Σπάζοντας τη μακρά παράδοση των τρομοδικείων, ο εισαγγελέας της έδρας του Πεντεμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που δικάζει σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση της ληστείας στο Βελβενδό Κοζάνης, πρότεινε να αναγνωριστούν στους κατηγορούμενους των οποίων πρότεινε την ενοχή. Και μάλιστα, ελαφρυντικά με σαφές πολιτικό υπόβαθρο, που αμφισβητούν την παράδοση της αποπολιτικοποίησης και της εγκληματοποίησης της επαναστατικής πολιτικής δράσης, που με μεγάλη επιμέλεια ακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια ο κατασταλτικός μηχανισμός (αστυνομικός και δικαστικός) και τα αστικά ΜΜΕ που στηρίζουν την προσπάθειά του.
Στη δίκη της 17Ν, χάρη στην προσωπικότητα του Δημήτρη Κουφοντίνα και στις συνεχείς πολιτικές παρεμβάσεις του, έσπασε το τείχος της αποπολιτικοποίησης-εγκληματοποίησης, που είχε χτιστεί το καλοκαίρι του 2002. Ετσι, στην αγόρευσή του, ο αναπληρωτής εισαγγελέας Β. Μαρκής (στέλεχος του Ποταμιού σήμερα) εγκατέλειψε τη γραμμή της εγκληματοποίησης και αναζήτησε καταφύγιο σε μια ψυχολογίζουσα ερμηνεία, χαρακτηρίζοντας τον Δ. Κουφοντίνα «ιδεοληπτικό». Στη δίκη του ΕΛΑ δεν υπήρχαν κατηγορίες για ληστείες, είχε προηγηθεί και η δίκη της 17Ν, οπότε δεν έγινε προσπάθεια εγκληματοποίησης. Το ίδιο και στην πρώτη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα. Και στις δυο αυτές δίκες, υπήρχαν επίσης ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες (Χρήστος Τσιγαρίδας, Νίκος Μαζιώτης, Πόλα Ρούπα, Κώστας Γουρνάς), που δεν επέτρεπαν την εγκληματοποίηση της πολιτικής δράσης.
Παρά ταύτα, εισαγγελείς και δικαστές δεν μπήκαν σε προβληματισμό για την αναγνώριση ελαφρυντικών και όποτε ζητήθηκαν ελαφρυντικά, τα αιτήματα απορρίφθηκαν. Ηταν φανερή η αγωνία εισαγγελέων και δικαστών καθώς προσπαθούσαν να επιχειρηματολογήσουν ότι, ναι μεν αναγνωρίζουν πολιτικά κίνητρα στους κατηγορούμενους, όμως αυτά δε συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισης του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων, όπως δε συγκροτούν και την έννοια του «πολιτικού αδικήματος».
Τώρα, ο εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος, φτάνει στο σημείο να προτείνει στο τρομοδικείο την αναγνώριση του ελαφρυντικού «των μη ταπεινών αιτίων». Και το κάνει σε μια δίκη που εκδικάζει μια υπόθεση (ληστεία τράπεζας) που εγκληματοποιείται πιο εύκολα σε αντίθεση με άλλες (τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, εκτόξευση ρουκετών, εκτέλεση ταξικών εχθρών). Κατά τον εισαγγελέα, οι αναρχικοί αγωνιστές που κατηγορούνται, δε διέπραξαν τη ληστεία για ίδιον όφελος, αλλά προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την επαναστατική τους δράση. Κι αυτό καθιστά τα αίτιά τους μη ταπεινά.
Ο εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος πρότεινε την αναγνώριση και δεύτερου ελαφρυντικού: «της υπεύθυνης συμπεριφοράς και επιμέλειας κατά την τέλεση των εγκλημάτων που τους αποδίδονται και μη προσβολής της ανθρώπινης ζωής και σωματικής ακεραιότητας». Αναφέρθηκε στα γεγονότα: επέδειξαν ψύχραιμη συμπεριφορά στην τράπεζα και διαχειρίστηκαν την κατάσταση με ασφάλεια για τους ανθρώπους, τους οποίους μάλιστα άφησαν να φύγουν. Δεν αφαίρεσαν από τον οδοντίατρο 15.000 ευρώ που είχε πάνω του. Μολονότι είχαν όπλα, δε γάζωσαν τους αστυνομικούς, γιατί ο αξιακός τους κώδικας δεν τους επιτρέπει να ρισκάρουν τη ζωή άσχετων ανθρώπων, όπως είπαν. Επέλεξαν συνειδητά να μη διακινδυνεύσουν τη ζωή του οδοντογιατρού που είχαν μαζί τους. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, !
Ο εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος πρότεινε επίσης την , γιατί μόνο το DNA, χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν πρέπει να οδηγεί σε απόφαση για ενοχή. Είναι και αυτή η πρόταση μια θετική εξέλιξη, που έρχεται να προστεθεί στον κατάλογο των αθωωτικών αποφάσεων Πεντεμελών Εφετείων για παρόμοιες αποφάσεις (σχετικά έχουμε γράψει σε προηγούμενη ανάλυσή μας, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ).
Από το πρωτόδικο ακόμα δόθηκε μεγάλη μάχη ενάντια στη βρομιά της Αντιτρομοκρατικής, που ενέπλεξε τους δύο αυτούς αναρχικούς αγωνιστές στις υποθέσεις του Βελβενδού επικαλούμενη ανίχνευση DNA σε μείγμα. Και πρέπει να απονεμηθούν εύσημα στη χημικό Ε.Κ., για τον επιστημονικά άρτιο και εμπεριστατωμένο τρόπο με τον οποίο απέδειξε, καταθέτοντας στο δικαστήριο, πόσο αστήρικτες είναι οι «αναλύσεις» που κάνει κατά παραγγελία το «εργαστήριο» της αστυνομίας, και πόσο αναξιόπιστες είναι οι εκθέσεις που στέλνει στα δικαστήρια, μοστράροντάς τες σαν «εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης».
Παρά τις παραπάνω θετικές προτάσεις του, ο εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος δε βγήκε από την κατασταλτική ερμηνεία του νομικού πλαισίου, προτείνοντας να χαρακτηριστούν η οπλοφορία και οπλοκατοχή και η κλοπή του αυτοκινήτου, με το οποίο οργανώθηκε η απαλλοτρίωση της τράπεζας.
Συνοψίζοντας, ο εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχτούν , οι (ληστεία με καλυμμένα χαρακτηριστικά, διακεκριμένη οπλοφορία και οπλοκατοχή, διακεκριμένη κλοπή, πλαστογραφία μετά χρήσεως κρατικών πινακίδων, παράνομη κατακράτηση), (ληστεία με καλυμμένα χαρακτηριστικά, διακεκριμένη οπλοφορία και οπλοκατοχή, διακεκριμένη κλοπή, παράνομη κατακράτηση), (απλή συνέργεια στη ληστεία με καλυμμένα χαρακτηριστικά, διακεκριμένη οπλοφορία και οπλοκατοχή, διακεκριμένη κλοπή, πλαστογραφία μετά χρήσεως κρατικών πινακίδων) και (απλή συνέργεια στη ληστεία με καλυμμένα χαρακτηριστικά, διακεκριμένη οπλοφορία και οπλοκατοχή, διακεκριμένη κλοπή, παράνομη κατακράτηση). Να κηρυχτούν .