Το σύνθημα «δεν ήταν κακιά η ώρα, είναι κακιά η χώρα» που ακούστηκε στους δρόμους και στα κοινωνικά δίκτυα στον απόηχο της σιδηροδρομικής τραγωδίας της 28ης Φεβρουαρίου, ήταν, δεδομένων των συνθηκών, απολύτως δικαιολογημένο. Την ίδια στιγμή, ίσως εκφράζει μια απαξίωση που δεν μας οδηγεί εκεί όπου θέλουμε να πάμε: σε μια καλύτερα οργανωμένη κοινωνία με αξιοκρατία και λογοδοσία. (…) Με λίγα λόγια, το σύνθημα και το σχετικό συναίσθημα μπορούν να αποβούν αντιπαραγωγικά· να μας ακινητοποιήσουν σ’ ένα τέλμα. Ιδιαίτερα όταν τα εκφράζουν νεαρά άτομα τα οποία θα κληθούν να διορθώσουν ό,τι πηγαίνει τόσο στραβά στη χώρα μας: φοβάμαι ότι διαιωνίζουμε από γενιά σε γενιά την απέχθεια του εαυτού, τη μεμψιμοιρία, το αίσθημα της ανημπόριας και της ματαιότητας. Αν πιστεύουμε ότι η χώρα είναι «κακιά», είμαστε επιρρεπείς στην ηττοπάθεια· στις εκδηλώσεις του εμφυλίου πολέμου – με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην προσπαθούμε αρκετά, όχι μόνο να μην ενδιαφερόμαστε αρκετά, αλλά και να γινόμαστε καταστροφικοί, βάνδαλοι κυριολεκτικά και μεταφορικά. (…) Κατηγορώντας ολόκληρη τη χώρα, επιτείνουμε την παθολογία της: την παθολογία ότι σπανίως αποδίδονται ατομικές ευθύνες, του ότι σπανίως λαμβάνονται τολμηρές αποφάσεις, του ότι κανείς δεν σηκώνει το κεφάλι του μέσα στον όχλο εφόσον απειλείται με αποκεφαλισμό. Κυρίως, την παθολογία του ότι καμιά κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να δυσαρεστήσει μερικούς προκειμένου να επιβάλει το σωστό και το δίκαιο.
Σώτη Τριανταφύλλου
(Ακούτε, παιδάκια, τι σας λέει η γιαγιά Σώτη; Αντί να ονειρεύεστε επαναστάσεις και εμφύλιους πολέμους που θα τσακίσουν το σύστημα που έκανε τη χώρα κακιά, στρωθείτε στη δουλειά. Να κάνετε τα μαθήματά σας και ν’ ακούτε τη γιαγιά Σώτη. Οχι επαναστατικές σκέψεις. Τα πέρασε για λίγο και η γιαγιά Σώτη στα νιάτα της, αλλά σύντομα κατάλαβε πως πρέπει να δουλέψουμε για τον εκσυγχρονισμό, την αξιοκρατία, το κέρδος, αυτή την κινητήρια δύναμη των κοινωνιών. Οι άξιοι θα πάνε μπροστά και θ’ αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Οι μίζεροι θα μείνουν στάσιμοι, αν όχι περιθωριοποιημένοι. Κι αν επιμένουν να μεταφέρουν τη μιζέρια τους στους δρόμους, ένα καλό μπερντάχι από τα ΜΑΤ θα τους συνεφέρει. Α, ας τις πει κάποιος/α της γιαγιάς, πως όταν οι νέοι μιλάνε για την «κακιά χώρα», δεν αναφέρονται συλλήβδην στους κατοίκους της, δεν αναφέρονται σ’ εκείνους που ανταλλάσσουν την εργασία τους με μέσα συντήρησης. Αναφέρονται στα καπιταλιστικά παράσιτα, στην αστική πολιτική και στα ΑΡΔάκια που έχουν αναλάβει εργολαβικά –με καλά συμβόλαια- την υπεράσπιση αυτού του συστήματος και τη συκοφάντηση κάθε ανατρεπτικής φωνής και πράξης. Kι αν η γιαγιά Σώτη προσποιηθεί ότι δεν ξέρει τι είναι τα ΑΡΔάκια, πείτε το της και ολογράφως: Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιολόγοι)