίξει το κεφάλι κάποιου παιδιού. Ακόμα και το «πού είναι το κράτος να μας προστατεύσει;» ακούστηκε πολύ λίγο από στόματα «νοικοκυραίων» εν αντιθέσει με τα στόματα των λυσσασμένων τηλεαστέρων.
Δεκατρία χρόνια από τότε και ενώ έχει μεσολαβήσει η περίοδος 2010-2012 με τις ενεργές αντιστάσεις ενάντια στα Μνημόνια (από τα μέσα του 2012 αυτό το κίνημα αντίστασης υποχώρησε απογοητευμένο), με την προβοκατορολογία κυρίαρχη –ακόμη και σήμερα!- στα αστικά ΜΜΕ και στο λόγο όχι μόνο εκείνων που από την αρχή πολέμησαν λυσσασμένα την εξέγερση (Περισσός), αλλά και εκείνων που προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν πολιτικά (ΣΥΡΙΖΑ), εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια άποψη: κανενός είδους απολογητική για τις καταστροφές που προκάλεσε η εξέγερση. Ποιοι είναι αυτοί που μιλούν για καταστροφές; Οι τραπεζίτες που καταληστεύουν τον κόσμο; Οι πολιτικοί που πλιατσικολογούν το Δημόσιο;
Τι καταστράφηκε στην Αθήνα; Σύμβολα της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Ιδιοκτησίες εκείνων που ρουφάνε το αίμα και τον ιδρώτα του εργαζόμενου λαού. Σύμβολα μιας ψεύτικης ευημερίας. Καταστράφηκαν και μικρομάγαζα, μας λένε. Ελάχιστα ήταν αυτά στην Αθήνα, καθόλου στην επαρχία. Σε μια αυθόρμητη εξέγερση δε μπαίνουν όρια. Οπως δε μπήκαν όρια στην εξέγερση του Λος Αντζελες το 1992, του Παρισιού το 1994, των γαλλικών προαστίων το 2005. Οπως δεν μπήκαν όρια σε όλες τις μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις της Ιστορίας, που είχαν και ακρότητες και αδικίες. Δε μετράει έτσι η Ιστορία τα επεισόδιά της. Ετσι μετράνε την ταξική πάλη εκείνοι που τη θέλουν είτε ανύπαρκτη είτε καναλιζαρισμένη από την αστική νομιμότητα. Και στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό το κίνημα, η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για τις καταστροφές, αυτή ας τα «εύρισκε» με τους ιδιοκτήτες.
Στόχοι και κενό
Πάλι σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η νεολαιίστικη εξέγερση φαινόταν να μην είχε στόχους. Φαινόταν σαν ένα τυφλό ξέσπασμα οργής ενάντια σ’ αυτά που πνίγουν μεγάλα τμήματα της νεολαίας. Αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, όμως, θα ανακαλύψουμε πολλούς στόχους, που όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιας έκτασης αυθόρμητα κινήματα δεν μπορούν να διατυπωθούν, γιατί τα κινήματα αυτά δεν είναι πολιτικά συγκροτημένα.
Στόχοι υπήρχαν σε όλα τα νεολαιίστικα κομμάτια που πήραν μέρος στην εξέγερση και δεν χρειαζόταν να διατυπωθούν ρητά για να τους διακρίνει κανείς πίσω από τις φωτιές των οδοφραγμάτων και τους καπνούς των χημικών της Αστυνομίας. Το συγκεκριμένο κίνημα δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί ένα διεκδικητικό πρόγραμμα και ένα σχέδιο δράσης, ενώ δεν υπήρχε συγκροτημένη πολιτική δύναμη που να έχει την εμπιστοσύνη του. Σ’ αυτές τις συνθήκες, καθήκον κάθε επαναστάτη, κάθε επαναστατικής συλλογικότητας ήταν η συμμετοχή στην εξέγερση, η «συγχώνευση» με τα κύματα της νεολαιίστικης οργής, η συνεισφορά στην οργάνωση του αγώνα στο δρόμο. Με σεβασμό στις επιλογές των εξεγερμένων. Με σεβασμό ακόμα και στα λάθη τους, γιατί μόνο μέσα από τα λάθη τους μαθαίνουν τα κινήματα.
Δε μπορούμε, όμως, να μη σημειώσουμε το μεγάλο κενό αυτού του κινήματος, που ήταν η απουσία συγχώνευσής του με την εργατική τάξη, η οποία –εκτός από ένα κομμάτι της εργατικής νεολαίας– παρέμεινε αμέτοχη. Σε όλες τις εποχές η νεολαία δημιουργεί εκρηκτικά κινήματα. Οταν, όμως, η νεολαία ενώνεται με την εργατική τάξη, τότε το μίγμα γίνεται ακαταμάχητο. Αυτό υπήρξε το μεγάλο ζητούμενο του Δεκέμβρη, αυτό υπήρξε το μεγάλο ζητούμενο στις εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις της πρώιμης μνημονιακής περιόδου, αυτό εξακολουθεί να είναι το μεγάλο ζητούμενο και σήμερα. Να βγει η εργατική τάξη στο προσκήνιο. Να αναδείξει τις δικές της διεκδικήσεις, στις συνθήκες μάλιστα των καταστροφικών πληγμάτων που της επιφέρει η κρίση, στα οποία προστέθηκαν και τα πλήγματα από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας από τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Ας μην ξεπέφτουμε, όμως, στις γνωστές ευκολίες, οικτίροντας και ελεεινολογώντας την εργατική τάξη. Ας μην παραβλέπουμε τις μεγάλες δυσκολίες των εργαζόμενων, την ανεργία, την υπερχρέωση, το πούλημα από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την άγρια εργοδοτική τρομοκρατία. Οι εξεγέρσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία, αλλά τότε που ωριμάζουν όλες οι συνθήκες.
