Νέες απειλές εκτοξεύει το υπουργείο Παιδείας στους εκπαιδευτικούς που αρνούνται την αξιολόγηση, απαιτώντας πλήρη υποταγή.
Ο ΓΓ του υπουργείου Παιδείας, Κόπτσης, επανέρχεται με νέο έγγραφο (144032/ΓΔ4, 10-11-2021) στα σχολεία, απαιτώντας τη συμμετοχή στην αξιολόγηση με «εξατομικευμένα κείμενα», θεωρώντας την ανάρτηση στις πλατφόρμες του ΙΕΠ, ακόμη και αυτών των κοινών κειμένων της ΔΟΕ, «ως μη γενόμενη».
Υπενθυμίζει δε τις νέες προθεσμίες που έχει δώσει το υπουργείο Παιδείας, έως τις 12 του Νοέμβρη για την ανάρτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΙΕΠ της «εξατομικευμένης έκθεσης αξιολόγησης» του εκπαιδευτικού έργου της προηγούμενης σχολικής χρονιάς («αποτίμηση») και έως τις 29 Νοέμβρη της ανάρτησης του «Συλλογικού Προγραμματισμού», που αφορά το τρέχον σχολικό έτος.
Οι εκφοβισμοί του υπουργείου Παιδείας που οδηγούν την κατάσταση στα άκρα, οι μέθοδοι του μαστίγιου που ακολουθεί έχουν προκαλέσει μεγάλη αγανάκτηση μέσα στους εκπαιδευτικούς, των οποίων η διάθεση για συμμετοχή στην απεργία-αποχή από τις διαδικασίες επιστροφής στον επιθεωρητισμό είχε εκφραστεί με συντριπτικά ποσοστά όλο το προηγούμενο διάστημα.
Το κλίμα αναταραχής εκφράστηκε και με την αποστολή κοινού αιτήματος 35 ΕΛΜΕ (σ.σ. οι υπογραφές των 35 ΕΛΜΕ είχαν μπει ως τις 4 του Νοέμβρη, ενώ η συλλογή υπογραφών συνεχίζεται) προς την ΟΛΜΕ για σύγκληση έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων και νέας Ολομέλειας Προέδρων, με στάσεις εργασίας των τοπικών συλλόγων, ώστε να μην πραγματοποιούνται οι ειδικές συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων για να παρθούν αποφάσεις για συμμετοχή στην αξιολόγηση, με δηλώσεις εκπαιδευτικών ότι δεν θα συμμετάσχουν σε καμιά διαδικασία αξιολόγησης, με εξώδικα συλλόγων για κήρυξη νέας απεργίας-αποχής κ.λπ.
Το κλίμα πίεσης, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ το διαχειρίζονται με πονηρά παιχνίδια που διευκολύνουν το υπουργείο Παιδείας στη βρόμικη τακτική του.
Η ΔΟΕ στις 4/11/2021 έστειλε «εξώδικη δήλωση-όχληση-διαμαρτυρία με επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος» στην υπουργό Παιδείας και τον ΓΓ του ΥΠΑΙΘ, για τις μεθόδους εκφοβισμού των εκπαιδευτικών («σας καλούμε να απέχετε από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία αφενός παραβιάζει τον νόμο και αφετέρου επιχειρεί να εκφοβίσει τα μέλη των Συλλόγων Διδασκόντων κατά τη διαμόρφωση και έκφραση της άποψής τους»).
Και η ΟΛΜΕ, από την πλευρά της, μετά την αποστολή του κοινού αιτήματος των 35 ΕΛΜΕ, εξαναγκάστηκε, λόγω υποχρέωσης που απορρέει από το καταστατικό της, να ορίσει νέα Ολομέλεια Προέδρων στις 27 του Νοέμβρη και να καλέσει σε σύγκληση νέων Γενικών Συνελεύσεων. Ο ορισμός της ημερομηνίας σύγκλησης Ολομέλειας Προέδρων στο τέλος του μήνα, ένα μακρύ δηλαδή χρονικό διάστημα, έχει επίσης τη σημασία του στο βρόμικο παιχνίδι που παίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Σημειωτέον ότι η ΟΛΜΕ δεν έχει κηρύξει επίσημα (κανένα σχετικό κείμενο δεν υπάρχει στην ιστοσελίδα της) στάσεις εργασίας, ώστε οι εκπαιδευτικοί να μην συμμετέχουν στις ειδικές συνεδριάσεις των συλλόγων διδασκόντων στα σχολεία, αφήνοντάς τους ουσιαστικά ακάλυπτους στις πιέσεις των διευθυντών και του υπουργείου Παιδείας. Οσες στάσεις εργασίας κηρύχθηκαν έγιναν με πρωτοβουλία και αποφάσεις των τοπικών ΕΛΜΕ.
Η τακτική αυτή οδηγεί σε αυτοπαγίδευση των εκπαιδευτικών. Εκείνο που πρέπει να απαιτήσουν οι εκπαιδευτικοί αυτήν τη στιγμή είναι η άμεση επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής από τα ΔΣ των ΟΛΜΕ και ΔΟΕ. Η διάθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών για συμμετοχή σε αυτήν είχε άλλωστε εκφραστεί καθαρά όλο το προηγούμενο διάστημα, ενώ είναι επίσης δεδομένο ότι η αστική Δικαιοσύνη, σε περίπτωση που το υπουργείο Παιδείας ξανακαταφύγει σε αυτήν, δεν χρειάζειται «πειστικούς» λόγους για να κηρύξει την απεργία-αποχή παράνομη. Το έχει μάλιστα αποδείξει: στην περίπτωση της ΔΟΕ επικαλέστηκε τη μη λήψη απόφασης από τη Γενική Συνέλευση, στην περίπτωση της ΟΛΜΕ, που υπήρχε απόφαση της ΓΣ των Προέδρων, επικαλέστηκε τη μη προσφυγή στον ΟΜΕΔ, και στην περίπτωση της ΟΙΕΛΕ αποφάσισε ότι η απεργία-αποχή είναι πολιτική απεργία!
Η άμεση επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής από ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, για όσες φορές χρειαστεί, είναι μονόδρομος. Με αυτήν συσπειρώνεται η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, δεν δημιουργούνται συγχύσεις και οι εκπαιδευτικοί πετυχαίνουν να μην εφαρμοστεί η καρμανιόλα της αξιολόγησης, που θα πλήξει ανεπανόρθωτα τη δημόσια εκπαίδευση, εκπαιδευτικούς και μαθητές.