Oυδέποτε η κυρίαρχη – αστική – τάξη μπορεί να επιτρέψει στους συλλόγους διδασκόντων, ακόμα και στα γραφειοκρατικοποιημένα ελεγχόμενα από αυτή συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, να καθορίσουν τα στελέχη που θα απαρτίσουν τη διοικητική και παιδαγωγική ιεραρχία της εκπαίδευσης. Γιατί θέλει να είναι απολύτως σίγουρη για το αποτέλεσμα. Για τον έλεγχο δηλαδή της πιστής τήρησης όλων των κατευθύνσεων που δίνονται άνωθεν και που μορφοποιούν την εκπαιδευτική πολιτική κάθε κόμματος εξουσίας.
Eκείνο που μπορεί να κάνει είναι να παραχωρήσει την ψευδαίσθηση στο εκπαιδευτικό κίνημα ότι μπορεί να έχει λόγο στην εκλογή στελεχών για τα χαμηλότερα διοικητικά πόστα, όπως πχ. είναι οι διευθυντές των σχολείων.
Xαρακτηριστική εφαρμογή αυτού του τεχνάσματος είναι η ύπαρξη αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στα υπηρεσιακά συμβούλια, που έχουν την αρμοδιότητα της κρίσης των στελεχών. Που και πάλι φροντίζει με όλο το νομικό πλαίσιο που τα διέπει να τους αφοπλίσει – τους αιρετούς εκπρόσωπους – για να εξασφαλίσει σε κάθε περίπτωση το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Tα εκλογικά ποσοστά που απαιτούνται για την ανάδειξη αιρετών και που είναι απαγορευτικά για τις μικρές συνδικαλιστικές ομάδες (που είναι στον καιρό μας και οι περισσότερο ριζοσπαστικές), το απόρρητο των συνεδριάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων, η σύνθεση των οργάνων αυτών, οι εκθέσεις αξιολόγησης που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια, είναι μερικά δείγματα της προσπάθειας της κυρίαρχης τάξης και του κόμματος διαχείρισης της εξουσίας να έχουν πάντα τον πρώτο και κύριο λόγο.
Aλλωστε η συντηρητική στροφή του συνδικαλιστικού κινήματος, και ακόμη περισσότερο η τέλεια αποψίλωσή του, που συμβαίνει στις μέρες μας, η απουσία δυναμικών πυρήνων αντίστασης μέσα στο εκπαιδευτικό κίνημα και η γενικότερη απραξία και φιλοσοφία του «καναπέ», παραχωρούν τη δυνατότητα στο σύστημα να εμφανίζεται δημοκρατικό και με ευήκοα ώτα στη θέληση των μαζών.
Eίναι σίγουρο, πως αν κάποτε αναστραφούν τα πράγματα και το ταξικό κίνημα ξεχυθεί στο προσκήνιο, ότι η αστική τάξη δε θα διστάσει ν’ αλλάξει τροπάρι, να καταργήσει τα υπηρεσιακά συμβούλια με τη μορφή που έχουν σήμερα και να περάσει σε πολύ σφιχτές, απόλυτα καθοριζόμενες από τα πάνω διαδικασίες.
Oι μη προαγωγές σε θέσεις διευθυντών σχολείων ανθρώπων που πέρασαν απ’ το κίνημα της αντίστασης και λίγο παλιότερα ακόμη και ο μη διορισμός τους σε θέσεις απλών εκπαιδευτικών, δεν είναι δα και πολύ μακρινό παρελθόν.
H σκληρή αυτή πραγματικότητα που βίωσαν οι πιο παλιοί και ψυχανεμίζονται οι νεότεροι, μέσα απ’ την καθημερινότητα του σχολείου και του καινούργιου νομοθετικού πλαισίου που αρμάτωσε την εκπαίδευση (αξιολόγηση, καθηκοντολόγιο κ.λπ.) επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά τη ρήση πως σχολείο έξω απ’ την πολιτική δε μπορεί να υπάρξει. Kαι πως τον ισχυρό αυτό ιδεολογικό μηχανισμό του το αστικό κράτος δεν θα τον χαρίσει ποτέ στους πραγματικούς δικαιούχους του, το λαό και τη νεολαία.
Mόνον αυταπάτες και τελικά ενσωμάτωση στο σύστημα μπορεί να προσφέρει το αίτημα για καθορισμό από το κίνημα των στελεχών της εκπαίδευσης.
Tο ταξικό κίνημα πρέπει ν’ αναπτύξει γραμμή ρήξης με όλα τα στελέχη της εκπαίδευσης – ακόμα και τα πιο κοντικά στη βάση, όπως είναι οι διευθυντές των σχολείων – να παλέψει για να πείσει πως μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού θα αλλάξει πραγματικά το σχολείο.
Γιούλα Γκεσούλη