Η απελπισία έχει βαρέσει κατακούτελα την Κεραμέως, βλέποντας ότι τίποτε από αυτά που προωθεί με πείσμα και με τον βούρδουλα στην εκπαίδευση δεν έχει την αποδοχή των εκπαιδευτικών. Κάνει, λοιπόν το μαύρο-άσπρο, τοποθετεί την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω και πανηγυρίζει γιατί στις ηλεκτρονικές εκλογές για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΥΣ) συμμετείχε το 34%, ενώ απείχε το 66% -και αυτό πάντα σύμφωνα με τα ίδια τα στοιχεία του ΥΠΑΙΘ, που σημειώνουμε πως κανείς δεν μπόρεσε να ελέγξει!
Σε κοινό Δελτίο Τύπου που εξέδωσε με τον έτερο Καππαδόκη του στενού πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, του «επιτελικού κράτους», Πιερρακάκη, αναφέρονται τα εξής τραγελαφικά:
«Ο μεγαλύτερος αριθμός ψηφισάντων σε ηλεκτρονικές εκλογές στην Ελλάδα καταγράφηκε στην ψηφοφορία που διοργάνωσε το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων για την ανάδειξη των αιρετών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια των εκπαιδευτικών ΚΥΣΠΕ, ΚΥΣΔΕ, ΑΠΥΣΠΕ, ΑΠΥΣΔΕ, ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ, καθώς και των αντίστοιχων εκπροσώπων των μελών του Ειδικού Εκπαιδευτικού και Ειδικού Βοηθητικού Προσωπικού.
Ειδικότερα, το Σάββατο 5 Νοεμβρίου, 65.500 εκπαιδευτικοί, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 34% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ψήφισαν σε 380 ψηφιακές κάλπες του πληροφοριακού συστήματος ηλεκτρονικών εκλογών ‘’ΖΕΥΣ’’, που διαχειρίζεται το Εθνικό Δίκτυο Υποδομών Τεχνολογίας και Ερευνας (ΕΔΥΤΕ ΑΕ – GRNET), εποπτευόμενος φορέας του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Συνολικά, για την ανάδειξη των εκπροσώπων σε όλα τα όργανα, καταμετρήθηκαν περισσότερες από 181.000 ηλεκτρονικές ψήφοι. Πρόκειται για την πιο μαζική – σε απόλυτο αριθμό – συμμετοχή σε ψηφιακή εκλογική διαδικασία στην ιστορία του συστήματος ‘’ΖΕΥΣ’’».
Ξεπέρασαν και τον… Ταμτάκο Κεραμέως και Πιερρακάκης, ανακατεύοντας σκόπιμα τον αριθμό των 65.000 εκπαιδευτικών που συμμετείχαν, με τις ηλεκτρονικές 181.000 ψήφους που έπεσαν από τα άτομα αυτά και στις τρεις κάλπες (για ΠΥΣΠΕ, ΑΠΥΣΠΕ, ΚΥΣΠΕ), για να δημιουργήσουν ψεύτικες εντυπώσεις.
Το μέγα «επίτευγμα», έγκειται στο για κλάματα ταχυδακτυλουργικό κόλπο, ότι έκαναν σύγκριση με το 7% που συμμετείχε στις ηλεκτρονικές εκλογές-παρωδία της προηγούμενης χρονιάς, όταν ακόμη και οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ καλούσαν σε απεργία-αποχή που ξεπέρασε το 93%!
Εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι εν τοις πράγμασι οι εκπαιδευτικοί γύρισαν μαζικά την πλάτη στους σχεδιασμούς Κεραμέως (στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση το ποσοστό αποχής άγγιξε το 85%, ειδικά στην Αττική, εκεί δηλαδή που συγκεντρώνεται μεγάλος όγκος των εκπαιδευτικών), που ουσιαστικά απέβλεπαν στην παγίωση της εφαρμογής του εκτρωματικού νόμου Χατζηδάκη, που προβλέπει την ηλεκτρονική ψηφοφορία, καταργώντας ουσιαστικά κάθε συλλογική διαδικασία, κάθε διά ζώσης αντιπαράθεση απόψεων και ιδεολογιών, που βοηθούν στην αφύπνιση των εργαζόμενων και διευκολύνουν τον ταξικό προσανατολισμό τους, ώστε να περνούν ανώδυνα τα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης.
