Κυβέρνηση, καπιταλιστές και συνδικαλιστική γραφειοκρατία βάλθηκαν να μας πείσουν ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι θεσμός φιλεργατικός! Το κάθε μέρος με τη δική του επιχειρηματολογία. Κυβέρνηση και καπιταλιστές προωθώντας την κατάργησή της, όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία υπερασπιζόμενη το σχετικό νόμο ως κατάκτηση του κινήματος.
Γράψαμε και σε προηγούμενο φύλλο ότι ο θεσμός της υποχρεωτικής διαιτησίας προωθήθηκε από το σύστημα σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα διεκδικούσε. Ρεφορμιστικά και οικονομίστικα, αλλά διεκδικούσε. Και απεργούσε και συγκρουόταν και αρκετές φορές δεν μπορούσαν να το μαζέψουν. Η υποχρεωτική διαιτησία χρησιμοποιήθηκε σαν μοχλός για την τιθάσευση του εργατικού διεκδικητισμού και πέτυχε το σκοπό της.
Στη συνέχεια, με την υποχώρηση του εργατικού ριζοσπαστισμού, την πλήρη αστικοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την αποστέωση κάθε συνδικαλιστικής διαδικασίας, η υποχρεωτική διαιτησία έγινε το βασικό εργαλείο για να δικαιολογεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία το ρόλο της. Η ΓΣΕΕ υπέγραφε μια Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία παγιώθηκε να είναι διετής, και στη συνέχεια οι Ομοσπονδίες και τα πρωτοβάθμια σωματεία, όταν δε μπορούσαν να φτάσουν σε μια συμφωνία με τους καπιταλιστές του κλάδου ή της επιχείρησης, προσέφευγαν στη διαιτησία, η οποία εξέδιδε απόφαση για αυξήσεις στα επίπεδα της ΕΓΣΣΕ. Τα πάντα είχαν μπει στον αυτόματο πιλότο.
Οι καπιταλιστές, αχόρταγοι όπως πάντα, όταν βεβαιώθηκαν ότι απ’ αυτό το συνδικαλισμό δεν απειλούνται, άρχισαν να δυσανασχετούν και να ζητούν την κατάργηση αυτού του αυτόματου πιλότου. Στόχος τους να διαλύσουν κάθε έννοια συλλογικής σύμβασης και να περάσουν σε ατομικές συμβάσεις. Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά των τραπεζιτών απέναντι στην ΟΤΟΕ τα τελευταία χρόνια. Παρά τις εκκλήσεις των κυβερνήσεων, που δεν ήθελαν εντάσεις, να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις και να υπογράψουν ΣΣΕ, αυτοί αρνούνταν. Και όταν το έκαναν, η ΣΣΕ δε θύμιζε και πολύ τις συμβάσεις του παρελθόντος, καθώς άφηνε στο επίπεδο της ρύθμισης ανά τράπεζα μια σειρά σημαντικά ζητήματα. Η δε συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΤΟΕ, ξεπουπουλιασμένη εντελώς, υπέγραφε αυτές τις «τρόπον τινά» ΣΣΕ, για να λέει ότι υπέγραψε σύμβαση και να δικαιολογεί το ρόλο της.
