Το Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά από προσφυγή τριών ανώτατων δικαστών (οι πληροφορίες αναφέρουν τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ρωμύλο Κεδίκογλου, τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνέδριου Νικόλαο Αγγελάρα και τον πρώην αντιπρόεδρο του ΣτΕ και νυν πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο) αποφάσισε με τεράστια πλειοψηφία (28-3), ότι οι συντάξεις των δικαστών (και μόνο αυτών) «οφείλουν να επανέλθουν στα επίπεδα του 2012, καθώς οι μεταγενέστερες περικοπές τους δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα».
Στην κυβέρνηση επήλθε ταραχή, για ευνόητους λόγους. Ειπώθηκαν σαχλαμάρες (που θα ‘λεγε και ο Μητσοτάκης), όπως ότι η απόφαση αφορά μόνο τους τρεις δικαστές που προσέφυγαν και κανέναν άλλο. Η δίκη στο Ανώτατο Δημοσιονομικοό Δικαστήριο ήταν πιλοτική. Σύμφωνα με πληροφορίες, εκκρεμούν ήδη λλες περίπου 400 παρόμοιες προσφυγές συνταξιούχων δικαστικών και δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει ούτε ένας/μία δικαστικός χωρίς να κάνει παρόμοια προσφυγή. Είναι πολλά τα λεφτά…
Ο ακροδεξιός τηλεπλασιέ-τηλεμαϊντανός-υπουργός Εργασίας είπε πως κατά την πάγια άποψή του, δεν πρέπει τα δικαστήρια να ασκούν δημοσιονομική πολιτική, η οποία πρέπει να είναι αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης! Δηλαδή, η κυβέρνηση να είναι ανεξέλεγκτη στη λήψη αποφάσεων με δημοσιονομικό αντίκρυσμα, όπως η περικοπή των συντάξεων, των μισθών των δημόσιων υπάλληλων, των προνοιακών επιδομάτων και άλλων κοινωνικού χαρακτήρα δαπανών. Είναι μια… περίεργη άποψη για τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, η οποία ταιριάζει στην περίοδο που κυβερνούσε ο «φίλος του» ο Παττακός και οι άλλοι χουνταίοι.
Πέταξε και την απίστευτη σαχλαμάρα, πως ο ίδιος θα εισηγηθεί, κάθε φορά που θα βγαίνει μια δικαστική απόφαση με δημοσιονομικό κόστος, να μπαίνει αυτόματα ένας εφάπαξ φόρος, 500 ή 1.000 ευρώ, σε όλους τους πολίτες, γιατί αλλιώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει δημοσιονομική πολιτική!
Με πόνο ψυχής τα παπαγαλάκια της αστικής δημοσιογραφίας, αυτά που απαιτούν σεβασμό στις δικαστικές αποφάσεις, ακόμα και όταν διαφωνούμε μ’ αυτές, αυτά που χαρακτηρίζουν με στόμφο την αστική Δικαιοσύνη «ύστατο καταφύγιο του αδύναμου πολίτη», αναγκάστηκαν να κάνουν κριτική στη δικαστική απόφαση, φοβούμενη πως στις συνθήκες της εφιαλτικής ακρίβειας, όταν η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δώσει το 2024 την εξευτελιστική αύξηση του 3% στις συντάξεις (για πολλούς ακόμα και αυτή η άθλια αύξηση θα πάει στον κουβά της «προσωπικής διαφοράς»), ο κόσμος θ’ αρχίσει να φωνάζει ζητώντας αυξήσεις συντάξεων. Βλέπετε, στην Ελλάδα, η σύνταξη της γιαγιάς και του παππού χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά για να συμπληρώνει εν μέρει το εισόδημα των κακοπληρωμένων παιδιών, για να καλύπτει ανάγκες των εγγονών που πάνε στο σχολείο.
Οι δικαστές του Ελεγκτικού Συνέδριου φρόντισαν, όμως, να καλύψουν την κυβέρνηση έναντι των διεκδικήσεων των υπόλοιπων συνταξιούχων. Νομικοί λένε πως η απόφαση δεν γεννά ερείσματα ούτε για τους συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων (π.χ. καθηγητές και μέλη ΔΕΠ), ώστε να διεκδικήσουν και αυτοί την επιστροφή των συντάξεών τους στα επίπεδα του 2012, γιατί η απόφαση επικαλείται ειδικά νομικά καθεστώτα που αφορούν μόνο τους δικαστές και κανέναν άλλο.
Ο ακροδεξιός Γεωργιάδης, που προφανώς έχει λάβει γνώση της απόφασης, προτού αυτή δημοσιευτεί, είπε: «Το βασικό σκεπτικό της απόφασης είναι ότι το status των δικαστών είναι τέτοιο που δεν μπορεί η συνταξιοδότησή τους να τους οδηγεί σε μια απότομη πτώση από αυτό το status. Τι λέει η απόφαση; Οτι πρέπει να είναι πολύ κοντά, το πολύ στο 80%, η διαφορά μεταξύ του μισθού που παίρνει o εν ενεργεία δικαστικός με τη σύνταξη που λαμβάνει, διότι το status του δικαστή πρέπει να διατηρείται και μετά την αφυπηρέτηση του».