Γύρισαν την πλάτη παρά τη σαμποταριστική και φιλοκυβερνητική στάση των ΟΛΜΕ-ΔΟΕ που με συνεργασία των ΔΑΚΕ, ΠΕΚ και ΣΥΝΕΚ (συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΝΔ, ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα) είχε στόχο να παγιωθεί ο νόμος Χατζηδάκη με την απόφαση για συμμετοχή στις ηλεκτρονικές εκλογές, με το ψευδοεπιχείρημα να μην εγκαταστήσει και πάλι «δοτούς» η Κεραμέως στα ΥΣ.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι υπήρξαν πιέσεις να αυξηθεί η συμμετοχή με e-mail που στέλνονταν στους εκπαιδευτικούς με την υπενθύμιση να ψηφίσουν ακόμη και το απόγευμα του Σαββάτου και με παράταση της ψηφοφορίας ακόμη και μετά τη λήξη της (5 η ώρα το απόγευμα του Σαββάτου 5/11).
Η συντριπτική αποχή είναι ηχηρό χαστούκι τόσο για την Κεραμέως όσο και για τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες και φανερώνει ότι τίποτε δεν είναι εύκολο για το ΥΠΑΙθ και τους σχεδιασμούς του στην εκπαίδευση.
Βεβαίως, το μεγάλο ποσοστό αποχής αφορά την αντίθεση στην ηλεκτρονική ψηφοφορία και όχι την αντίθεση από Θέση Αρχής στις εκλογές για τα ΥΣ, ανεξάρτητα από περιστασιακούς λόγους, που θα έπρεπε να είναι η στάση κάθε ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, που στις μέρες μας -δυστυχώς- είναι ζητούμενο. Και αυτή η συνεπής αριστερή στάση, η συνεπής ταξική στάση έχει να κάνει με αυτήν καθαυτήν τη φύση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων.
Εχουμε πολλές φορές σημειώσει τα εξής:
Τα ΥΣ είναι όργανα προώθησης και επιβολής της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αποτελούν δηλαδή κατά τόπους το μακρύ χέρι του κράτους, της κεντρικής εξουσίας στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα είναι και πειθαρχικά όργανα ελέγχου και τιμωρίας των εκπαιδευτικών.
Το περιεχόμενο των συνεδριάσεών τους είναι απόρρητο, ώστε να κρατιούνται οι εκπαιδευτικοί μακριά από το πραγματικό περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξάγονται στο πλαίσιό τους, μακριά από τις πραγματικές προθέσεις και το σκεπτικό των κυβερνητικών επιλογών και του υπουργείου Παιδείας, να μη γνωρίζουν πώς σκέφτεται και ενεργεί κάθε ένα μέλος τους, όχι μόνο διορισμένο αλλά και αιρετό, εκλεγμένο δηλαδή από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (ειδικά όσον αφορά θέματα που αφορούν είτε το εργασιακό τους στάτους, είτε την επιβολή πιθανής πειθαρχικής ποινής για τη στάση τους έναντι των αντιεκπαιδευτικών μέτρων) και να είναι αποδέκτες αποκλειστικά και μόνο των «ξερών» αποφάσεών τους.
Το αστικό κράτος, προκειμένου να μανιπουλάρει τους εκπαιδευτικούς και τις αντιστάσεις τους στα αντιλαϊκά-αντεργατικά-αντιεκπαιδευτικά μέτρα, προσπαθεί να τους ενσωματώσει μέσω της απάτης της «συνδιοίκησης», μέσω δηλαδή των ψευδαισθήσεων που καλλιεργεί η συμμετοχή διά των αιρετών «τους» στα ΥΣ. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή σε αυτά τα όργανα καθιστά τους εκπαιδευτικούς συνυπεύθυνους και συν-διαχειριστές της αντεργατικής πολιτικής.
Τις ψευδαισθήσεις αυτές συντηρούν με τη συμμετοχή στις σχετικές εκλογές ανάδειξης αιρετών στα ΥΣ, εκτός από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις των αστικών κυβερνητικών κομμάτων όλων των χρωμάτων, και παρατάξεις «αριστερές» και με ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό τάχα προσανατολισμό, με τη δικαιολογία ότι θα είναι «τα μάτια και τα αυτιά των εργαζόμενων», ενώ γνωρίζουν πολύ καλά όχι μόνο τη δέσμευση του «απόρρητου» των συνεδριάσεων, αλλά και το γεγονός ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν ή να επηρεάσουν σημαντικές αποφάσεις, ακόμη και αν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, γιατί απέναντι έχουν «τοίχο» και γιατί αποτελούν μειοψηφία. Συμμετέχουν δηλαδή και αυτές -παρά τα μεγάλα λόγια- για ψηφοθηρικούς και μικροκομματικούς λόγους, γιατί δεν θέλουν να μείνουν έξω από το διαχειριστικό αστικό παιχνίδι, που εμπεριέχει και την άσκηση ρουσφετολογικής πολιτικής προς άγραν ψήφων.