Για να μην πάμε πολύ πίσω στην ιστορία του Σουδάν, που έγινε τυπικά ανεξάρτητη χώρα το 1956 (έως τότε ήταν βρετανική αποικία που διοικούνταν από την Αίγυπτο), θα μείνουμε στην τριακονταετή διακυβέρνηση του στρατηγού Ομάρ αλ-Μπασίρ (1989-2019).
Ο Μπασίρ ήταν δικτάτορας που αντέγραψε τους αιγύπτιους ομολόγους του. Αλλά όταν κατέπνιγε –ως αρχηγός του στρατού- τις λαϊκοδημοκρατικές δυνάμεις που αγωνίζονταν για πραγματική ανεξαρτησία της χώρας, ήταν ένας… καλός δικτάτορας για τους ιμπεριαλιστές της Δύσης. «Ο κομμουνισμός είναι ο μοναδικός εχθρός του Ισλάμ» έλεγαν οι ιμάμηδες στα κηρύγματά τους. Μουσουλμανική Αδελφότητα και στρατός συνεργάζονταν αρμονικά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Αργότερα, ο αλ-Μπασίρ, που ανήλθε στην εξουσία μέσω ενός ακόμη στρατιωτικού πραξικοπήματος, έγινε… κακός δικτάτορας. Την ιμπεριαλιστική Δύση δεν την ενοχλούσε, βέβαια, που ήταν δικτάτορας (αυτό έλειπε) αλλά που πολιτευόταν ως «σουδανός Καντάφι». Διεκδικούσε περισσότερα για τη σουδανική αστική τάξη, προσπαθούσε να ελιχθεί ανάμεσα στις διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, εμφανιζόταν ως ηγέτης του ισλαμικού κόσμου, εξέφραζε υποστήριξη στους Παλαιστίνιους, ανέπτυσσε σχέσεις με το Ιράν.
Τελικά, τον αλ-Μπασίρ δεν κατάφεραν να τον ρίξουν οι ιμπεριαλιστές της Δύσης (κι ας ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους που κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που έστησαν). Τον έριξε μια γνήσια λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2019 και είχε… πεζά αιτήματα: ψωμί και καύσιμα, φτηνά και σε επάρκεια. Ο αλ-Μπασίρ εξαπέλυσε κύματα σκληρής καταστολής. Κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και διέταξε να πυροβολούν στο ψαχνό τους διαδηλωτές. Αλλαξε τον πρωθυπουργό και απέλυσε όλους τους υπουργούς, σε μια προσπάθεια να φορτώσει στην κυβέρνηση την ευθύνη για την οικονομική κρίση που μάστιζε τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες.
Η λαϊκή εξέγερση δεν σταμάτησε και έτσι, τέσσερις περίπου μήνες μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, οι έμπιστοί του αναγκάστηκαν να ανατρέψουν τον αλ-Μπασίρ με πραξικόπημα. Ο στρατός ανακοίνωσε την ανατροπή και τη σύλληψη του αλ-Μπασίρ με τηλεοπτικό διάγγελμα. Την εξουσία ανέλαβε Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο, που για να κατασιγάσει τη λαϊκή εξέγερση «μοιράστηκε» την εξουσία με αστικά πολιτικά μορφώματα που αναφέρονταν στον αστικό κοινοβουλευτισμό.
Το πραξικόπημα χαιρετίστηκε από Σαουδική Αραβία και Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τις ιμπεριαλιστικές χώρες όμως να κρατούν αποστάσεις και την Μέρκελ να συντάσσεται με τα αιτήματα της αντιπολιτευτικής οργάνωσης που φέρεται να έχει κυρίαρχο πολιτικό ρόλο («Σύνδεσμος Σουδανών Επαγγελματιών»), για μετάβαση σε πολιτική μεταβατική κυβέρνηση. Καθώς οι διαδηλώσεις δεν κόπασαν, το στρατιωτικό συμβούλιο αντικατέστησε τον επικεφαλής του και κατάργησε την απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ μέλη του φαίνονταν πρόθυμα να δώσουν την εξουσία σε κάποιους πολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι ακόμα αναζητούνταν. Στόχος ήταν να μη διασαλευτεί η καθεστωτική ομαλότητα και να σταματήσουν το συντομότερο οι διαδηλώσεις για να σωθεί το σύστημα.