Μέγιστο ζητούμενο η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης
Δεκατρία χρόνια από τη νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη έγιναν πολλά. Το αστικό πολιτικό σύστημα γνώρισε τη δική του εσωτερική κρίση, μεγάλες ανακατατάξεις συντελέστηκαν, όμως η αστική τάξη δεν έχασε τον έλεγχο, δεν είδε την εξουσία της να κλονίζεται.
Το αστικό πολιτικό σύστημα, με την πολυχρωμία του, τις αντιθέσεις και τις συναινέσεις του, δεν είναι παρά ο συλλογικός διαχειριστής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, της κεφαλαιοκρατίας. Και κατάφερε να φέρει με επιτυχία σε πέρας αυτόν το ρόλο του.
Αποδείχτηκε κατ’ επανάληψη πως κάθε τι που σχετίζεται με την κάλπη δεν μπορεί να δώσει λύσεις στο κοινωνικό πρόβλημα. Η συμμετοχή υπέρ του ενός ή του άλλου συνδυασμού ενδυναμώνει το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας, ενισχύει τη σταθερότητα του συστήματος. Και η αποχή –η πιο θετική στάση σ’ αυτές τις συνθήκες– από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά. Η αποχή, ως καταδίκη του πολιτικού συστήματος, αποκτά ουσία μόνο όταν συνοδεύεται από συμμετοχή σε κοινωνικούς αγώνες. Αλλιώς εξατμίζεται όπως εξατμίζεται ο ατομικός θυμός. Αλέθεται στις μυλόπετρες της καθημερινής μιζέριας.
Οσο σκύβουμε το κεφάλι τόσο πιο πολύ θα μας χτυπούν. Οσο την όποια αγωνιστική μας διάθεση τη μετατρέπουμε σε πειθαρχία προς το αστικό πολιτικό σύστημα και την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία τόσο θα καταγράφουμε ήττες, οι οποίες θα οδηγούν στην απογοήτευση, την ηττοπάθεια, την παραίτηση.
Το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης έδειξε το χαρακτήρα και τα όριά του. Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα –όλοι οι πόλοι του– που πήρε το ριζοσπαστικό κίνημα της μεταπολίτευσης και το μετέτρεψε σε καύσιμο για τις ανώδυνες σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα που οικοδόμησε τον γραφειοκρατικό-ρεφορμιστικό συνδικαλισμό, ο οποίος στη συνέχεια ολοκλήρωσε την αστική μετάλλαξή του, μετατρεπόμενος σε πόλο εξουσίας του συστήματος. Είναι αυτό το σύστημα που μετά από έναν ψευδεπίγραφο διαχωρισμό ανάμεσα σε μνημονιακούς και «αντιμνημονιακούς», αποκατέστησε την ενότητά του πάνω στη βάση των μνημονίων, πάνω στη βάση της συντηρητικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν μπορούν να υπάρξουν λύσεις μέσα από το αστικό πολιτικό σύστημα.
Πολλοί μιλούν γι’ αγώνες. Και βέβαια πρέπει να υπάρξουν αγώνες, αλλιώς ο αντίπαλος θ’ αποθρασυνθεί ακόμη περισσότερο. Οι αγωνιστικές εκκλήσεις, όμως, δεν μας πάνε πουθενά. Και σε τελευταία ανάλυση, οι κοινωνικές εκρήξεις δεν προκύπτουν από τις αγωνιστικές εκκλήσεις, αλλά από την αυθόρμητη πορεία της ταξικής πάλης.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα βάλει σίγουρο θετικό πρόσημο σε κάθε εξέγερση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Εμείς, όμως, ως δρώντα πρόσωπα σήμερα, οφείλουμε να εντοπίσουμε πρωτίστως τη μεγάλη αδυναμία, που είναι η έλλειψη πολιτικής οργάνωσης, απέναντι σε έναν αντίπαλο που είναι οργανωμένος σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς πολιτική οργάνωση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε η πιο απλή τακτική, με αποτέλεσμα ακόμα και οι μαζικές εξεγέρσεις να ολοκληρώνουν τον κύκλο τους αφήνοντας αλώβητο το σύστημα.
Γι’ αυτό και το μεγάλο καθήκον των ημερών είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Οχι πια κάτω από ξένες σημαίες. Οχι άλλη πολιτική ουράς στην πουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οχι ψηφοφόροι του αστικού πολιτικού συστήματος. Εργάτες οργανωμένοι πολιτικά στο δικό τους φορέα, σε ρήξη με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, ικανοί να αγωνίζονται για τα άμεσα και καθημερινά, ικανοί να αναθερμάνουν το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης και να το κάνουν πράξη. Αλλιώς, θα μοιάζουμε με σύγχρονους Σίσσυφους. Θα κυλάμε το βράχο στην ανηφόρα και θα τον βλέπουμε να ξανακατρακυλά στην αφετηρία.