Ο κατώτατος μισθός ήταν 751 ευρώ μεικτά το 2009. Το 2012, η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων τον πετσόκοψε με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου φέρνοντάς τον στα 586 ευρώ (ταυτόχρονα, θέσπισε και υποκατώτατο μισθό στα 511 ευρώ για τους εργάτες ηλικίας κάτω των 25 ετών). Ολοκληρώνοντας το αντεργατικό πραξικόπημα, ο Βρούτσης (υπουργός Εργασίας τότε) εισηγήθηκε νομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των Σαμαροβενιζέλων (Ν. 4172/2013), με τον οποίο η ρύθμιση του κατώτατου μισθού έφυγε από το πεδίο των λεγόμενων συλλογικών διαπραγματεύσεων και έγινε αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Ο σχετικός νόμος προβλέπει την εξέλιξη του κατώτατου μισθού με βάση τις ανάγκες των καπιταλιστών:
«Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».
Πρέπει να σημειωθεί ότι εκμεταλλευόμενοι το μνημονιακό καθεστώς, με την ενθάρρυνση των κυβερνήσεων (π.χ. η περιβόητη εγκύκλιος Στρατινάκη), οι καπιταλιστές άρχισαν να πληρώνουν με τον κατώτατο μισθό και εργάτες που έπρεπε να πληρώνονται με βάση τους μισθούς των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ετσι, στον κοινό παρονομαστή του κατώτατου μισθού στριμώχνεται πλέον ένα σημαντικά υψηλότερο -σε σχέση με το παρελθόν- ποσοστό της εργατικής τάξης.
Οι συριζαίοι, που είχαν καταδημαγωγήσει την εργατική τάξη και ιδιαίτερα τη νέα βάρδια της, με τη «δέσμευση» ότι θα επαναφέρουν άμεσα τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, διατήρησαν άθικτο το πραξικοπηματικό αντεργατικό πλαίσιο και στα δυο του σκέλη: και στο ύψος του κατώτατου μισθού και στην απόσπασή του από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αφού συμπλήρωσαν τετραετία στην εξουσία κρατώντας τον κατώτατο μισθό στα 586 ευρώ και διατηρώντας τον υποκατώτατο μισθό των 511 ευρώ (μεικτά), προχώρησαν σε αύξησή του στα 650 ευρώ (με παράλληλη κατάργηση του υποκατώτατου), υπό τις ευλογίες της τρόικας και των καπιταλιστών. Η Αχτσιόγλου διατήρησε άθικτο το νόμο Βρούτση, ο οποίος έκτοτε φέρει και το δικό της όνομα (ως στίγμα). Ο ορισμός του κατώτατου μισθού δεν έγινε με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τις καπιταλιστικές-εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, μετά από εισήγηση της τότε υπουργού Εργασίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εφαρμόζοντας το ίδιο αντεργατικό καθεστώς, άφησε να περάσει το 2020 χωρίς καμιά αύξηση στον κατώτατο μισθό και αποφάσισε να δώσει αύξηση για το 2021. Η οποία, όμως, δεν δόθηκε για κανένα μήνα του 2021, αλλά άρχισε να ισχύει από 1.1.2022! Αρα, δύο χρόνια (2020 και 2021) πήγαν… υπέρ πίστεως και πατρίδας, δηλαδή υπέρ του κεφαλαίου.
Και πόση ήταν αυτή η αύξηση; Ούτε ένα κουλούρι την ημέρα: 2% ή αλλιώς 13 ευρώ το μήνα. Ο κατώτατος μισθός διαμορφώθηκε στο… δυσθεώρητο ύψος των 663 ευρώ το μήνα, όταν το 2009 (πριν από 13 χρόνια δηλαδή) ήταν 751 ευρώ!
Είναι μια «συνετή αύξηση η οποία στηρίζει όσο γίνεται την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας», δήλωσε τότε ο Χατζηδάκης. Πρόκειται για τη γνωστή παπαρολογία που ακούγεται εδώ και δεκαετίες από όλες τις κυβερνήσεις-οργανέτα των καπιταλιστών. Μισθοί και κέρδη είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο,τι προστίθεται στους μισθούς αφαιρείται από τα κέρδη και αντίστροφα. Αυτή είναι η μία και μοναδική αλήθεια. Επομένως, μια αύξηση των μισθών που θα τους πλησίαζε στην αξία της εργατικής δύναμης (είναι σταθερά κάτω απ’ αυτή), δε θα οδηγούσε τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις σε κλείσιμο, αλλά απλά θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών.