Ο λαός δεν ξεσηκώθηκε επειδή δεν του άρεσε η φάτσα του αλ-Μπασίρ, αλλά είχε αιτήματα. Ετσι, το στρατιωτικό συμβούλιο υποσχέθηκε ριζικές μεταρρυθμίσεις των υπηρεσιών ασφαλείας επί το «δημοκρατικότερο», αφήνοντας στη μπάντα τα οικονομικά αιτήματα που ήταν τα σημαντικότερα. Φυσικά, δεν έκανε τίποτα απ’ όσα υποσχέθηκε. Ούτε στο ζήτημα της διακυβέρνησης ούτε στην οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Ετσι, μια ακόμη λαϊκή εξέγερση έγινε κινητήριος μοχλός για την πραγματοποίηση μιας δυναστικής μεταβολής. Οι λαϊκές μάζες δεν ήταν οργανωμένες, συγκροτημένη πολιτική πρωτοπορία δεν υπήρχε, ο στρατός είχε τη δύναμη, οι αστικές πολιτικές γκρούπες διέθεταν την «έξωθεν καλή μαρτυρία», η δυναστική μεταβολή συνετελέσθη.
Ο λαός ξαναβγήκε στο δρόμο εντός διμήνου, ζητώντας άμεση προκήρυξη εκλογών και τερματισμό της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης». Οι RSF μετέτρεψαν σε λουτρό αίματος την καθιστική διαμαρτυρία έξω από το υπουργείο Πολέμου στο Χαρτούμ. Πρώτα έριξαν δακρυγόνα για να διαλύσουν τον κόσμο και στη συνέχεια άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό με πραγματικά πυρά. Τουλάχιστον 60 ήταν οι νεκροί και άγνωστος ο αριθμός των τραυματιών. Αξιωματούχοι του στρατού είχαν χαρακτηρίσει ως «κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια» τις διαδηλώσεις και είχαν προαναγγείλει «μέτρα κατά των άνομων στοιχείων».
Οι ιμπεριαλιστές παρακολουθούσαν, προκειμένου να δουν ποια ομάδα θα προσεταιριστούν. Ρωσία και Κίνα μπλόκαραν την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ ΗΠΑ, Βρετανία και Νορβηγία απλά εξέδωσαν μια κοινή ανακοίνωση καταγγελίας για τα μάτια του κόσμου. Οι πολιτικές ομάδες ανακοίνωσαν ότι διακόπτουν κάθε συζήτηση με το στρατό για το θέμα της «μετάβασης στη δημοκρατία».
Ακολούθησε πολύ σύντομα, τον Οκτώβρη του 2021, νέο στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο στρατός παραμέρισε εντελώς τους αστούς πολιτικούς και ανέλαβε πάλι δικτατορικά την εξουσία. Ο αρχηγός του στρατού, Αμπντελφατάχ αλ-Μπουρχάν έγινε πρόεδρος και δεύτερος στην κυβερνητική ιεραρχία έγινε ο αρχηγός των «Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης» (RSF), Μοχάμαντ Χαμντάν Ντάγκαλο, γνωστός ως Χεμεντί. Οι RSF είναι η μετεξέλιξη των Τζατζαουίντ, μισθοφορικών επίλεκτων δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν για καταστολή εξεγέρσεων στο Σουδάν (τελευταία η σφαγή των ειρηνικών διαδηλωτών έξω από το υπουργείο Πολέμου, που προαναφέραμε) και στο πολύπαθο Νταρφούρ.
Τώρα, συγκρούονται οι πραξικοπηματίες σύμμαχοι του 2021. Από τη μια ο Αμπντελφατάχ αλ-Μπουρχάν με το στρατό, από την άλλη ο Χαμεντί με τις RSF. Πίσω από τους δύο ματοβαμμένους πολέμαρχους στοιχίζονται ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, γεγονός που είχε φανεί αμέσως μετά το τελευταίο πραξικόπημα (Οκτώβρης 2021).
Μετά την ανατροπή του αλ-Μπασίρ, τον Δεκέμβρη του 2020, η σουδανική χούντα υπέγραψε μία από τις περιβόητες «Συμφωνίες του Αβραάμ». Ηταν το αμερικανόπνευστο σχέδιο για την αποκατάσταση των σχέσεων αραβικών χωρών με τη σιωνιστική οντότητα. Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας, οι ΗΠΑ έβγαλαν το Σουδάν από τη μαύρη λίστα των «χωρών που στηρίζουν την τρομοκρατία» και υποσχέθηκαν οικονομική βοήθεια (η οποία δεν έφτασε ποτέ).
