Στις 7 Δεκέμβρη, με ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, το περουβιανό Κογκρέσο καθαίρεσε τον αριστερό, πρώην συνδικαλιστή, με ιθαγενικές ρίζες, εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας Πέδρο Καστίγιο. Στους μόλις 16 μήνες της θητείας του, ο Καστίγιο είχε βρεθεί ήδη δυο φορές στο στόχαστρο του Κογκρέσου, όπου κυριαρχούν τα δεξιά αστικά κόμματα, με κατηγορίες για κακοδιαχείριση. Η πρώτη φορά μόλις στους πρώτους τρεις μήνες της διακυβέρνησής του. Αμέσως μετά την καθαίρεση του, συνελήφθη και έκτοτε βρίσκεται φυλακισμένος. Τη θέση του κατέλαβε, με τις ευλογίες του Κογκρέσου, η αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του, Ντίνα Μπολουάρτε, που προέρχεται από το ίδιο κόμμα! Διακηρυγμένη πρόθεσή της είναι να κυβερνήσει τη χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας της κυβέρνησης Καστίγιο, το 2026.
Αφορμή για τν σύλληψη και την φυλάκιση του Καστίγιο αποτέλεσε η αποτυχημένη απόπειρά του, λίγο πριν από την καθαίρεσή του, να διαλύσει το Κογκρέσο και να κυβερνήσει με προεδρικά διατάγματα. Ο Καστίγιο δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από τη λευκή αστική τάξη και τη δεξιά παραδοσιακή πολιτική ελίτ της χώρας που είναι εγκατεστημένη στην πρωτεύουσα Λίμα, ενώ είναι ο πέμπτος πρόεδρος της χώρας που καθαιρείται από το Κογκρέσο τα τελευταία χρόνια.
Λίγες μέρες μετά την καθαίρεση του Καστίγιο, τα φτωχά λαϊκά στρώματα τις χώρας βγήκαν στο δρόμο απαιτώντας την παραίτηση της Μπολουάρτε, τη διάλυση του λαομίσητου Κογκρέσου, την προκήρυξη άμεσων εκλογών και συνταγματική αναθεώρηση, προκειμένου να αντικατασταθεί το σκληρά νεοφιλελεύθερο Σύνταγμα του πρώην δικτάτορα του Περού, Αλμπέρτο Φουχιμόρι. Περισσότεροι από 50 διαδηλωτές έχουν δολοφονηθεί από τις δυνάμεις καταστολής και το στρατό του καθεστώτος, ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονται ακατάπαυστα ήδη για πέμπτη βδομάδα, παρά τον στρατιωτικό νόμο που έχει κηρύξει το καθεστώς σε ολόκληρες περιφέρειες στο νότιο τμήμα της χώρας.
Οι διαδηλώσεις που ξεκίνησαν αυθόρμητα στις πόλεις του νοτίου Περού στην περιοχή των Ανδεων, όπως το Πούνο, το Κούσκο, η Αρεκίπα και άλλες, ο πληθυσμός των οποίων στήριξε μαζικά τον Καστίγιο στις εκλογές του Ιούλη του 2021, πλέον έχουν επεκταθεί στη Λίμα, στην έδρα του Κογκρέσου. Είναι τέτοια η μαζικότητα των διαδηλώσεων και η σφοδρότητα των συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών και των δυνάμεων καταστολής, που ανάγκασε την Μπολουάρτε να μαζέψει τις υβριστικές δημόσιες δηλώσεις της κατα τις πρώτες μέρες της εξέγερσης και να επιχειρήσει ελιγμό ανακοινώνοντας ότι θα πάει σε εκλογές τον Απρίλη του 2024. Αυτή η ανακοίνωση, όμως δεν πτόησε στο ελάχιστο τους διαδηλωτές, που έχουν πυρπολήσει δεκάδες αστυνομικά τμήματα και έχουν καταλάβει δημόσια κτίρια και αεροδρόμια στο νότιο τμήμα, μπλοκάροντας τις τουριστικές ροές σε αξιοθέατα όπως το πασίγνωστο Μάτσου Πίτσου.
Από την πρώτη στιγμή, ένα από τα βασικά αιτήματα των διαδηλωτών δεν είναι η επάνοδος του Καστίγιο αλλά η διάλυση του Κογκρέσου, θεσμού που συμπυκνώνει όλα τα επιθετικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, που ακολουθεί το πολιτικό προσωπικό της περουβιανής αστικής τάξης εδώ και δεκαετίες και έχει βυθίσει στην εξαθλίωση τα πολυπληθή λαϊκά στρώματα όπου κυριαρχεί το ιθαγενικό στοιχείο. To Kογκρέσο αντανακλά την εξουσιαστική αλαζονεία αυτής της τάξης, η οποία με την ανατροπή του Καστίγιο θέλησε να καταστήσει σαφές στα λαϊκά στρώματα ποιος «κάνει κουμάντο» στο Περού, πυροδοτώντας τη λαϊκή εξέγερση.