Η «συνετή αύξηση» του 2% στηριζόταν στην πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2021 μεταξύ 3,3% και 4,3%. Ελα, όμως, που η ανάπτυξη αναθεωρήθηκε μια φορά και πήγε στο 6,9% και αναθεωρήθηκε δεύτερη φορά και πήγε στο 8%+ (μετά την ύφεση 9% του 2020). Και οι προβλέψεις για το 2022 μιλούσαν για ανάπτυξη πάνω από 5% (ο Μητσοτάκης την ανέβαζε στο 8%). Και ταυτόχρονα, η ακρίβεια άρχισε να σαρώνει. Ο επίσημος πληθωρισμός έτρεχε με 5,1% (για την εργατική τάξη τα πράγματα είναι πάντοτε χειρότερα από ό,τι δείχνει ο «μαϊμουδέ» δείκτης τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ) και ο ίδιος ο Μητσοτάκης παραδεχόταν ότι η άνοδος του πληθωρισμού θα συνεχιζόταν τουλάχιστον για το πρώτο τρίμηνο του 2022. Οπως ξέρουμε, πλέον, συνεχίστηκε το 2022, το 2023, συνεχίζεται και το 2024 (έστω και με χαμηλότερο ρυθμό αύξησης).
Επιστρέτευσαν τότε το παραμύθι περί έμμεσης αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων. Το επαναλάμβανε συνέχεια ο Χατζηδάκης, λέγοντας με το γνωστό του θράσος ότι με την αύξηση του 2% «αλλά και χάρη στην ευρύτερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (μείωση ασφαλιστικών εισφορών, φορολογικά μέτρα κλπ.), οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα έχουν συνολική ετήσια αύξηση του εισοδήματός τους από 305 έως 533 ευρώ»! Ο εργατόκοσμος στέναζε, και με τα γελοία παραμύθια του Χατζηδάκη (που δεν έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του) δε γέμιζε το καλάθι στο σούπερ μάρκετ.
Επρεπε, λοιπόν, κάτι να κάνουν και για τον κατώτατο μισθό, για να κατασιγάσουν την αγανάκτηση του εργατόκοσμου. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε σε συνέντευξή του στον Χατζηνικολάου ότι θα υπάρξει και «δεύτερη αύξηση» του κατώτατου μισθού, η οποία θα άρχιζε να ισχύει από την 1η Μάη του 2022. Ψέμα στο ψέμα. Αφού το 2% ήταν για το 2021 και απλά ετεροχρονίστηκε, για ποια δεύτερη αύξηση μιλούσαν οι ψευταράδες; Αυτή θα ήταν η αύξηση του 2022, μία και μοναδική.
Ο Μητσοτάκης, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του που, εκτός των πολλών άλλων, καταγράφηκε ως διαβόητος στη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία και για το… μαθηματικό αξίωμα 0%+0%=14% (το 1993), έκανε διάγγελμα για να ανακοινώσει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% σε σχέση με το 2021. Και για να εντυπωσιάσει ακόμα περισσότερο, είπε πως μέχρι τα τέλη του 2022 κάθε εργαζόμενος θα βάλει έναν 15ο μισθό στην τσέπη του! Το ότι η ακρίβεια θα του έχει αρπάξει δυο και τρεις μισθούς… ξέχασε να το αναφέρει.
Η αύξηση των 50 ευρώ στον κατώτατο μισθό (από 663 σε 714 ευρώ) ποσοστιαία ισοδυναμούσε με 7,5%. Πού το βρήκε το 9,7% ο Μητσοτάκης; Πρόσθεσε και το 2% που είχε δοθεί από 01.01.2022, που όμως ήταν αύξηση για το 2021 και δεν μπορούσε να θεωρείται αύξηση του 2022. Επίσης, η αύξηση του 7,5% δεν εφαρμόζεται αναδρομικά από 01.01.2022, αλλά από 01.05.2022. Αυτό σήμαινε ότι η αύξηση εφαρμοζόταν στα δύο τρίτα του 2022 και επομένως σε ετήσια βάση δεν ήταν 7,5% αλλά 5%.
.Ο «μαϊμουδισμένος» προς τα κάτω επίσημος πληθωρισμός εκείνη τη στιγμή «έτρεχε» σε ετήσια βάση με ποσοστό πάνω από 8%. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Μάρτη του 2022 «έτρεχε» με 8,9% (ρεκόρ 27ετίας). Σε σχέση με τον Φλεβάρη, ο Μάρτης έδειξε αύξηση 2,7%. Δηλαδή, η αύξηση του Μητσοτάκη είχε ήδη εξαφανιστεί, προτού δοθεί.
