Με απόφαση που εκδόθηκε από την ουκρανική κυβέρνηση την 1η Μάρτη απαγορεύεται στους δημόσιους υπαλλήλους να εκφράζουν δημόσια οποιαδήποτε κριτική για το έργο όλων των κρατικών θεσμών και των αξιωματούχων τους. Με την ίδια απόφαση εισάγεται ειδικός κανονισμός «πίστης» για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, ο οποίος, εκτός από την απαγόρευση της άσκησης κριτικής σε κρατικούς αξιωματούχους, απαιτεί απ’ αυτούς «πολιτική ουδετερότητα», «διαφάνεια» και «λογοδοσία». Ο κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως από τους δημόσιους υπαλλήλους, διαφορετικά θα υφίστανται πειθαρχικές κυρώσεις.
Στόχος των μέτρων υποτίθεται ότι είναι, σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση, η «αποκατάσταση της δημόσιας εμπιστοσύνης στους κρατικούς θεσμούς και στους αξιωματούχους τους». Ομως, στην πραγματικότητα, με τα μέτρα αυτά η ουκρανική κυβέρνηση επιχειρεί να σταματήσει κάθε κριτική σε βάρος της και να αποτρέψει την αποκάλυψη των σκανδάλων διαφθοράς, τα οποία επιδεινώνουν την πολιτική κρίση και απαξιώνουν ακόμη περισσότερο τις πολιτικές δυνάμεις και τους εκλεκτούς των Αμερικάνων και των ευρωπαίων εταίρων τους, που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Ουκρανίας μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς στις αρχές του 2014.
Τον περασμένο Δεκέμβρη, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν επισκέφτηκε το Κίεβο για να πιέσει την κυβέρνηση Γιάτσενιουκ και τη Βουλή να επικεντρωθούν από κοινού στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, ενώ ομολόγησε ότι έχει ξοδέψει εκατοντάδες ώρες να μιλά στο τηλέφωνο με την ουκρανική πολιτική ηγεσία. Ομως, λίγες μέρες μετά από την επίσκεψή του, η ουκρανική βουλή μετατράπηκε για μια ακόμη φορά σε αρένα, όταν ο βουλευτής Ολεγκ Μπάρνα πέταξε από το βήμα τον πρωθυπουργό Γιάτσενιουκ την ώρα που μιλούσε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει άγριος καυγάς.
Πρόσφατα, παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών Αμπρομαβίσιους διαμαρτυρόμενος για τον αργό ρυθμό μεταρρυθμίσεων και κατηγορώντας κρατικούς αξιωματούχους για εκτεταμένη διαφθορά, την οποία ο ίδιος δεν ήθελε να συγκαλύψει.
Η πολιτική κρίση είναι τέτοια που ο πρόεδρος της χώρας Πέτρο Ποροσένκο κάλεσε τον περασμένο μήνα τον πρωθυπουργό να υποβάλει την παραίτησή του. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Αρσένι Γιάτσενιουκ κατάφερε να επιβιώσει κερδίζοντας μετά βίας ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή, δε σημαίνει ότι δεν μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει, καθώς πνίγεται στην μπόχα των σκανδάλων διαφθοράς και κατηγορείται για ανικανότητα τόσο στην πάταξή της όσο και στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούν οι αμερικάνοι και οι δυτικοί πάτρωνές της.
Η πολιτική κρίση πρόκειται να βαθύνει ακόμη περισσότερο μετά τη δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ σε συνέντευξή του στις 3 Μάρτη ότι η «Ουκρανία ξεκάθαρα δεν θα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα επόμενα 20 – 25 χρόνια, ούτε και του ΝΑΤΟ». Η δήλωση Γιούνκερ έγινε ενόψει του δημοψηφίσματος στην Ολλανδία για τη συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, το αποτέλεσμα του οποίου, με βάση τις δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής, αλλά και το κλίμα ξενοφοβίας που εξαπλώνεται στην Ευρώπη, προβλέπεται να είναι αρνητικό. Είχε προηγηθεί στις 2 του Μάρτη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία αναστέλλεται η κατάργηση της βίζας για τους πολίτες της Ουκρανίας, με την αιτιολογία ότι η κυβέρνηση του Κιέβου «απέτυχε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στη μάχη κατά της διαφθοράς».
Η απόφαση αυτή και η δήλωση Γιούνκερ που ακολούθησε φέρνουν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον ουκρανό πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο και την κυβέρνηση Γιάτσενιουκ, που χρησιμοποίησαν τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως βασικό εργαλείο τόσο για να κερδίσουν την εξουσία όσο και να περάσουν τα σκληρά μέτρα λιτότητας και τη ρήξη των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, με την προοπτική ενός «λαμπρού ευρωπαϊκού μέλλοντος».
Οπως φαίνεται, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, που υποστήριξαν και ενίσχυσαν την ουκρανική αντιπολίτευση για να δέσουν τη χώρα στο άρμα τους, παίρνουν τώρα αποστάσεις από το Κίεβο, γιατί η ίδια η ΕΕ αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και δεν θέλει σ’ αυτή τη φάση ένα ακόμη προβληματικό μέλος, αλλά και γιατί δεν θέλει να επιδεινώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, καθώς ισχυρές καπιταλιστικές ενώσεις πιέζουν για τη βελτίωσή τους και την άρση των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.
Στο κλίμα αυτό βρίσκουν φυσικά πρόσφορο έδαφος οι ακροδεξιές και φασιστικές πολιτικές δυνάμεις πατώντας πάνω στην απογοήτευση των πλατιών λαϊκών μαζών από τους διαδόχους του Γιανουκόβιτς στην εξουσία, που προβάλλονταν από τη Δύση ως υπέρμαχοι της Δημοκρατίας, των ευρωπαϊκών αξιών, των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων και της πάταξης της διαφθοράς