Ο Καστίγιο αναδείχτηκε μέσα από αυτά τα στρώματα και αυτά τον οδήγησαν στην εξουσία, πιστεύοντας τις προεκλογικές του διακηρύξεις για εθνικοποίηση του ορυκτού πλούτου, για αγροτική μεταρρύθμιση που θα μοίραζε στους φτωχούς αγρότες και τους κοκαλέρος τις μεγάλες αγροτικές εκτάσεις στο βόρειο και νότιο τμήμα της χώρας και για συνταγματικά αναθεώρηση εντός του 2021. Διακηρύξεις που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, οδηγώντας τον Καστίγιο στο να χάσει το λαϊκό έρεισμά του και στη συνέχεια να καθαιρεθεί από μια αστική τάξη που λειτουργώντας κοντόφθαλμα και ιδεοληπτικά δεν είδε ότι αυτός δεν είναι εχθρός της.
Το Κογκρέσο που αποτελεί κυριάρχο θεσμό άσκησης εξουσίας, χωρίς την έγκριση του οποίου ο πρόεδρος ουσιαστικά είναι ανίσχυρος, κυριαρχείται από τα δεξιά κόμματα. Οι περιφέρειες που καθορίζουν τη σύνθεσή του, όπως η Λίμα, ανήκουν παραδοσιακά στη δεξιά. Από την πρώτη στιγμή έβαλε ανυπέρβλητα εμπόδια στον Καστίγιο στο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση που θα κετεύναζε τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή, καθιστώντας τον ουσιαστικά ανίσχυρο και εξωθώντας πολλά στελέχη της κυβέρνησής του σε παραίτηση.
Σύμφωνα με συνέντευξη της πρώην υπουργού Γυναικείων Ζητημάτων και Ευάλωτων Πληθησμών της κυβέρνησης του ανατραπέντος Καστίγιο, Αναχί Ντουράν, στο αμερικάνικο περιοδικό Jacobin, κανείς από τα αστικά επιτελεία δεν περίμενε ότι αυτή η επιθετική κίνηση από την πλευρά του Κογκρέσου θα έβγαζε τόσο μαζικά το λαό στο δρόμο με κύριο στόχο όχι την αποφυλάκιση του Καστίγιο, που και αυτό αποτελεί αίτημα των διαδηλωτών, αλλά ενάντια σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτικούς θεσμούς που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την περουβιανή ελίτ. Ο ίδιος ο Καστίγιο, γνωρίζοντας ότι έχει χάσει τη στήριξη του περουβιανού λαού, λίγες μέρες πριν από την καθαίρεσή του, στράφηκε στη διοίκηση του στρατού, αναζητώντας στήριξη μπροστά στην επαπειλούμενη ανατροπή του από το Κογκρέσο, για να μην πάρει καμιά απάντηση. Αυτή η κίνηση μόνο απελπισία και πολιτική αφέλεια δείχνει, ενός πολιτικού που πίστεψε ότι ο στρατός, ως πόλος εξουσίας μιας λατινοαμερικάνικης χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, που μακέλεψε δεκάδες χιλιάδες αμάχους κατά τη διάρκεια της καταστολής του κομμουνιστικού αντάρτικου του «Φωτεινού Μονοπατιού», θα στοιχιζόταν πίσω του, κόντρα στις επιταγές της μεγαλοαστικής τάξης της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα.
Την αρπαγή της εξουσίας από την Μπολουάρτε έσπευσε να χαιρετήσει ο πάλαι ποτέ «αριστερός» συνδικαλιστής του χιλιανού φοιτητικού κινήματος και πρόεδρος της Χιλής, Γκαμπριέλ Μπόριτς, ενώ η Αργεντινή, το Μεξικό, η Κολομβία και η Βολιβία εξέφρασαν τη στήριξή τους στον Καστίγιο και ζήτησαν την άμεση αποφυλάκισή του.
Η πολιτική κρίση που στο Περού τα τελευταία χρόνια συντηρούνταν σε επίπεδο κορυφών, με απότοκο τη συνεχή εναλλαγή προέδρων, πέρασε στη βάση. Μπορεί το αυθόρμητο λαϊκό ξέσπασμα να κλείσει προσωρινά τον κύκλο του, όμως αν η αστική τάξη θέλει να περιορίσει τη ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού παράγοντα και να αποφύγει τα χειρότερα, θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε οικονομικές και πολιτικές παραχωρήσεις.