Θυμίζουμε ότι μιλάμε για πλαστό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, καθώς το περιβόητο «καλάθι της νοικοκυράς», με το οποίο καταρτίζεται ο Δείκτης, δεν αποτυπώνει το εργατικό-λαϊκό πρότυπο κατανάλωσης, αλλά ένα τεχνητά κατασκευασμένο πρότυπο, με στόχο να εμφανίζεται τεχνητά πιο χαμηλή η αύξηση του Δείκτη. Για να το πούμε απλά, ο πραγματικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για την εργατική-λαϊκή οικογένεια είναι σημαντικά ψηλότερος από τον επίσημο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Το πενηντάρικο, που με καμάρι ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης, παριστάνοντας ξεδιάντροπα τον προστάτη των εργατών, ισοδυναμούσε με 1,6 ευρώ την ημέρα. Αν η αύξηση για το 2021 (που δόθηκε το 2022) ισοδυναμούσε με κάτι λιγότερο από ένα κουλούρι την ημέρα, αυτή που δόθηκε για το 2022 ισοδυναμούσε με κάτι λιγότερο από έναν καφέ την ημέρα (για σουβλάκι δεν το συζητάμε, είχε ήδη ξεφύγει πάνω από τα 3 ευρώ).
Πριν από πολλά χρόνια, γινόταν λόγος για ονομαστική αύξηση και για πραγματική αύξηση μισθών, με την πραγματική αύξηση να υπολογίζεται αφού αφαιρούνταν ο πληθωρισμός. Ο επίσημος πληθωρισμός. Αυτός που είναι τεχνητά υποτιμημένος, χάρη στην κάλπικη Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών και στην κατάστρωση ενός κάλπικου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Εστω και με κάλπικο επίσημο πληθωρισμό, όλος ο κόσμος μπορούσε να διακρίνει πόση ήταν η πραγματική αύξηση στους μισθούς, αν από την ονομαστική αύξηση αφαιρούσε τον πληθωρισμό.
Πόσος ήταν ο επίσημος (κάλπικος) μέσος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή το 2022; Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ήταν 9,6%. Η μέση αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022 ήταν 5%. Επομένως, η πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν αρνητική. Ο εργάτης και η εργάτρια που πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό έχασαν 4,6% του μισθού τους! Επαναλαμβάνουμε ότι η πραγματική απώλεια εισοδήματος είναι μεγαλύτερη, διότι ο επίσημος πληθωρισμός είναι σκόπιμα υποτιμημένος.
Πόσος προβλεπόταν ο επίσημος (κάλπικος) πληθωρισμός το 2023; Οι προβλέψεις άλλαζαν συνεχώς και κυμαίνονταν από 6,5% μέχρι 4,5%. Τον Γενάρη 2023, ο επίσημος (κάλπικος) μέσος ΔΤΚ δωδεκαμήνου «έτρεχε» με 9,7% και τον Φλεβάρη 2023 με 9,6%. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι η ονομαστική μέση αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,05%, δεν κάλυπτε ούτε τις απώλειες που είχε ο πραγματικός μισθός το 2022, ούτε τον επίσημο (κάλπικο) πληθωρισμό του 2023.
To 2024, η κουτοπόνηρη ομάδα προπαγάνδας του Μητσοτάκη, για πρώτη φορά στην ιστορία, δεν ανακοίνωσε ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά ποσό. Οπως είπαν πρώτα ο Μητσοτάκης στη φιέστα του υπουργικού συμβούλιου και μετά η Μιχαηλίδου στο υπουργείο Εργασίας, «πρόκειται για μια γενναία αύξηση κατά 50 ευρώ μηνιαίως»!
Προσέξτε θράσος: κάτι λιγότερο από 1,7 ευρώ την ημέρα, με τα οποία δεν αγοράζεις ούτε έναν καφέ, βαφτίστηκαν «γενναία αύξηση»!
Ο μηχανισμός προπαγάνδας είχε το θράσος να κάνει και σάλτο προς το παρελθόν, να πάει στο 2019 (όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, για να μας πει ότι «από το 2019 ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί σωρευτικά κατά 27,7% την ώρα που η αύξηση του πληθωρισμού την ίδια περίοδο ήταν 16,6%. Εχουν προστεθεί δηλαδή ετησίως τρεις επιπλέον μισθοί στο εισόδημα των εργαζομένων»!