Ενα χρόνο αργότερα, όμως, η νέα χούντα των αλ-Μπουρχάν και Χαμεντί ανακοίνωσε συμφωνία με τη Ρωσία για τη δημιουργία ρωσικής στρατιωτικής ναυτικής βάσης στην Ερυθρά Θάλασσα. Η Ρωσία είχε προωθήσει τη διείσδυσή της και μέσω της διαβόητης μισθοφορικής εταιρείας «Wagner», η οποία κατηγορείται από τους Δυτικούς ότι έχει ανάμιξη στο λαθρεμπόριο χρυσού, συνεργαζόμενη με τα κορυφαία στελέχη της στρατιωτικής χούντας.
Και οι δύο συμφωνίες, με ΗΠΑ-Ισραήλ και με τη Ρωσία έχουν «παγώσει». Γι’ αυτό και οι δύο ισχυρότεροι πολέμαρχοι της χούντας ανέλαβαν να απαντήσουν με ένοπλη σύγκρουση στο ερώτημα «με ποιους θα πάνε και ποιους θ’ αφήσουν». Και ο λαός πληρώνει ξανά με αίμα, πείνα και προσφυγιά τον αδυσώπητο αγώνα ανάμεσα στις ξενόδουλες κλίκες.
Να σημειωθεί ότι ισχυρά συμφέροντα στο Σουδάν έχει και η Κίνα (πρώτη με 31% στις εισαγωγές του Σουδάν και δεύτερη με 19% σε απορρόφηση εξαγωγών από το Σουδάν) και κράτη της περιοχής, όπως τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα (πρώτα στην απορρόφηση εξαγωγών από το Σουδάν με 31% και τρίτα σε εξαγωγές στο Σουδάν με 11%), η Σαουδική Αραβία και βέβαια η Αίγυπτος.
Το Σουδάν έχει σημαντικό ορυκτό πλούτο. Μεγάλη παραγωγή χρυσού (υπολογίζεται ότι τα δύο τρίτα εξάγονται λαθραία από τη χώρα) και μεγάλα κοιτάσματα ουρανίου, που εντοπίζονται κυρίως στο Νταρφούρ (μπορούμε έτσι να αντιληφθούμε γιατί ο αλ-Μπασίρ προσπάθησε να εκτοπίσει τους κατοίκους του Νταρφούρ και να εγκαταστήσει εκεί αραβόφωνες νομαδικές φυλές, γεγονός που οδήγησε σε μια απίστευτη αιματοχυσία με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και περισσότερους εκτοπισμένους). Υπάρχουν εκτιμήσεις για 1,5 εκατ. τόνους ουρανίου, που αν επαληθευτούν θα πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ουρανίου στον πλανήτη. Επίσης, στο υπέδαφος του Σουδάν υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα μαγγανίου.
Το Σουδάν έχει και σημαντική γεωπολιτική θέση, με μια ακτογραμμή 853 χιλιομέτρων στην Ερυθρά Θάλασσα και σύνορα με κρίσιμες περιοχές (Σαχέλ και ευρύτερα Ανατολική Αφρική), όπου αναπτύσσεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός με συμμετοχή όλων των βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία).
Ο φυσικός πλούτος και η γεωγραφική θέση της χώρας έχουν μετατραπεί σε κατάρα για το λαό της. Σύμφωνα με στοιχεία οργανισμών του ΟΗΕ, ένας στους δύο Σουδανούς ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (όπως ορίζεται από τους αστικούς οργανισμούς). Δεκαετίες ακραίας φτώχειας και πολεμικών συγκρούσεων που τη βαθαίνουν, χωρίς στοιχειώδη δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, εκτοπισμοί πληθυσμών, συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα που βουτάνε το λαό στο αίμα και στην απόγνωση της προσφυγιάς, αυτή είναι με λίγα λόγια η ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει ο λαός του Σουδάν.
Η αποικιοκρατία αντικαταστάθηκε από την ιμπεριαλιστική νεοαποικιοκρατία. Οι αστικές φατρίες, οργανωμένες γύρω από το στρατό, καταληστεύουν τη χώρα, υπηρετούν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και συγκρούονται συνεχώς για τον έλεγχο της εξουσίας, χτυπώντας παράλληλα με ανελέητο τρόπο κάθε λαϊκό σκίρτημα για ψωμί και δημοκρατικά δικαιώματα.
Ο σουδανικός λαός δεν έχει άλλη επιλογή εκτός από το να συνεχίσει να αγωνίζεται. Μέχρι να μπορέσει να υψώσει τη δική του σημαία, αντί ν’ ακολουθεί τις σημαίες των ματοβαμμένων πολέμαρχων και των ξεφτιλισμένων αστών πολιτικών.