«Δεν ισχυριστήκαμε ποτέ πως λύσαμε το ασφαλιστικό», δήλωνε ο υπουργός Εργασίας Α. Λοβέρδος στη Βουλή, στην ομιλία του για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Το ίδιο έχει επαναλάβει και σε πρόσφατες συνεντεύξεις του. Ο πονηρός πολιτευτής καμώνεται πως δεν θυμάται τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όταν ψήφιζε τον περιβόητο νόμο Ρέππα, ότι λύνει το ασφαλιστικό για τα επόμενα 30 χρόνια. Τις ξεχνά γιατί ετοιμάζεται κι αυτός να μπει στο πάνθεον των «μεγάλων αναμορφωτών» του ασφαλιστικού, μαζί με τη Γιαννάκου και τον Σουφλιά, τον Σιούφα, τον Ρέππα και την Πετραλιά.
Η αλήθεια είναι πως όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ, όταν ψήφιζε το νόμο Ρέππα, αλλά όλες οι κυβερνήσεις, όταν ψήφιζαν αντιασφαλιστικούς νόμους υπόσχονταν ότι λύνουν μια και καλή το ασφαλιστικό, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά του για δεκαετίες. Κάθε φορά το «έλυναν», όμως αυτό παραμένει πάντα «άλυτο». Στα σώματα των αντιασφαλιστικών νόμων, βέβαια, αυτές οι υποσχέσεις δεν καταγράφονται, όμως είναι αποτυπωμένες στις ομιλίες των κυβερνητικών στελεχών στη Βουλή και στις εισηγητικές εκθέσεις που συνόδευαν την κατάθεση των σχετικών νομοσχεδίων. Στη συνέχεια, κάνουμε μια περιοδολόγηση σ’ αυτές τις εισηγητικές εκθέσεις, που είναι αποκαλυπτικές για το «ψιλό γαζί» των κυβερνήσεων προς τους εργαζόμενους.
(1902/90)
Αφού αναφερθεί στην περιβόητη «γήρανση του πληθυσμού», κινδυνολογώντας ότι οι συνταξιούχοι θα φτάσουν «μέσα στα επόμενα 50 χρόνια το 34%» του ενεργού πληθυσμού, η εισηγητική έκθεση διακηρύσσει το στόχο του νομοσχέδιου: «Στόχος της Κυβέρνησης είναι με το παρόν Νομοσχέδιο να δώσει λύση στο οικονομικό αδιέξοδο και, ταυτόχρονα να εξυγιάνει και εκλογικεύσει το ασφαλιστικό σύστημα». Αφήνει δε ανοιχτό το δρόμο για την επόμενη αντιασφαλιστική παρέμβαση: «Αμβλύνει τις υπάρχουσες σήμερα αδυναμίες και θέτει τις βάσεις για μετάβαση σε ένα δίκαιο και οικονομικά βιώσιμο σύστημα, το οποίο στην τελική του φάση θα εξασφαλίζει σ’ όλους τους Ελληνες…».
Η ώρα της «τελικής φάσης» έρχεται δυο χρόνια μετά, με την ψήφιση νέου αντιασφαλιστικού νόμου, του 2084/92, που έμεινε γνωστός ως «νόμος Σιούφα». Είχε προηγηθεί το λεγόμενο «μίνι ασφαλιστικό» (νόμος 1976/91), με το οποίο άλλαξαν προς το χειρότερο κάποιες διατάξεις του 1902/90. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου 2084/92 διαβάζουμε: «Με το παρόν νομοσχέδιο επιχειρείται η δεύτερη και τελική φάση της εξυγίανσης του συστήματος, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί κατά την ψήφιση του Ν. 1902/90, και στα πλαίσια αυτά είχε συσταθεί και η Επιτροπή υπό τον καθηγητή Φακιολά για να μελετήσει το Ασφαλιστικό σύστημα».
Το «έλυσε», λοιπόν, η ΝΔ το Ασφαλιστικό για… τα επόμενα 50 χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ, που υποσχόταν ότι θα καταργήσει τους αντιασφαλιστικούς νόμους της ΝΔ, τους άφησε άθιχτους. Δέκα χρόνια αργότερα, επιχείρησε τη δική του αντιασφαλιστική ανατροπή με το «νόμο Ρέππα». Στην εισηγητική έκθεση του νομοσχέδιου διαβάζουμε αρχικά ότι αυτό «είναι αποτέλεσμα της ευρύτατης συμφωνίας, που επιτεύχθηκε στη διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου, ανάμεσα στην Κυβέρνηση, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εργοδοτικούς φορείς». Στη συνέχεια, η εισηγητική έκθεση δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Με το γνώριμο αλαζονικό πασοκικό ύφος γράφει: «Διαμορφώνονται κανόνες κρατικής χρηματοδότησης, που εγγυώνται την πλεονασματική οικονομική λειτουργία του ΙΚΑ μέχρι το 2030» (αυτή είναι η απάντηση στο Λοβέρδο, που λέει πως το ΠΑΣΟΚ ποτέ δεν υποστήριξε ότι έλυσε το Ασφαλιστικό!).
Εξι χρόνια μετά το νόμο Ρέππα, που «έλυσε» το Ασφαλιστικό που «δεν είχε λύσει ο νόμος Σιούφα), ξαναήρθε η σειρά της ΝΔ, με το νόμο Πετραλιά, στην εισηγητική έκθεση του οποίου διαβάζουμε: «Βασικός σκοπός του παρόντος σχεδίου νόμου είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με στόχο την οικοδόμηση ενός συστήματος σύγχρονου, ορθολογικού, κοινωνικά δίκαιου, βιώσιμου, σύμφωνου με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και με μακροχρόνια προοπτική». Οι συντάκτες αυτού του νομοσχέδιου δεν έβαλαν χρονικό ορίζοντα, όμως «έλυσαν» κι αυτοί το ασφαλιστικό… μακροχρόνια.
Αν η σημερινή κυβέρνηση επιχειρήσει τη δική της αντιασφαλιστική ανατροπή (αν η εργατική τάξη της το επιτρέψει), είναι σίγουρο ότι θα «λύσει» κι αυτή «μακροχρόνια» το πρόβλημα. Μέχρι την επόμενη ανατροπή, που δε θ’ αργήσει και πολύ.