Το ξέσπασμα της κρίσης ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για το κεφάλαιο να ξεφορτωθεί τα τελευταία υπολείμματα της περιόδου του ρεφορμιστικού διεκδικητισμού. Μέσα σ’ αυτά ήταν και η διαιτησία. Στο Μνημόνιο υπογράφτηκε η ληξιαρχική πράξη θανάτου και ο Λοβέρδος ανέλαβε να βάλει την ταφόπετρα, με το προεδρικό διάταγμα που τελικά έγινε άρθρα στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Μιλώντας στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 22 Ιούνη, ο Λοβέρδος δήλωσε με το γνωστό του ύφος ότι «υπήρχε ή δεν υπήρχε το Μνημόνιο» αυτός θα άλλαζε τα σχετικά με τη διαιτησία. Γιατί; Διαβάστε την αιτιολογία του: «Η Ελλάδα είναι μια δημοκρατική χώρα και ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας δομήθηκε για να δίνει λύσεις μεσολάβησης και διαιτησίας. Δηλαδή, να ακούς και τους δύο και να δίνεις το δίκιο, και όχι να κάνεις άλλα πράγματα από το δίκιο. Δεν είναι δυνατόν κάθε μέρα σχεδόν να έχω καταγγελίες και έγγραφα από εργοδότες, ότι δεν εισακούγονται ποτέ και με βάση αυτής της πρακτικής οικοδομείται ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός. Γιατί να παλέψεις; Υπάρχει κάποιος λόγος να παλέψεις με το αφεντικό; Θα τον πας στην διαιτησία και εκείνη θα σου το λύσει όπως εσύ θες. Αυτή είναι η δομή της γραφειοκρατίας. Ο ορισμός της γραφειοκρατίας. Γιατί να πρέπει να μας αρέσει αυτό; Και γιατί να συμφωνούμε με αυτό; Εγώ προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτό».
Τα ίδια λέει στις σχεδόν καθημερινές εμφανίσεις του στην τηλεόραση ο Παπακωνσταντίνου. Ελεγε, για παράδειγμα στο Mega, την 1η Ιούλη: « Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που έχει αυτό το σύστημα διαιτησίας. Μας το έχει πει ακόμα και η Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας ότι έπρεπε να το αλλάξουμε αυτό. Δεν είναι κάποια εκθεμελίωση δικαιωμάτων. (…) Είναι δυνατόν μια συλλογική σύμβαση εργασίας να έρχεται και να λέει κάποιες συμφωνίες, αύξηση 3% και μετά να πηγαίνουν και να το κάνουν 10% και 15% με δικαστικές αποφάσεις; Γίνονται αυτά τα πράγματα και αυτό να τινάζει τα πάντα στον αέρα; Μπορούμε να αφήσουμε τέτοιο σύστημα; Να είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχει παρόμοιες δυνατότητες;».
Ολα αυτά, βέβαια, για αυξήσεις 10% και 15%, που τα λέει και ο Λοβέρδος, είναι ψέματα. Οι δυο υπουργοί του Παπανδρέου βάλθηκαν να μας πείσουν ότι οι κακόμοιροι οι καπιταλιστές δεινοπαθούν από τη λειτουργία του διαιτητικού μηχανισμού, ο οποίος δίνει «τρελές» αυξήσεις στους εργαζόμενους. Τόσο φανατικός, όσο οι δυο υπουργοί, δεν είναι ούτε ο ΣΕΒ. Στο Υπόμνημα που κατέθεσε στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής περιορίζεται απλώς να υπενθυμίσει τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα και «αποδοκιμάζουν την υποχρεωτική διαιτησία», καθώς και τη σχετική κοινοτική νομοθεσία. Χωρίς κορόνες περί αδικιών σε βάρος των επιχειρήσεων. Αυτή την ξεφτίλα οι καπιταλιστές την άφησαν για τους υπουργούς.
Το μόνο σημείο που οι καπιταλιστές σήκωσαν κάπως τους τόνους είναι η εξαίρεση της ΕΓΣΣΕ, την οποία χαρακτηρίζουν «ελληνική πρωτοτυπία». Οπως σημειώνουν στο Υπόμνημα, «αυτή η εξαίρεση είναι ακατανόητη, αντιβαίνει στις αποφάσεις του ΔΓΕ και πρέπει να διαγραφεί – δηλαδή να παραμείνει η διάταξη όπως ήταν διατυπωμένη στο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος».
