Ευχαριστημένη δήλωσε η κυβέρνηση μετά την πρώτη μέρα του «πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου» για το Ασφαλιστικό, που έγινε σε κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, την Πέμπτη. Πήρε απ’ αυτή τη συνεδρίαση το μέγιστο που ήλπιζε ότι θα πάρει, αν και η αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ την αιφνιδίασε λίγο. Ομως, ο τρόπος που έγινε η αποχώρηση επιτρέπει στην κυβερνητική προπαγάνδα να την ξεπεράσει και –σε κάποιο βαθμό- να τη μετατρέψει σε όπλο υπέρ της. Βοηθάει σ’ αυτό και το ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία παρέμεινε.
Ας δούμε καταρχάς το ρεπορτάζ. Οι βουλευτές του ΚΚΕ δεν παρέστησαν καθόλου, όπως είχαν προαναγγείλει. Αντίθετα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, θεσμολάγνοι όπως πάντοτε, προσήλθαν στην κοινοβουλευτική φιέστα ψάχνοντας αφορμή για να αποχωρήσουν. Και βρήκαν την πιο γελοία αφορμή. Αποχώρησαν όταν ο πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων Π. Μελάς ανακοίνωσε ότι η πρώτη αυτή συζήτηση θα περιοριστεί στον καθορισμό της ατζέντας του διαλόγου! Βρήκαν, δηλαδή, ένα διαδικαστικό πρόσχημα για να αποχωρήσουν.
Το ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε με τον εισηγητή του Θ.Πάγκαλο, που έθεσε τρεις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του κόμματός του στο διάλογο: Να υπάρξει σαφής εικόνα της κατάστασης των Ταμείων, να γίνει αναλογιστική μελέτη και να κατατεθεί συγκεκριμένη και σαφής πρόταση από την κυβέρνηση. Στη συνέχεια, για να κάνουν και το «εφέ» που τόσο έχει ανάγκη η πλευρά Γιωργάκη στη φάση που βρίσκεται το εσωκομματικό παιχνίδι, αποχώρησαν από τη συνεδρίαση. Οπως διευκρίνισε αργότερα, μιλώντας στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ, η Εύη Χριστοφιλοπούλου, «η αποχώρηση ήταν μόνο για τη σημερινή ημέρα». Οταν η δημοσιογράφος τη ρώτησε αν η αποχώρηση συμβάλλει στην επίλυση του ασφαλιστικού, η βουλευτίνα εξανέστη: «Μα δεν αποχωρούμε από τον διάλογο! Αν πραγματικά θέλει η κυβέρνηση να πάμε ένα βήμα παραπέρα, ας φέρει τα στοιχεία και θα προχωρήσουμε. Αυτό ζητάμε. Δεν θέλουμε να μην γίνει διάλογος. Θέλουμε να γίνει ουσιαστικός διάλογος γιατί αυτό αφορά εμάς τους ίδιους, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας».
Θυμίζουμε, ότι το ΠΑΣΟΚ στήριξε την προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει το νόμο πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συμμετέχοντας σε μια γελοία διαδικασία «διαλόγου» στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Ομως, και να αποχωρήσει οριστικά κάποια στιγμή από το «διάλογο» για το Ασφαλιστικό (μπορεί έτσι να ερμηνευτούν οι αντιπολιτευτικές ανάγκες της νέας περιόδου), θα έχει στο μεταξύ προσφέρει βοήθεια στην κυβέρνηση και στη συνέχεια θα προσφέρει ακόμα πιο αποφασιστική βοήθεια, υπονομεύοντας, σαμποτάροντας και καταστέλλοντας τις εργατικές αντιστάσεις.
Παρόμοια θέση μ’ αυτή του ΠΑΣΟΚ εξέφρασαν στους δημοσιογράφους και οι γραφειοκράτες πρόεδροι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Οτι περιμένουν συγκεκριμένες προτάσεις από την κυβέρνηση και την αναλογιστική μελέτη, στην επόμενη συνεδρίαση, αλλιώς ο διάλογος θα είναι προσχηματικός. Στη συνεδρίαση, πάντως, παρέμειναν και τοποθετήθηκαν με τις γνωστές γενικότητες, χωρίς να προβάλλουν κανένα πακέτο αιτημάτων του εργατικού κινήματος. Λες και ήταν ανησυχούντες βουλευτές, που βλέπουν τα ζητήματα «από ψηλά».
