Υπάρχουν ιστορικά πρόσωπα των οποίων o ρόλος και οι πράξεις στιγματίζει τόσο πολύ τα γεγονότα μιας περιόδου που στις συνειδήσεις των ανθρώπων σχεδόν ταυτίζονται με αυτές. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναμφισβήτητα ανήκουν σε αυτού του είδους τις ιστορικές προσωπικότητες. Δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για το επαναστατικό κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και να μην τους αναφέρει. Είναι άρρηκτα δεμένοι με την άνοδο όχι μόνο του γερμανικού αλλά του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, δικηγόρος και γιος του παλιού σοσιαλιστή Βίλχελμ, εντάχθηκε από το 1900 στο ΣΚΓ (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), εκφράζοντας σταθερά το πιο αριστερό τμήμα του κόμματος. Υπήρξε πρόεδρος της νεολαίας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς το διάστημα 1907 με 1910. Το 1907 καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλακή για το βιβλίο του «Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός», το οποίο χαρακτηρίστηκε ανατρεπτικό και προδοτικό. Το 1908, όντας φυλακή, εξελέγη βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Πρωσίας. Εγινε βουλευτής της γερμανικής Βουλής το 1912. Υπήρξε φανατικός πολέμιος του ιμπεριαλιστικού πολέμου και συγκρούστηκε σκληρά με την πλειοψηφία του κόμματος, που τηρούσε είτε θετική είτε ουδέτερη στάση απέναντι στον πόλεμο. Στις 2 Δεκέμβρη του 1912 ήταν ο μόνος μέσα στη γερμανική Βουλή που ψήφισε ενάντια στις επιπλέον πολεμικές πιστώσεις.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μαρξίστρια από πολύ νέα και με πλούσιο θεωρητικό έργο. Πολεμούσε διαρκώς τα ρεβιζιονιστικά στοιχεία μέσα στο κόμμα και ζητούσε τη διαγραφή τους. Το 1899, με το έργο της «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» χτύπησε τις ρεφορμιστικές απόψεις του Μπερνστάιν και της δεξιάς πτέρυγας στο κόμμα. Η ζωή της υπήρξε πλούσια σε φυλακίσεις. Μόνο το διάστημα μεταξύ 1904 και 1906 καταδικάστηκε τρεις φορές. Ηταν και αυτή ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δε δίστασε να κάνει πολεμική εναντίον του παρά τις διώξεις. Το Φλεβάρη του 1914 δικάστηκε με την κατηγορία ότι προκαλεί απειθαρχία στο στρατό με τις ομιλίες της σε συγκεντρώσεις. Ιστορική έχει μείνει η απολογία της σε αυτό το δικαστήριο, την οποία μετέτρεψε σε κατηγορητήριο ενάντια στον μιλιταρισμό και το σωβινισμό.
Οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ μαζί με άλλα μέλη του ΣΚΓ ίδρυσαν την ομάδα Σπάρτακος την περιόδο του πολεμου. Η ομάδα Σπάρτακος δεν ήταν μια ανεξάρτητη οργάνωση, με δικό της καταστατικό και πρόγραμμα, αλλά λειτουργούσε μέσα στο ΣΚΓ και η οργανωτική της συγκρότηση ήταν αρκετά χαλαρή. Το 1917 ιδρύθηκε το USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας) από τα κεντρίστικα στοιχεία του ΣΚΓ. Το ΑΣΚΓ από τη μία ζητούσε ειρήνη αλλά από τη άλλη δε στιγμάτισε τη γερμανική αστική τάξη και τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό. Η ομάδα των σπαρτακιστών συμμετείχε και αυτή στο ΑΣΚΓ. Οι γερμανοί κομμουνιστές δεν είχαν κατανοήσει ακόμα την αναγκαιότητα να διαχωριστούν πλήρως από το προδοτικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να ιδρύσουν ένα νέο ανεξάρτητο κόμμα, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία χρόνια πρωτύτερα. Αυτό έγινε στις 30 Δεκέμβρη του 1918 με 1η Γενάρη του 1919, όταν ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
Η ίδρυσή του κόμματος έγινε κάτω από το βάρος των εξελίξεων στη Γερμανία. Στις 4 Νοέμβρη του 1918 οι ναύτες του Κίελου αρνήθηκαν να πάρουν μέρος σε μια νέα πολεμική επίθεση και εξεγέρθηκαν. Η επανάσταση εξαπλώθηκε ραγδαία στη Γερμανία. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια και να εξόπλιζονται. Σχηματίστηκαν τα πρώτα σοβιέτ. Τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των εργατών είχαν στραμμένο το μάτι προς το παράδειγμα της Σοβιετικής Ρωσίας. Στη Βαυαρία, στις 7 του Νοέμβρη τα σοβιέτ πήραν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Στις 9 Νοέμβρη η εθνική κυβέρνηση παραιτήθηκε και ο κάιζερ έφυγε για την Ολλανδία.
