Μετά τον Δ. Τσουκαλά τέως Πασόκο και νυν Συριζαίο, τέως πρόεδρο της ΟΤΟΕ και νυν βουλευτή, που από τη δήλωση «πόθεν έσχες» του αποκαλύφθηκε ότι είχε συνάψει ιδιωτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ενός εκατομμυρίου ευρώ, ο περιβόητος Ρίζος Ρίζος της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Περιβόητος εδώ και χρόνια για τη ρεφορμιστική του δράση, τώρα περιβόητος και για τις μπίζνες του, τις οποίες κάλυπτε πίσω από offshore εταιρίες.
Η αστική προπαγάνδα, τροφοδοτημένη από τα κυβερνητικά χαλκεία, λόγω του ότι ο Ρίζος υπήρξε συνδικαλιστής του ΣΥΝ, επιμένει ότι τα λεφτά που βρέθηκαν στις offshore εταιρίες του είναι από τα λεφτά που έπαιρνε η ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ για διάφορες «εκδηλώσεις». Δεν το γνωρίζουμε, αλλά μας φαίνεται απίθανο ο Ρίζος να άρπαζε το παραδάκι και οι άλλοι συνδικαλιστές να παρίσταναν τα κορόιδα. Το πιθανότερο είναι να έκανε άλλου είδους μπίζνες, εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι η σύζυγός του είναι Κύπρια. Αν σ' αυτές τις μπίζνες χρησιμοποίησε και λεφτά της ΓΕΝΟΠ, μένει ν' αποδειχτεί. Το ότι, όμως, χρησιμοποίησε τη ΓΕΝΟΠ για να κάνει μπίζνες είναι αδιαμφισβήτητο. Δουλειές της ΓΕΝΟΠ δίνονταν σε εταιρίες που λειτουργούσε στο όνομα των θυγατέρων του και όταν αυτό αποκαλύφθηκε, ο ΣΥΝ αναγκάστηκε να διαγράψει το συνδικαλιστή του.
Γίνεται κανείς να είναι συνδικαλιστής και ταυτόχρονα μπίζνεσμαν; Στον ηθικό κόσμο του αστικού συνδικαλισμού όλα γίνονται. Η θέση του οργανωτικού γραμματέα του μεγαλύτερου συνδικάτου της χώρας ήταν μια θέση με πολιτικό βάρος. Οι συνδικαλιστές αυτοί συνομιλούσαν με τη διοίκηση της ΔΕΗ, συνομιλούσαν με υπουργούς, συνομιλούσαν με επιχειρηματίες. Ηταν αυτοί που ανέλαβαν να ευνουχίσουν το συνδικαλιστικό κίνημα στη ΔΕΗ, που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε μεγάλο ειδικό βάρος στο συνδικαλιστικό κίνημα του διεκδικητικού οικονομισμού. Μια τέτοια θέση είναι ένα καλό εισιτήριο και για παράπλευρες μπίζνες. Μια τέτοια θέση είναι ένα καλό εισιτήριο και για σκοτεινές υποθέσεις χρηματισμού, όπως συμβαίνει και με τα μέλη των κυβερνήσεων. Οποιος έχει εξουσία μπορεί να γίνει μέλος διάφορων «λόμπι» που προωθούν καπιταλιστικά συμφέροντα. Από την άποψη αυτή, ο Ρίζος δεν είναι η εξαίρεση από έναν κανόνα χρηστότητας, αλλά η εξαίρεση που κρεμάστηκε στα μανταλάκια.
Για την κλίκα των κορυφαίων συνδικαλιστών υπάρχουν και άλλες απολαβές. Υπάρχουν οι συμμετοχές στα ΔΣ διάφορων επιχειρήσεων. Δείτε πόσα λεφτά μαζεύει κάθε χρόνο ο Παναγόπουλος από συμμετοχές σε ΔΣ με την ιδιότητα του προέδρου της ΓΣΕΕ. Υπάρχει το εισιτήριο για πολιτική καριέρα. Κι όταν διακόπτεται η πολιτική καριέρα στη Βουλή, είτε γιατί ο συνδικαλιστής δεν τα κατάφερε στο κυνήγι του σταυρού, είτε γιατί το κόμμα υπέστη εκλογική ήττα (όπως συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ μετά το 2012), για τους κορυφαίους της εργατοπατερίας βρίσκεται πάντοτε μια άλλη θέση, κρατική ή ημικρατική.
Πολλοί εργαζόμενοι «πιάνονται» απ’ αυτές τις περιπτώσεις, είτε αφορούν νόμιμη είτε παράνομη δραστηριότητα, και μένουν στα πρόσωπα, αφήνοντας κατά μέρος το συνδικαλιστικό σύστημα. Ομως δεν έφτιαξαν τα πρόσωπα αυτού του είδους το συνδικαλισμό. Αντίθετα, υπηρετώντας το συνδικαλισμό του «κοινωνικού εταιρισμού» αντιλήφθηκαν και προσωπικά ότι μπορούν να ανελιχθούν, να γίνουν πρωτοκλασάτα στελέχη του αστικού συστήματος εξουσίας, με όλες τις «αβάντες» που αυτό συνεπάγεται.
