Με συνεχείς πιέσεις και άσκηση τρομοκρατίας το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να εφαρμόσει την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Στην προσπάθειά του αυτή έχει αρωγούς τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου (πρώην Σχολικοί Σύμβουλοι) και τους Διευθυντές των σχολείων, στους οποίους το ΥΠΑΙΘ κάνει διαρκές «μασάζ», ώστε να επιτελέσουν με ζέση το έργο του πειθαναγκασμού των εκπαιδευτικών.
Η ΔΟΕ καταγγέλλει ότι «τις τελευταίες ημέρες, έχουν αναφερθεί κρούσματα σοβαρών πιέσεων και περιπτώσεις που δεν γίνεται σεβαστή η απόφαση των Συλλόγων Διδασκόντων να επιλέξουν να αναρτηθούν τα ενιαία κείμενα στην πλατφόρμα του Ι.Ε.Π. στη διαδικασία της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας», ενώ «οι τοποθετήσεις του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας κ. Κόπτση κατά τη διάρκεια των διαδικτυακών συναντήσεων στις 17 και 18/10 με όσες/ους προΐστανται στις σχολικές μονάδες στόχο είχαν όχι να πείσουν για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας που προβλέπεται για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, αλλά να δώσουν κατευθύνσεις για την επιβολή της, απειλώντας όσους συλλόγους διδασκόντων δεν τις ακολουθήσουν».
Σύμφωνα ακόμη και με το νομοθετικό πλαίσιο της αξιολόγησης (Ν.4692/2020, 4823/2021 και Υ.Α. 108906/10-09-2021) ο συλλογικός προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας είναι αποκλειστικά έργο του Συλλόγου Διδασκόντων. Επομένως ο Διευθυντής του σχολείου δεν έχει καμιά αρμοδιότητα για τον έλεγχο του περιεχομένου των κειμένων που ανεβαίνουν στις πλατφόρμες του ΙΕΠ και αποτελούν απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων (σ.σ. πρόκειται κυρίως για τα «ενιαία κείμενα» της ΔΟΕ και όχι για την περίπτωση που η απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων του σχολείου είναι αυτή της απεργίας-αποχής, που έχει επαναπροκηρυχθεί από Συλλόγους Εκπαιδευτικών ΠΕ ή ΕΛΜΕ μετά τις αποφάσεις της σε διατεταγμένη υπηρεσία αστικής δικαιοσύνης που έκρινε παράνομη την απεργία-αποχή των ΔΟΕ-ΟΛΜΕ).
Απλά η υποχρέωση του Διευθυντή του σχολείου είναι να διασφαλίσει ότι τα κείμενα (και μόνο αυτά) που αποφασίζουν οι Σύλλογοι Διδασκόντων, αναρτώνται εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος.
Παρόλ’ αυτά συχνές είναι οι καταγγελίες εκπαιδευτικών ότι οι Διευθυντές γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις αποφάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων και παραβαίνουν αυτήν τους την υποχρέωση αναρτώντας τις δικές τους απόψεις κατ’ εφαρμογή της αξιολόγησης.
Το γεγονός αυτό είναι μια ακόμη απόδειξη ότι οι Διευθυντές των σχολείων -σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύουν οι ρεφορμιστικές θεωρίες και πρακτικές που έχουν στόχο τον επηρεασμό των σωματείων και των εργαζόμενων- δεν πρέπει να είναι μέλη των Συλλόγων Διδασκόντων ούτε βεβαίως των συνδικαλιστικών σωματείων των εκπαιδευτικών, καθώς ασκούν διοίκηση, άρα είναι το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Ο ρόλος τους είναι παραπάνω από ξεκάθαρος ειδικά τώρα που, εκτός των άλλων, είναι και αξιολογητές των εκπαιδευτικών του σχολείου τους.
Διαπιστώνοντας ότι η αξιολόγηση δεν «περπατάει», όπως θα επιθυμούσε το ΥΠΑΙΘ, και έχοντας επίγνωση, ως ευρισκόμενοι πιο κοντά στους εκπαιδευτικούς, ότι ο βούρδουλας ειδικά στα της Παιδείας δεν είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος, οι Διευθυντές των σχολείων προσπαθούν να συμβουλεύσουν τους πολιτικούς τους προϊστάμενους εκεί στο Μαρούσι να υιοθετήσουν μια διαφορετική ως προς το φαίνεσθαι και όχι επί της ουσίας μέθοδο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ενωσης Διευθυντών/ντριών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης προτείνει λοιπόν την εφαρμογή τεσσάρων προτάσεων «που μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην ουσιαστικότερη εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης και της εξωτερικής αξιολόγησης, προς όφελος των σχολικών μονάδων».