Την αστική τάξη και τον καπιταλισμό ανέλαβαν τότε να σώσουν από τον επερχόμενο χαμό οι σοσιαλδημοκράτες που κέρδισαν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και οι οποίοι επ’ ουδενί δε σκέφτονταν να εκπληρώσουν τον πόθο του γερμανικού λαού για ειρήνη και σοσιαλισμό. Η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών Εμπερτ (ΣΚΓ) – Σάιντεμαν (ΑΣΚΓ) άφησε άθικτο τον αστικό κρατικό μηχανισμό και το καπιταλιστικό σύστημα, αφήνοντας τους αντεπαναστάτες να ετοιμάζονται ανενόχλητοι να ξεμπερδέψουν μια και καλή με το επαναστατημένο προλεταριάτο. Οι εργαζόμενες μάζες δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει τον πραγματικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.
Οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκχνεχτ με την ομάδα των σπαρτακιστών ήταν η πραγματική ψυχή της εξέγερσης του Νοέμβρη και αποκάλυψαν από την πρώτη στιγμή ως προδοτική την κυβέρνηση Εμπερτ – Σάιντεμαν. Ολο και πιο πολλά από τα πρωτοπόρα στοιχεία του προλεταριάτου άρχισαν να έρχονται με το μέρος των απόψεων των σπαρτακιστών. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ μαζί με άλλους αγωνιστές εξέφρασε πρώτος την ανάγκη για πλήρη διαχωρισμό από τους σοσιαλδημοκράτες και ίδρυση ενός ανέξαρτητου κόμματος. Στην αρχή ήταν μειοψηφία, μιας και η Ρόζα και τα περισσότερα μέλη δε συμφωνούσαν και αμφιταλαντεύονταν. Η Λούξεμπουργκ είχε την ελπίδα ότι μπορούσαν ακόμα να απομακρύνουν την ξεπουλημένη ηγεσία του USPD και τους δεξιούς. Σταδιακά όμως και η Ρόζα και οι υπόλοιποι σπαρτακιστές συντάχθηκαν με την άποψη του Λίμπκνεχτ και ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Λίγες μέρες μετά τη ίδρυση του ΚΚΓ και συγκεκριμένα στις 4 Γενάρη του 1919, η κυβέρνηση απομάκρυνε από τη θέση του διοικητή της αστυνομίας τον ανεξάρτητο σοσιαλδημοκράτη Εμίλ Αιχορν με αφορμή την αρνησή του να δώσει εντολή να χτυπηθεί μια εργατική διαδήλωση λίγες μέρες πριν. Ο Αιχορν έχαιρε της εκτίμησης όλων των εργατών και η είδηση ξεσήκωσε το βερολινέζικο προλεταριάτο, το οποίο εξεγέρθηκε και ζητούσε την πτώση της κυβέρνησης. Οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ καταλάβαιναν ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες για εξέγερση, όμως ήταν μειοψηφία. Το νεαρό και άπειρο τότε ΚΚΓ δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει τις εξεγερμένες εργαζόμενες μάζες και να τις κατευθύνει να δώσουν το χτύπημα την κατάλληλη στιγμή. Αυτό δηλαδή που έκαναν οι μπολσεβίκοι το καλοκαίρι του 1917, όταν το προλεταριάτο της Πετρούπολης ήθελε την πτώση της κυβέρνησης «εδώ και τώρα».