Το στάτους του συνταξιούχου εργάτη ή του συνταξιούχου δημόσιου υπάλληλου δεν πρέπει να συγκρίνεται με αυτό των δικαστικών, αυτό έλειπε. Ο συνταξιούχος εργάτης ας τρέφεται από το «καλάθι του νοικοκυριού» κι ας φοράει τ’ αποφόρια των παιδιών και των εγγονών του. Ο συνταξιούχος δικαστής πρέπει να μένει στα βόρεια προάστια (πλην λίγων εξαιρέσεων που λειτούργησαν με ήθος και εντιμότητα, ίσα-ίσα για να επιβεβαιώνεται ο κανόνας), να τρέφεται από ντελικατέσεν και να κυκλοφορεί πάντα με «κουστουμιά καινούργια».
Περιττεύει να πούμε ότι τα δικαστήρια ευλόγησαν τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους, κάθε φορά που προσέφευγε κάποια αστογραφειοκρατική συνδικαλιστική οργάνωση. Κορυφαίες στην αλυσίδα των αντιλαϊκών-αντεργατικών αποφάσεων είναι οι υπ’ αριθμ. 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, υπό την προεδρία της… προοδευτικής νυν προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Το Γ’ Τμήμα του ΣτΕ, με συντριπτική πλειοψηφία (6-1) έκρινε τον Δεκέμβρη του 2018 ότι το πετσόκομμα του 13ου και 14ου μισθού των δημόσιων υπάλληλων είναι αντισυνταγματική. Με την ίδια άποψη συντασσόταν και η εισηγήτρια. Η Σακελλαροπούλου φρόντισε να υπάρξει στην Ολομέλεια του ΣτΕ πλειοψηφία που έκρινε συνταγματικό το πετσόκομμα και απέρριψε την προσφυγή της ΑΔΕΔΥ.
Το σκεπτικό αυτών των κατάπτυστων αποφάσεων έλεγε πως, παρά τις περικοπές των δώρων, οι μισθοί των Δημοσίων Υπαλλήλων είναι στα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, συγκρινόμενοι με το όριο φτώχειας και με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα! Είπαμε, άλλο το στάτους του συνταξιούχου εργάτη ή δημόσιου υπάλληλου και άλλο αυτό του συνταξιούχου δικαστικού. Οπως γράφει και ο Μητσός σήμερα στα «Νέα», «όταν το 2019 η Ολομέλεια του ΣτΕ, με πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ανέτρεψε τόσο προηγούμενη απόφαση του Στ’ Τμήματος όσο και την άποψη της εισηγήτριας και έκρινε ότι οι περικοπές των δώρων και του επιδόματος θερινής αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων είναι συνταγματικές, δεν επέδειξε αναλγησία, αλλά αίσθημα ευθύνης»!
Οι δικαστικοί έχουν τον τρόπο να αποκαθιστούν τις σε βάρος τους αδικίες από τις κυβερνήσεις (που είναι σπάνιες), καθώς αποφασίζουν οι ίδιοι για τα θέματά τους και οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να συμμορφωθούν. Ανεξάρτητα από τις προκλητικές μπούρδες που θα επικαλεστεί η απόφαση του Ελεγκτικού Συνέδριου (περί «στάτους» και δεν ξέρουμε τι άλλο), εκείνο που φέρνει στην επικαιρότητα, ανεξάρτητα από τη λογική «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει» της αστικής Δικαιοσύνης, είναι η τεράστια αδικία που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι εργάτες και δημόσιοι υπάλληλοι. Μια εν ψυχρώ κλοπή των κόπων μιας ζωής, που μόνο με σκληρούς αγώνες μπορεί να επανακατακτηθεί.
ΥΓ. Σε ένα από τις καθημερινά σόου του στα ραδιοκάναλα, ο ακροδεξιός τηλεπλασιέ-τηλεμαϊντανός-υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Κούλη 2 είπε: «Ο λόγος που δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στις προ-μνημονιακες περικοπές συντάξεων είναι ο εξής: οι κρατήσεις που έχουμε κάνει στους συνταξιούχους καλύπτουν ακριβώς τη μισή σύνταξη. Η άλλη μισή προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Εάν ένας Υπουργός Εργασίας ψηφίσει νόμο, ο κάθε συνταξιούχος να πάρει σύνταξη αναλόγως των κρατήσεων που πλήρωσε, αυτομάτως όλοι οι συνταξιούχοι θα χάνανε το 50%. Αυτό δεν το έχει καταλάβει ο πολύς κόσμος»!
Ξεπερνώντας Γκέμπελς και Γεωργαλά, αποτόλμησε αυτό που κανένας αστός πολιτικός ως τώρα δεν έχει αποτολμήσει. Να πει πως η μισή σύνταξη είναι… δωρεά του κράτους στους συνταξιούχους!
Αυτοί που μας χρώσταγαν μάς γυρεύουν και το βόδι. Καταληστεμένα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων (που έγιναν δανεικά κι αγύριστα σε «αναπτυξιακά» δάνεια προς καπιταλιστικές επιχειρήσεις), καπιταλιστές που δεν καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές (ούτε καν αυτές που παρακρατούν από τους εργάτες), συνεχείς διαγραφές χρεών των καπιταλιστών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, φόρτωμα της κοινωνικής πολιτικής του αστικού κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία, επί δεκαετίες μη εφαρμογή της περιβόητης τριμερούς χρηματοδότησης από το αστικό κράτος και πάρα πολλές ακόμη μορφές ληστείας των ασφαλιστικών ταμείων για περισσότερες από εφτά δεκαετίες, διαγράφονται και οι συνταξιούχοι εργάτες βγαίνουν και… χρεωμένοι έναντι του αστικού κράτους!