Πράγματι, η ΕΓΣΣΕ εξαιρέθηκε από τη νέα ρύθμιση. Εξαιρέθηκε προφανώς μετά από παρέμβαση του Παπανδρέου, ο οποίος άνοιξε δίαυλο επικοινωνίας με τα «πράσινα» ανώτερα στελέχη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Παναγόπουλος και σία έπεισαν τον Παπανδρέου ότι πρέπει κάτι να τους αφήσει για να δικαιολογούν το ρόλο τους. Γιατί αν δεν έχουν τίποτα να «πουλήσουν», τότε θα καταντήσουν καθαρά διακοσμητικοί και οι εργαζόμενοι θα τους προσπεράσουν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζεται ο πρωθυπουργός. Αυτό το κάτι είναι η δυνατότητά τους να υπογράφουν ΕΓΣΣΕ, έστω και μέσω μιας πιο αυστηρά ελεγχόμενης διαιτησίας.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ζήτησε να έχει ένα τουλάχιστον εργαλείο διαπραγμάτευσης με τον ΣΕΒ και ο Παπανδρέου της το έδωσε. Γι’ αυτό και ο ΣΕΒ διαμαρτύρεται. Ομως, μια κυβέρνηση, που έχει δώσει τα πάντα στο κεφάλαιο, είναι υποχρεωμένη να στηρίξει και εκείνους τους μηχανισμούς που έστω και ξεπουπουλιασμένοι μπορούν να παίζουν σ’ ένα βαθμό το ρόλο της πέμπτης φάλαγγας μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι καπιταλιστές είναι αχόρταγοι, οι καπιταλιστές βγάζουν επιθετικότητα, η κυβέρνησή τους, όμως, πρέπει να ενεργεί πιο έξυπνα απ’ αυτούς. Και στο κάτω-κάτω, μια κυβέρνηση πρέπει να προσέχει και τα ιδιαίτερα κομματικά της στηρίγματα. Αρκετή ξεφτίλα φορτώθηκε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ένα τόσο δα δωράκι δεν βλάπτει το σύστημα. Αντίθετα, μακροπρόθεσμα το ευνοεί.
Τα καλά τέτοιων κινήσεων φάνηκαν αμέσως. Η ΓΣΕΕ, που δήλωνε ότι κόβει κάθε δίαυλο επικοινωνίας με το Λοβέρδο, του έστειλε επιστολή υποβάλλοντάς του μόνο ένα επιμέρους αίτημα για το ασφαλιστικό. Αμέσως, τα ΜΜΕ έσπευσαν να κάνουν σημαία αυτή την επιστολή, λες και το μείζον θέμα δεν είναι η κατάργηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά το αν θα διατηρηθεί η 35ετία στα 58 για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ πριν το 1983 (δηλαδή αν θα γίνει ακόμα πιο βαθύς ο διαχωρισμός των εργαζόμενων σε κατηγορίες).
Το μοντέλο, λοιπόν, έχει ως εξής: η εργατική πλευρά μπορεί να προσφύγει μονομερώς στη διαιτησία, αλλά μόνο για την ΕΓΣΣΕ. Ολες οι άλλες συμβάσεις μπορούν να παραπέμπονται στη διαιτησία μόνο αν συμφωνούν και τα δύο μέρη. Αυτό το μοντέλο ενδέχεται να δοκιμαστεί σύντομα. ΓΣΕΕ και καπιταλιστικές οργανώσεις βρίσκονται σε διαπραγμάτευση για τη φετινή ΕΓΣΣΕ και η κυβέρνηση έχει ανάψει το φως για αυξήσεις της πλάκας (το πολύ 1,3%), προκειμένου να μην αναγκαστεί η ίδια να εκδώσει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τριετές πάγωμα των βασικών, όπως προβλέπει το Μνημόνιο (αναλυτικά γράφουμε στη σελίδα 13). Επειδή οι καπιταλιστές εμφανίζονται ανένδοτοι, η κυβέρνηση προσφέρει στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία το εργαλείο της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία σε περίπτωση ναυάγιου των διαπραγματεύσεων μπορεί να εκδώσει μια απόφαση στο πλαίσιο της κυβερνητικής γραμμής. Αρα, ο ΣΕΒ καλείται να προσαρμοστεί στην κυβερνητική γραμμή.