Ομως, ως πραγματικοί επαναστάτες, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δε γύρισαν τις πλάτες στην εξέγερση, αλλά πήραν μέρος με όλο τους το είναι. Αυτό πρέπει να το υπογραμμίζουμε, γιατί όχι μόνο σήμερα αλλά διαχρονικά, οι οπορτουνιστές όλων των αποχρώσεων θα πρόδιδαν με οποιοδήποτε τρόπο μια εξέγερση, ακόμα και αν στα λόγια υποκριτικά έλεγαν πως συμφωνούσαν. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, από την άλλη, δεν αμφιταλαντεύτηκαν ούτε στιγμή, ξέροντας πως το καθήκον τους ήταν να σταθούν στο πλευρό της εξέγερσης ανεξαρτήτως αν τη θεωρούσαν βεβιασμένη.
Η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών χτύπησε με μένος το προλεταριάτο του Βερολίνου. Ο Εμπερτ δε δίστασε να ξαμολήσει τα Φράικορπς να τσακίσουν τους επαναστάτες. Τα Φράικορπς ήταν παραστρατιωτική οργάνωση, φτιαγμένη από ακροδεξιά, μοναρχικά και λούμπεν στοιχεία, που μόνο σκοπό είχαν να διαλύσουν την επανάσταση και να επαναφέρουν τη μοναρχία. Η εξέγερση του Βερολίνου πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση και τους παραστρατιωτικούς. Η εξόντωση των ηγετών του ΚΚΓ και ιδιαίτερα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ θεωρήθηκε ως κάτι πολύ σημαντικό, που έπρεπε να γίνει άμεσα, ως ένα πολύ δυνατό χτύπημα στην εξέγερση και τους κομμουνιστές.
Τελικά, στις 15 Γενάρη ομάδα του στρατού συνέλαβε τον Καρλ Λίμπκνεχτ και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Τους έβαλαν σε καμιόνια για να τους μεταφέρουν δήθεν στις φυλακές του Μοαμπίτ. Πυροβόλησαν πισώπλατα τον Λίμπκνεχτ και είπαν ότι τάχα πήγε να δραπετεύσει. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε με χτυπήματα με το κοντάκι όπλου. Πέταξαν το πτώμα της σε ποτάμι και μετά είπαν πως δήθεν τη λίντσαρε το οργισμένο πλήθος. Το πτώμα της βρέθηκε τον Μάη του 1919 σε μια όχθη. Ολοι βέβαια κατάλαβαν πως πρόκειται για δολοφονία. Η κυβέρνηση, όμως, αρνήθηκε να δικάσει τους δολοφόνους με το πρόσχημα ότι θα ήταν «αδικαιολόγητη ανάμειξη» στις στρατιωτικές υποθέσεις! Δικάστηκαν από το ίδιο τους το τάγμα και αθωώθηκαν λόγω… «ελλειψης αποδεικτικών στοιχείων». Καταδικάστηκαν μόνο δύο αξιωματικοί σε χαμηλές ποινές φυλάκισης, που και αυτοί μια βδομάδα μετά… «δραπέτευσαν».
Με τη δολοφονία των δύο μεγάλων επαναστατών κλείνει και το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του νεαρού τότε ΚΚΓ. Θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια μια πλειάδα γεγονότων που θα συνταράξουν τη Γερμανία και το επαναστατικό κίνημα. Η δολοφονία των δύο αγωνιστών θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό των κομμουνιστών και του παγκόσμιου προλεταριάτου. Ακόμα και σήμερα γίνονται εκδηλώσεις στη μνήμη τους στη Γερμανία και αλλού στον κόσμο.