Και γιατί δεν πήγαν στο 2009, όταν ο κατώτατος μισθός ήταν 751 ευρώ, για να πετσοκοπεί από το 2012 μέχρι το 2019 στα 586 ευρώ (και για τους κάτω των 25 ετών στα 511 ευρώ); Αφού ήθελαν συγκρίσεις με το παρελθόν, να μας έλεγαν πόση είναι η αύξηση από το 2009 στο 2024. Από τα 751 του 2009 μέχρι τα 830 ευρώ του 2024, η αύξηση είναι 10,52%.
10,52% σε 15 χρόνια είναι ένα άθλιο ποσοστό. Κι αυτό, όμως, το άθλιο ποσοστό δεν αποδίδει το μέγεθος της ληστείας, γιατί έχουμε μια σχέση αρχής-τέλους, χωρίς να φαίνονται οι απώλειες της ενδιάμεσης οχταετίας 2012-19, που ο κατώτατος μισθός είχε πετσοκοπεί. Αφού, όμως, έθελαν να κάνουν συγκρίσεις με το παρελθόν, έπρεπε να πάνε στο 2009, που ο κατώτατος μισθός ήταν 751 ευρώ, και όχι στο 2019, που ήταν 650 ευρώ.
Το παιχνίδι με τα ποσοστά γίνεται αποπροσανατολιστικό, όταν διεξάγεται από πολιτικούς απατεώνες. Κάνουν ποσοστιαία σύγκριση με το 2019, δεν μας λένε όμως πόση είναι η αύξηση μέσα στο 2024. Η ονομαστική ποσοστιαία αύξηση είναι 6,41%, όμως η πραγματική ποσοστιαία αύξηση είναι 4,81%, γιατί η αύξηση δεν είναι για όλο το χρόνο, αλλά από 1ης Απρίλη (εννέα μήνες).
Γι’ αυτό επέλεξαν φέτος να μην μιλήσουν για ποσοστό. Γιατί οι εργάτες ξέρουν πολύ καλά ότι ακόμα και ο κάλπικος πληθωρισμός της ΕΛΣΤΑΤ είναι υψηλότερος, για να μην μιλήσουμε για τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, που και ο «μαϊμουδισμένος» πληθωρισμός της ΕΛΣΤΑΤ τον δίνει σταθερά σε διψήφια νούμερα.
Αν θέλετε να διαπιστώσετε γιατί είναι κάλπικος ο προϋπολογισμός της ΕΛΣΤΑΤ, διαβάστε τη σειρά άρθρων υπό το γενικό τίτλο: Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών: Η μεγάλη απάτη (1, 2, 3, 4, 5).
Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, τους χαμηλόμισθους εργάτριες και εργάτριες σαν Χαχόλους, δεν τους είπαν «αυξάνουμε τον κατώτατο μισθό κατά 6,41%» (για την πραγματική ποσοστιαία αύξηση του 4,81% ούτε λόγος), γιατί ήξεραν ότι ένα τέτοιο ποσοστό θα προκαλούσε οργή. Προτίμησαν να παίξουν με τα 50 ευρώ («άντε, ατιμούλικα, το τσιμπήσατε ένα πενηντάρικο το μήνα»), ποντάροντας στην ανυπαρξία εργατικού διεκδικητικού κινήματος, στην ηττοπάθεια και την παραίτηση. Λες και οι εργάτριες και οι εργάτες δεν ξέρουν να κάνουν μια διαίρεση με το 30 και να βρουν ότι η «γενναία αύξηση» είναι σκάρτα 1,7 ευρώ την ημέρα.
Και μετά, αφού πέρασαν και οι ευρωεκλογές, έσκασε το νέο παραμύθι. Θα καταργήσουν το νόμο Βρούτση-Αχτσιόγλου και θα πάνε σε έναν άλλο τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, σύμφωνο με την ευρωπαϊκή οδηγία «για επαρκείς κατώτατους μισθούς». Θα υπάρχει, λένε, ένας μαθηματικός τύπος, που «προτείνεται να λαμβάνει υπόψιν τον πληθωρισμό και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας». Θα υπάρχει και μια «Επιτροπή Διαβούλευσης, η οποία θα αποτελείται κυρίως από εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να διατυπώνει γνώμη για το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και την επικαιροποίησή του, αναβαθμίζοντας έτσι τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία».
