Προεκλογικά, το σχήμα που περιέγραφε το ΠΑΣΟΚ ως πολιτική του συνοψίζονταν στα εξής: εμείς θα αναθερμάνουμε την οικονομία, με πυρήνα την πράσινη ανάπτυξη, και μέσα από την αναθέρμανση θα προκύψουν έσοδα, τα οποία θα μας βγάλουν από την κρίση. Μετεκλογικά, για ένα διάστημα αυτό το παραμύθι το πλασάριζαν η Κατσέλη και ο Παπουτσής. Οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον Παπακωνσταντίνου, έλεγαν (σε ελεύθερη απόδοση): χέστε την ανάπτυξη, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να μαζέψουμε το έλλειμμα, γιατί οι δανειστές θα μας γδάρουν. Για ένα διάστημα, τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη, η κυβερνητική προπαγάνδα προσπάθησε να πετάξει στάχτη στα μάτια των εργαζόμενων, πλασάροντας το παραμύθι: ρίχνουμε στην αγορά 1 δισ. ευρώ με το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, ώστε να κινηθεί η βιομηχανία και το εμπόριο. Με το που άρχισαν, όμως, ν’ ανακοινώνουν τα φορομπηχτικά μέτρα, το ‘κοψαν κι αυτό το παραμύθι.
Πλέον, ούτε σαν παραμύθι δεν επαναλαμβάνεται πλέον το προεκλογικό σχήμα. Ειδικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις, η Κατσέλη με τον Παπουτσή έχουν μαζευτεί εντελώς, γιατί ξέρουν πολύ καλά πως δεν τους παίρνει να πουλάνε αναπτυξιακή μπουρδολογία. Εχουν μείνει μόνο ο Σαμαράς με τον Τσίπρα να τα λένε αυτά, όμως αυτοί είναι στην αντιπολίτευση και οι πάντες κατανοούν ότι πρέπει να πουν και κάτι για να κρύψουν την επί της ουσίας στήριξή τους στην κυβερνητική πολιτική (ιδιαίτερα ο Σαμαράς, που έχει στοιχίσει ολόκληρη τη ΝΔ σ’ αυτή τη γραμμή, δίνοντας έτσι εξετάσεις στους ηγετικούς κύκλους της κεφαλαιοκρατίας).
Οι πάντες πλέον γνωρίζουν, ότι με τέτοια δημοσιονομική πολιτική δεν υπάρχουν περιθώρια γι’ ανάπτυξη, αλλά μόνο για… υπανάπτυξη. Οταν πετσοκόβεις βίαια το εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και μάλιστα των σχετικά πιο καλοπληρωνόμενων μισθωτών στρωμάτων, σε ποια αγορά θα πουλήσουν προϊόντα και υπηρεσίες οι καπιταλιστές, για να κάνουν επενδύσεις; Σε μια περίοδο τεράστιας αβεβαιότητας (όχι μόνο εθνικής, αλλά και διεθνούς), κανείς εχέφρων καπιταλιστής δεν ρισκάρει να επενδύσει κεφάλαια. Προτιμά να τα έχει διαθέσιμα και να τα κινεί στη σφαίρα της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, στην οποία δραστηριοποιείται το χρηματιστικό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών. Το στένεμα της αγοράς οδηγεί στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας (στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών), με αποτέλεσμα την αύξηση των απολύσεων και της ανεργίας, η οποία με τη σειρά της στενεύει ακόμη περισσότερο την αγορά. Ετσι, μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και ανεργία δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο.
Τα φαινόμενα αυτά έχουν ήδη διαφανεί, πριν ακόμη αρχίσουν να λειτουργούν τα νέα κυβερνητικά μέτρα. Για παράδειγμα, η βιομηχανική παραγωγή έκλεισε το δωδεκάμηνο του 2009 με πτώση 9,4% του γενικού δείκτη (μεταποίηση, ορυχεία-λατομεία, ηλεκτρισμός, νερό). Ο δείκτης της μεταποίησης σημείωσε πτώση 11,2%, ο δείκτης ορυχείων λατομείων 11,4%, ο δείκτης παραγωγής ηλεκτρισμού 4,2% και ο δείκτης παροχής νερού 3,1%. Εικόνα κατρακύλας καταγράφεται και στην ταξινόμηση κατά κύριους βιομηχανικούς κλάδους που κάνει η ΕΣΥΕ. Ακόμα και ο δείκτης «μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών» σημείωσε πτώση 4,5%, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά στενεύει ακόμα και στον πυρήνα της λαϊκής κατανάλωσης. Φυσικά, στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά η πτώση έφτασε το 20,5%, ενώ στα κεφαλαιουχικά αγαθά το 23%.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής δεν είναι ασφαλής δείκτης, δεδομένου ότι υπάρχουν και οι εισαγωγές που ενδεχομένως υποκαθιστούν τη ντόπια κατανάλωση. Αυτό δεν ισχύει και ασφαλέστερος δείκτης είναι η πορεία του λιανικού εμπόριου. Ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών, χωρίς τα καύσιμα στο λιανικό εμπόριο, κατά το Νοέμβρη του 2009 (τελευταίο μήνα για τον οποίο έχουμε στοιχεία της ΕΣΥΕ), σε σύγκριση με το δείκτη του Νοέμβρη του 2008, σημείωσε μείωση 7,6%, έναντι μείωσης 0,9%, που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2008 προς το 2007. Μαζί με τα καύσιμα η πτώση του Δείκτη είναι 9%. Πιο ασφαλής είναι ο Δείκτης Ογκου, που αναφέρεται στις ποσότητες των εμπορευμάτων (δηλαδή, δεν παίρνει υπόψη τις αυξήσεις ή μειώσεις των τιμών). Αυτός ο Δείκτης, χωρίς τα καύσιμα, σημείωσε πτώση 8,5% και με τα καύσιμα πτώση 10,9%. Επιμερίζοντας τον Δείκτη σε κατηγορίες καταστημάτων η ΕΣΥΕ διαπίστωσε ότι στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων η πτώση ήταν 8,9%, στα πολυκαταστήματα 15,4%, στα πρατήρια καυσίμων και λιπαντικών 31%, στην ένδυση-υπόδηση 9,5% κ.λπ. Οπως βλέπουμε, η πτώση της κατανάλωσης αγκαλιάζει πλέον και το στενό πυρήνα της κατανάλωσης ενός νοικοκυριού, τα είδη που αγοράζει από το σούπερ μάρκετ (τρόφιμα, είδη καθαριότητας κ.λπ.).
