Σ’ εμάς δεν προκάλεσαν καμιά έκπληξη τα όσα αναφέρει για την Κοινωνική Ασφάλιση ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Προβόπουλος στην ετήσια έκθεση της τράπεζας. Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι προγραμμένη εδώ και καιρό. Ο νόμος του Λοβέρδου έβαλε την ταφόπετρα και απλά περιμένουν να σαπίσει το πτώμα.
Αναφέρει ο Προβόπουλος σχετικά με την «ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης»: «Η μεταρρύθμιση του 2010 ενίσχυσε σημαντικά τη μακροχρόνια σταθερότητα του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος. Εν τούτοις, σε συνδυασμό με πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, το ύψος των συντάξεων που παρέχει ο πρώτος πυλώνας έχει περιοριστεί σημαντικά, εγείροντας θέμα επάρκειας, καθώς το μειωμένο ποσοστό αναπλήρωσης θα οδηγήσει κάτω από το όριο της φτώχειας όσους κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου λάμβαναν εισοδήματα κάτω του μέσου όρου».
Ο κυνισμός του Προβόπουλου είναι ωμός. Η μεταρρύθμιση ενίσχυσε τη σταθερότητα του συστήματος, λέει, αλλά οι συντάξεις θα είναι συντάξεις πείνας. Και ο κυνισμός γίνεται περισσότερο ωμός όταν ο Προβόπουλος επισημαίνει ότι «η αξιοποίηση της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει αντισταθμιστικά» στην εξαθλίωση της κοινωνικής ασφάλισης. Εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι η εξαθλίωση των συντάξεων, αλλά πώς θα ενισχυθεί η ιδιωτική ασφάλιση. Γι’ αυτό και στηλιτεύει την «απροθυμία» των εργαζόμενων να στραφούν προς την ιδιωτική ασφάλιση. Μάλιστα, αυτή την «απροθυμία» τη θεωρεί απότοκο της… «γενναιοδωρίας του πρώτου πυλώνα»! Είναι μεγάλες οι συντάξεις (αυτές που είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας, όπως ο ίδιος ομολογεί) και γι’ αυτό υπάρχει απροθυμία για την ιδιωτική ασφάλιση.
Τι πρέπει να γίνει; Να μειωθούν κι άλλο οι άθλιες συντάξεις, για να σπάσει η «απροθυμία» και να έχουμε άνθιση των άλλων «πυλώνων» (δηλαδή της ιδιωτικής ασφάλισης, στην οποία υπάγονται και τα λεγόμενα επαγγελματικά ταμεία). Αυτό δεν το λέει ο Προβόπουλος (κάποια προσχήματα εξακολουθούν να τηρούνται), αλλά το υπονοεί, όταν λέει ότι η αποσάθρωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος «δημιουργεί προϋποθέσεις ενίσχυσης της μέχρι σήμερα περιορισμένης ζήτησης ιδιωτικών προγραμμάτων». Μάλιστα, προτείνει τη θέσπιση φορολογικών και άλλων κινήτρων, τα οποία μπορούν να ωθήσουν τους εργοδότες προς την επαγγελματική ασφάλιση.
Ο ωμός κυνισμός του Προβόπουλου απλώς επιβεβαιώνει αυτό που γνωρίζουμε, αλλά το έχουμε απωθήσει από τη σκέψη μας, εξαιτίας της σαρωτικής αντεργατικής επίθεσης που δεχόμαστε σε όλα τα μέτωπα. Γνωρίζουμε ότι η ιδιωτική ασφάλιση είναι προγραμμένη. Γνωρίζουμε ότι το «κάτω όριο» των 360 ευρώ, που τέθηκε με τη μεγάλη ανατροπή του Λοβέρδου, κάθε άλλο παρά κάτω όριο είναι. Οι συντάξεις θα σπρωχτούν ακόμα πιο κάτω, σ’ ένα επόμενο στάδιο, καθώς τα ταμεία είναι υπερχρεωμένα και η έκρηξη της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της μαύρης εργασίας στερεί τα πιο ζωτικά τους έσοδα (χώρια η συνεχής μείωση της κρατικής χρηματοδότησης).
Εννοείται πως στις συνθήκες της «κινεζοποίησης» και της σταθεροποιημένης υψηλής ανεργίας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ιδιωτική ασφάλιση από τους εργαζόμενους. Ούτε οι καπιταλιστές θα στέρξουν στην ίδρυση «επαγγελματικών ταμείων», αν δεν απαλλαγούν από τις εισφορές προς την κοινωνική ασφάλιση.