Η δεκαετία του ’80, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τη νομιμοποίηση του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού (ο οποίος μέχρι τότε κρατιόταν πραξικοπηματικά μακριά από τη διοίκηση των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων), ήταν και η δεκαετία της βαθμιαίας αστικοποίησης αυτού του συνδικαλισμού, που έγινε πλέον κυρίαρχος. Διαμορφώθηκε έτσι ένα διακομματικό σύστημα, με την ΠΑΣΚΕ στην κορυφή της πυραμίδας. Βαθμιαία εκσυγχρονίστηκε και ο συνδικαλισμός της Δεξιάς, που έβαλε στη μπάντα τους παλιούς διορισμένους εργατοπατέρες και στηρίχτηκε σε νέα στελέχη, τα οποία προσιδίαζαν προς τους συνδικαλιστές των άλλων χώρων. Μέχρι το 1985 κυβερνούσαν σε αγαστή συνεργασία ΠΑΣΚΕ και ΔΑΣ-ΕΣΑΚ (παράταξη του Περισσού). Το 1985 υπήρξε διάσπαση, η οποία όμως ποτέ δεν εξελίχτηκε σε οργανωτική διάσπαση. Το 1990, στο πλαίσιο της «οικουμενικής» κυβέρνησης Ζολώτα, στην οποία συμμετείχαν από ΝΔ μέχρι Περισσός (με τη μορφή του ενιαίου τότε Συνασπισμού), ο Γεννηματάς κατάφερε να τους ξαναενώσει όλους. Μετά τη διάσπαση του Περισσού το 1991, όμως, η ΔΑΚΕ κατάφερε να αποσπάσει τη δεύτερη θέση και έκτοτε να είναι αυτή που «συγκυβερνά» με την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ.
Ολη αυτή την περίοδο, ο άλλοτε ρεφορμιστικός συνδικαλισμός, που ακολουθούσε μια τακτική αγωνιστικού οικονομισμού, αστικοποιήθηκε πλήρως και οριστικά. Στο πλαίσιο αυτής της αστικοποίησης αναπτύχθηκαν και τα φαινόμενα τύπου Πρωτόπαππα, Παναγόπουλου, Τσουκαλά, Ρίζου και σίας, με τις ιδιαιτερότητες που έχει η κάθε περίπτωση. Αλλοι σχεδίασαν και υλοποίησαν πολιτικές καριέρες, άλλοι το ‘ριξαν στις μπίζνες, όλοι μαζί όμως δούλεψαν για το σύστημα, διαλύοντας τον παλιό συνδικαλισμό του διεκδικητικού οικονομισμού και προσαρμόζοντάς τον στις ανάγκες της «εθνικής οικονομίας». Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά τους στο καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτή η αστικοποίηση, όμως, έφερε και την απομαζικοποίηση του συνδικαλισμού. Γι’ αυτό και οι πιο ακραίοι (νεοφιλελεύθεροι) εκπρόσωποι της αστικής τάξης και της αστικής πολιτικής συχνά-πυκνά οργανώνουν επιθέσεις εναντίον του συνόλου της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, εκμεταλλευόμενοι και περιπτώσεις όπως αυτή του Ρίζου, θεωρώντας ότι αυτή η γραφειοκρατία δεν έχει να προσφέρει τίποτα πια στο σύστημα και πρέπει ν’ απαλλαγούν απ’ αυτή και να ρυθμίζουν όλα τα εργασιακά ζητήματα σε επιχειρησιακό επίπεδο, με έναν εργοδοτικό συνδικαλισμό παλαιού τύπου. Υπάρχουν, όμως, και πιο νηφάλιες φωνές στο αστικό στρατόπεδο, οι οποίες θεωρούν ότι η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι χρήσιμη για το σύστημα, και σήμερα, σε συνθήκες «καθίσματος» του εργατικού κινήματος, και μελλοντικά, σε συνθήκες αγωνιστικού αναβρασμού και εργατικών εκρήξεων. Αλλο ζήτημα ο περιορισμός των εξουσιών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα στο κράτος και τις επιχειρήσεις που αυτό ελέγχει, και άλλο η εξαφάνισή της, λένε αυτές οι νηφάλιες φωνές του αστικού στρατόπεδου, οι οποίες είναι και οι πλειοψηφούσες. Γι’ αυτό και η τακτική που ακολουθείται έναντι της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι αυτή του μαστίγιου και του καρότου, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία με το κράτος και τις κυβερνήσεις του.
Οταν, λοιπόν, εξετάζουμε περιπτώσεις όπως αυτή του Ρίζου, θα πρέπει ν’ αποφεύγουμε την παγίδα της σκανδαλολογίας. Θα πρέπει να βλέπουμε το δάσος και όχι το δέντρο. Το δάσος είναι ο αστικοποιημένος γραφειοκρατικός συνδικαλισμός, πάνω από το «πτώμα» του οποίου πρέπει να περάσει το εργατικό κίνημα για να πετύχει την ταξική του ανασυγκρότηση. Οσοι Ρίζοι κι αν δειχτούν με το δάχτυλο και αποβλη- θούν από τους κόλπους του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, αυτός θα εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο της πέμπτης φάλαγγας μέσα στο εργατικό κίνημα.