Οι προτάσεις αφορούν την κατάργηση του γραφειοκρατικού φόρτου που συνοδεύει τη διαδικασία της αξιολόγησης, την κατάργηση της βαθμολόγησης των σχολικών μονάδων από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου με δεκάβαθμη κλίμακα (1 έως 10), που οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των σχολείων και τη μη σύνδεση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας με την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Υπογραμμίζουμε ότι πρόκειται για το φαίνεσθαι και όχι για την ουσία της αξιολόγησης στον καπιταλισμό, που εξακολουθεί να έχει στόχους την υποταγή και πειθάρχηση των εκπαιδευτικών, τη μη εναντίωσή τους στους σχεδιασμούς της κυβερνητικής πολιτικής για το σχολείο διαμόρφωσης των «μερικών ανθρώπων», των ταξικών ανισοτήτων, της αποθέωσης των ταξικών φραγμών, της αγοράς, και την απαλλαγή του αστικού κράτους από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του και το φόρτωμα όλων των βαρών στις πλάτες των εκπαιδευτικών.
Η απαλλαγή των εκπαιδευτικών από τον γραφειοκρατικό φόρτο, που συνοδεύει τη διαδικασία της αξιολόγησης, δεν αφορά την ουσία αλλά μια ψευδαίσθηση ανακούφισης και η κατάργηση της αριθμητικής βαθμολογίας των σχολικών μονάδων από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Εργου δεν διαφέρει σε τίποτε επί της ουσίας από την περιγραφική αξιολόγηση, που έτσι κι αλλιώς γίνεται από τις σχολικές μονάδες (αποτίμηση σε επίπεδο άξονα σε 4βαθμη κλίμακα: 1 μη επαρκής λειτουργία με αρκετά σημεία προς βελτίωση, 2 επαρκής λειτουργία με κάποια σημεία προς βελτίωση, 3 καλή λειτουργία με ελάχιστα σημεία προς βελτίωση, 4 εξαιρετική λειτουργία). Σε όλες τις περιπτώσεις εμφανής και αναπόφευκτη είναι η κατηγοριοποίηση των σχολείων. Αναπόφευκτη είναι και η αντανάκλαση-σύνδεση της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας με την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της, αφού το έργο του σχολείου -παιδαγωγικό, μαθησιακό, διδακτικό, διοικητικό κ.λπ.- στηρίζεται πάνω στους ανθρώπους που το στελεχώνουν, δηλαδή τους εκπαιδευτικούς. Εκείνο που προτείνουν οι Διευθυντές είναι ότι σε αυτήν τη φάση δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί άμεσα και ο νόμος για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, μιας και αυτοί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα «κουλτούρα αξιολόγησης».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ενωσης Διευθυντών/ντριών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αναφέρει:
Τέσσερις προτάσεις προς το Υ.ΠΑΙ.Θ. για την εφαρμογή της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Πανελλήνιας Επιστημονικής Ενωσης Διευθυντών/ντριών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με αφορμή την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης (εσωτερικής αξιολόγησης ) και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων για δεύτερη σχολική χρονιά, και λαμβάνοντας υπόψη τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάστηκαν κατά την περσινή εφαρμογή τους, καταθέτει προς το Υ.ΠΑΙ.Θ., τις παρακάτω τέσσερις (4) προτάσεις, που μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην ουσιαστικότερη εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης και της εξωτερικής αξιολόγησης, προς όφελος των σχολικών μονάδων:
- Άμεση κατάργηση της άχρηστης γραφειοκρατίας που συνοδεύει την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων και καταπονεί τους εκπαιδευτικούς. Στην ειδική ψηφιακή πλατφόρμα του ΙΕΠ να αναρτώνται, έως τα μέσα Οκτωβρίου, μόνο οι τίτλοι των σχεδίων δράσης, οι στόχοι τους και οι συντονιστές των ομάδων, καθώς και η τελική έκθεση αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας στο τέλος του Ιουνίου.
- Άμεση κατάργηση της βαθμολόγησης των σχολικών μονάδων από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου με δεκάβαθμη κλίμακα (1-10), που αναπόφευκτα οδηγεί στην απαράδεκτη κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων. Οι ΣΕΕ, θα πρέπει να λειτουργούν ως κριτικοί φίλοι των σχολικών μονάδων και όχι ως βαθμολογητές τους, παρακολουθώντας την εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης και καταθέτοντας προτάσεις προς τους Συλλόγους Διδασκόντων για τη βελτίωση των σχολικών μονάδων.
- Στις ιστοσελίδες τους οι σχολικές μονάδες να αναρτούν μόνο τα σχέδια δράσης που υλοποιούν κάθε έτος, και τίποτα περισσότερο, ώστε να αποφεύγεται κάθε προσπάθεια κατηγοριοποίησής τους.
- Καμία απολύτως σύνδεση της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας με την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Καλούμε την πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. να προχωρήσει στην άμεση υιοθέτηση των παραπάνω προτάσεων, για να πάψει η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων να αποτελεί μια στείρα γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά να αποκτήσει πραγματική υπόσταση, όπως αυτή καθορίζεται από την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, ώστε να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων.
Γιούλα Γκεσούλη