Η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ και η κατάργηση της μονιμότητας είναι ο επόμενος στόχος του «μεταρρυθμιστικού» προγράμματος της κυβέρνησης Καραμανλή. Την πρόθεσή της αυτή ουδέποτε έκρυψε η κυβέρνηση, γι’ αυτό και τα στελέχη της δήλωσαν ευθύς εξαρχής πως η συμφωνία που υπογράφτηκε στον ΟΤΕ, ανάμεσα στη διοίκησή του και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της επιχείρησης θα αποτελέσει τον πιλότο για το σύνολο των ΔΕΚΟ. Αλλωστε, μια τέτοια εξέλιξη είναι συμβατή και με την πορεία ιδιωτικοποίησης των ΔΕΚΟ.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το κυβερνητικό στρατόπεδο, το σχετικό νομοσχέδιο προγραμματίζεται να κατατεθεί στη Βουλή τον Οκτώβρη και θα περιλαμβάνει γενικότερα θέματα των ΔΕΚΟ, με σκοπό να μετατραπούν αυτές σε επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία «εξυγίανσης» και να γίνουν έτσι ελκυστικές για τους «στρατηγικούς επενδυτές». Οπως είναι γνωστό, μια από τις απαιτήσεις που έχουν οι καπιταλιστές που έχουν τη δυνατότητα να μπουν στις ΔΕΚΟ και να αναλάβουν το μάνατζμέντ τους είναι η ανατροπή του εργασιακού καθεστώτος που έχει κατακτηθεί σ’ αυτές και η αποκατάσταση εργασιακών σχέσεων όπως στον ιδιωτικό τομέα (η περίφημη «ευελιξία»). Για να διευκολύνει το πέρασμα στο νέο καθεστώς αυτό θα ισχύει για όσους θα προσλαμβάνονται από εδώ και πέρα (όπως στον ΟΤΕ). Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε λίγα χρόνια η κατάσταση μπορεί ν’ αλλάξει ριζικά, αφού θα υπάρχουν εργαζόμενοι δυο ταχυτήτων και η ποσοτική σχέση ανάμεσά τους θα αλλάζει συνεχώς υπέρ της δεύτερης κατηγορίας. Δεν αποκλείεται να εφαρμοστούν ακόμα και προγράμματα «εθελούσιας εξόδου», όπως στον ΟΤΕ και σε ορισμένες τράπεζες.
Ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε. Αντώναρος, που ρωτήθηκε σχετικά στις αρχές της εβδομάδας, δεν διέψευσε την είδηση. «Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο» ήταν η απάντησή του, ενώ όταν τέθηκαν υπόψη του δημοσιεύματα σε όλες σχεδόν τις κυριακάτικες εφημερίδες απάντησε ότι «δεν υπάρχει καμιά άρση της μονιμότητας». Εκανε δηλαδή το συνηθισμένο παιχνίδι με τις λέξεις. Γιατί το «δεν υπάρχει κάτι καινούργιο» δεν αποκλείει να υπάρξει σε λίγες μέρες, ενώ το «δεν υπάρχει καμιά άρση της μονιμότητας» αναφέρεται στους σημερινούς εργαζόμενους και όχι σε όσους θα προσληφθούν στο μέλλον. Είναι φανερό, ότι η κυβέρνηση δεν θέλει ν’ ανοίξει αυτό το θέμα ενόψει της ανόδου του Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη. Δεν θέλει να πυκνώσει μόνη της τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που θα γίνουν και να ισχυροποιήσει τη θέση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Επειδή στις περισσότερες ΔΕΚΟ δεν διαφαίνεται δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη νομοθετική παρέμβαση. Το ενδεχόμενο αντιδράσεων και απεργιακών κινητοποιήσεων δεν φαίνεται να την ανησυχεί ιδιαίτερα. Πρώτα-πρώτα δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία η οποία έδωσε σαφή δείγματα γραφής και στην περίπτωση της συμφωνίας στον ΟΤΕ και (πολύ περισσότερο) στην περίπτωση του ασφαλιστικού των τραπεζοϋπαλλήλων. Από την άλλη, ποντάρει ιδιαίτερα στο γενικότερο κοινωνικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Οι θεωρίες περί «ρετιρέ» και «προνομιούχων» δεν είναι καινούργιες. Εχουν πρωτολανσαριστεί από το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο ανήκει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που θα σταθεί απέναντι από την κυβερνητική «μεταρρύθμιση». Αυτή η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι μόνο πολιτικά αναξιόπιστη (διότι τόσα χρόνια έκανε πλάτες στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ). Είναι και κοινωνικά έκθετη, διότι προωθούσε συντεχνιακές αντιλήψεις και συμπεριφορές, διασπώντας έτσι την ενότητα της εργατικής τάξης σε κρίσιμες καμπές. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το κλίμα ήττας, απάθειας και αδιαφορίας που υπάρχει μέσα στην εργατική τάξη, δημιουργούν μια κατάσταση που διευκολύνει τα σχέδια της κυβέρνησης.
Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένο. Δεν μπορεί κανείς να προκαθορίσει την έκβαση μιας μάχης που ακόμα δεν έχει ξεκινήσει. Σημειώνουμε, όμως, το δυσμενές κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή, το οποίο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αντιμετωπίζει με μακαριότητα. Δεν κάνει καν τα στοιχειώδη, να ενημερώσει τους εργαζόμενους και να πυροδοτήσει διαδικασίες συζήτησης και λήψης αποφάσεων. Ολα τα κρατάει στα δικά της χέρια. Ορος, λοιπόν, για να δοθεί με αξιώσεις αυτή η μάχη είναι να ξεκινήσουν διαδικασίες «αυτόνομες» μέσα στους εργαζόμενους.