Σκεφτείτε, λοιπόν, τι έχει να γίνει το 2010, που θα χτυπηθεί βίαια η καταναλωτική δυνατότητα των δημόσιων υπαλλήλων και των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ, ενώ το πάγωμα των προσλήψεων στο Δημόσιο θα ρίξει το επίπεδο της απασχόλησης. Η αγορά θα υποστεί ένα ακόμη πιο βίαιο σοκ και η βιομηχανία θα οδηγηθεί σε παραπέρα συρρίκνωση. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Η αύξηση της ανεργίας και το άπλωμα της φτώχειας, δεδομένου ότι οι άνεργοι πρέπει να συντηρηθούν από τις οικογένειές τους.
Τη ραγδαία άνοδο της α-νεργίας δείχνει ήδη και η αναξιόπιστη έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΣΥΕ (αναξιόπιστη διότι –όπως πολλές φορές έχουμε σημειώσει– αρκεί και μια ώρα εργασίας κατά την περίοδο της έρευνας για να καταταγεί κάποιος στους εργαζόμενους). Τα τελευταία στοιχεία της ΕΣΥΕ αφορούν το Νοέμβρη του 2009 και υπολογίζουν το ποσοστό ανεργίας στο 10,6%, έναντι 9,8% το Νοέμβρη. Σημασία, όμως, δεν έχει η κίνηση της ανεργίας μήνα προς μήνα (γιατί σε κάποιους μήνες υπεισέρχονται εποχικοί παράγοντες), αλλά η σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες προηγούμενων ετών. Το Νοέμβρη του 2008, λοιπόν, η ανεργία (της ΕΣΥΕ) ήταν 7,8%, το 2007 7,6% και το 2006 9,1%. Ο αριθμός των ανέργων που δίνει η ΕΣΥΕ ήταν το Νοέμβρη του 2007 373.410, τον ίδιο μήνα του 2008 384.988 και το Νοέμβρη του 2009 531.953.
Η εικόνα είναι καθαρή. Ακόμη και αυτοί που θεωρεί ανέργους η ΕΣΥΕ πολλαπλασιάζονται (μέσα σ’ ένα χρόνο, Νοέμβρης 2008 – Νοέμβρης 2009, η αύξηση ήταν 38,2%!). Πολλαπλασιάζονται, όμως, και οι μισοάνεργοι, αφού πολλές επιχειρήσεις δουλεύουν τριήμερα και τετραήμερα. Το αποτέλεσμα είναι να πέφτει κατακόρυφα το εισόδημα των εργατικών οικογενειών, να μειώνεται αναγκαστικά η κατανάλωσή τους, να στενεύει η αγορά και αυτό το στένεμα να δημιουργεί μεγαλύτερη ανεργία.
Για το κεφάλαιο η «στρατηγική» αλλάζει. Πρέπει να διατηρήσει τα κέρδη του σε μια αγορά που ολοένα και στενεύει. Για να γίνει αυτό πρέπει να βγάλει περισσότερα από λιγότερους, δηλαδή να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οι μέθοδοι αποκόμισης σχετικής υπεραξίας, μέσω της βελτίωσης της παραγωγικής μηχανής, που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, παραμερίζονται. Αλλωστε, αυτές οι μέθοδοι σχετίζονταν με τη σχετική άνοδο του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση ενός σχετικά εγγυημένου πλαισίου εργασιακών σχέσεων. Τώρα, το κεφάλαιο καταφεύγει στις κλασικές μεθόδους αποκόμισης απόλυτης υπεραξίας. Για τον εργάτη δεν υπάρχει καμιά εγγύηση. Ούτε μισθός, ούτε ωράριο, ούτε διαλείμματα, ούτε σταθερή ειδικότητα, ούτε κανονικές συνθήκες εργασίας. Η κρίση μετατρέπεται σε θηλιά στο λαιμό των εργατών και το κεφάλαιο διαμορφώνει από τώρα μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, τις οποίες προσπαθεί να κατοχυρώσει και νομοθετικά. Γι’ αυτό και έχει δοθεί «στοπ» στο νομοσχέδιο Λοβέρδου για τις εργασιακές σχέσεις. Οι καπιταλιστές δεν αρκούνται σε όσα τους δίνει (που δεν είναι λίγα), αλλά θέλουν περισσότερα. Η ΕΕ πιέζει στην ίδια κατεύθυνση, όπως φάνηκε και από την τελευταία απόφαση-διάγγελμα του Ecofin. Ο εργάτης πρέπει να μετατραπεί και πάλι σε «ομιλούσα μηχανή».