Θ’ αλλάξει ο Μανωλιός και θα βάλει τα ρούχα του αλλιώς. Και τώρα υποτίθεται πως παίρνουν υπόψη τον «πληθωρισμό» και την «αύξηση της παραγωγικότητας», και τώρα υπάρχει «διαβούλευση» με τα διάφορα ινστιτούτα (των καπιταλιστών και της ΓΣΕΕ) να καταθέτουν προτάσεις. Την απόφαση, όμως, παίρνει το υπουργικό συμβούλιο με εισήγηση του υπουργού Εργασίας. Το ύψος του κατώτατου μισθού δεν καθορίζεται και θα εξακολουθήσει να μην καθορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αλλά από την κυβέρνηση.
Η νεοφιλελεύθερη Κεραμέως, που θέλει ν’ αφήσει «μεταρρυθμιστικό έργο» και στο υπουργείο Εργασίας που της είναι εντελώς ξένο, ανακοίνωσε πως ξεκινά αμέσως τον «κοινωνικό διάλογο» για το νέο σύστημα. Και ξεκίνησε με τους αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ, οι οποίοι παρατάχτηκαν χτες σαν γλάστρες γύρω από την Κεραμέως, για να δώσει η τελευταία υλικό στην κυβερνητική προπαγάνδα:
«Στόχος της συνάντησης ήταν η κατάθεση προτάσεων, από πλευράς της ΓΣΕΕ, επί του πορίσματος που έχει εκδώσει η Επιστημονική Επιτροπή για την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς και τη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού που προτείνεται σε αυτό. Η Υπουργός άκουσε με προσοχή και κατέγραψε όλες τις προτάσεις, τις παρατηρήσεις και τις απόψεις που διατύπωσαν τα μέλη της ΓΣΕΕ για το πόρισμα της Επιτροπής, επί των οποίων ακολούθησε ένας γόνιμος και παραγωγικός διάλογος» (Δελτίο Τύπου υπουργείου).
«Ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους θα συνεχιστεί, προκειμένου να εισακουστούν όλες οι απόψεις: τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών, ώστε να καταλήξουμε στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προς όφελος, συνολικά, της απασχόλησης» (Δήλωση Κεραμέως)
Ο μηχανισμός των αστογραφειοκρατών της ΓΣΕΕ διένειμε δήλωση του Παναγόπουλου, που ξεκινούσε ως εξής:
«Σήμερα είχαμε την πρώτη συνάντηση για να συζητήσουμε το πόρισμα που παρέδωσε η Επιτροπή για τους Επαρκείς κατώτατους μισθούς και για το πως θα καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις το 80% των εργαζομένων. Δυστυχώς, αυτό που μάθαμε και αυτό που εμπεδώσαμε είναι τελικά ότι η κυβερνητική απόφαση είναι να μην επανέλθει το σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό».
Η Κεραμέως δεν έκρυψε ποτέ πως και με το νέο σύστημα ο μισθός θα καθορίζεται από την κυβέρνηση και όχι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η έκπληξη του Παναγόπουλου είναι υποκριτική και πρόστυχη. Ηξεραν πολύ καλά τι προβλέπει και το νέο κυβερνητικό σχέδιο και επέλεξαν απόλυτα συνειδητά να πάνε και να παραστήσουν τις γλάστρες στο σόου της Κεραμέως, γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους.
Η Κεραμέως, όπως και οι προγενέστεροι υπουργοί Εργασίας, δεν περιμένει από τη ΓΣΕΕ να τους χειροκροτεί. Εκείνο που περιμένουν είναι να παίρνει η ΓΣΕΕ μέρος στον κακόφημο «κοινωνικό διάλογο», νομιμοποιώντας με τη συμμετοχή της (και με την κατάθεση των προτάσεών της) τις προειλημμένες αποφάσεις που χαντακώνουν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα της εργατικής τάξης. Σ’ αυτό το ρόλο οι αστογραφειοκράτες συνδικαλιστές ανταποκρίνονται με επάρκεια. Ως ένας ακόμα πόλος του συστήματος εξουσίας.
Οσο δεν υπάρχει διεκδικητικό κίνημα της εργατικής τάξης, και ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται από το κράτος σε επίπεδα πείνας, και οι υπόλοιποι μισθοί θα υπολείπονται ολοένα και περισσότερο της αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η αλήθεια που πρέπει να αντικρίσουν κατάματα όλοι οι εργαζόμενοι.