Από τους υπουργούς που μίλησαν (Μαγγίνα και Αλογοσκούφη) είδηση δεν βγήκε, όπως αναμενόταν άλλωστε. Ο Μαγγίνας μίλησε για «κατεστημένες νοοτροπίες, εδραιωμένες συμπεριφορές και ξεπερασμένες λογικές», που «αντιστέκονται στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις», έριξε μπόλικη κινδυνολογία («είμαστε μπροστά σε ένα Ασφαλιστικό Σύστημα, η δομή και η διάρθρωση του οποίου – αν δεν παρέμβουμε – το οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα, μετά από λίγα χρόνια, σε πλήρη αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του») και υπαινίχτηκε την τακτική του μαστίγιου και του καρότου που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση: «θα προχωρήσει μεθοδικά και χωρίς αιφνιδιασμούς. Με προσοχή, αλλά και αποφασιστικότητα. Με σύνεση, αλλά και αποτελεσματικότητα».
Για την οργάνωση του «διαλόγου» ο Μαγγίνας πρότεινε τρεις κύκλους. «Στον πρώτο κύκλο, να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με τη Χρηματοδότηση, την αντιμετώπιση της Εισφοροδιαφυγής, την καταπολέμηση του φαινομένου της Αδήλωτης Εργασίας και την Αποτελεσματική Αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ταμείων. Πρόκειται ας πούμε, για την οικονομική πλευρά του ζητήματος. Στο δεύτερο κύκλο, να συζητήσουμε θέματα, όπως, η Ενοποίηση των Ασφαλιστικών Φορέων, η καθιέρωση Κάρτας Κοινωνικής Ασφάλισης και η Ηλεκτρονική Υποστήριξη του Συστήματος. Στον τρίτο κύκλο, τον εκσυγχρονισμό του θεσμού των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, την Προαιρετική, με κίνητρα, παραμονή στην εργασία, τη θωράκιση του συστήματος απονομής Αναπηρικών Συντάξεων και την ενίσχυση Χαμηλών και Μεσαίων Συντάξεων καθώς και της Μητρότητας. Η πρότασή μου αυτή, πιστεύω ότι καλύπτει και τη σχετική πρόταση της ΓΣΕΕ».
Ο Αλογοσκούφης επανέλαβε τις γνωστές ψευτιές περί επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού από το Ασφαλιστικό. Τις χαρακτηρίζουμε ψευτιές γιατί δε μπορεί να αθροίζεις τις συντάξεις των δημόσιων υπαλλήλων (για τους οποίους το κράτος είναι εργοδότης) με τις γελοίες επιχορηγήσεις προς το ΙΚΑ, να προσθέτεις και την προνοιακή πολιτική του κράτους και να μιλάς για μεγάλες ασφαλιστικές δαπάνες. «Σήμερα –είπε– η συνεισφορά του κρατικού προϋπολογισμού είναι στο περίπου 5% του ΑΕΠ και αυτό το ποσοστό αναμένεται να φτάσει στο 15% του ΑΕΠ έως το 2050. Η αλματώδης αύξηση αυτού του ποσοστού δημιουργεί και μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα για μια χώρα, η οποία συμμετέχει στην ευρωζώνη, έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος. Διότι, εάν ο προϋπολογισμός πληρώνει το 15% του ΑΕΠ για συντάξεις και για ενίσχυση των Ταμείων είναι αρκετά δύσκολο να χρηματοδοτούμε άλλες ανελαστικές δαπάνες του Δημοσίου – την υγεία, την παιδεία, την άμυνα, την ασφάλεια και τις αναγκαίες επενδύσεις για την ανάπτυξη της χώρας»! Τι βγαίνει απ’ αυτή την τοποθέτηση; Οτι ο προϋπολογισμός πρέπει να πληρώνει λιγότερα, άρα θα υπάρξουν μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις ορίων ηλικίας. Αυτά είναι «κουκιά μετρημένα», διότι ουδείς απ’ αυτούς διανοείται να ζητήσει ειδική φορολογία επί των καπιταλιστικών κερδών.