H αύξηση του αμερικάνικου ΑΕΠ κατά 4.1% το τελευταίο τρίμηνο του 2020, σύμφωνα με την δεύτερη εκτίμηση για την πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 25/2 στην ιστοσελίδα του Γραφείου Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, ήταν ένα «αισιόδοξο» μήνυμα στις «αγορές» (δηλαδή το χρηματιστικό κεφάλαιο) για να βγάλουν χρήμα. Τα επιτόκια του πενταετούς ομολόγου του αμερικάνικου δημοσίου (δηλαδή το κόστος δανεισμού του αμερικάνικου δημοσίου για δάνειο πέντε εντών) εκτινάχθηκαν κατά 0.2 ποσοστιαίες μονάδες (από 0.62% σε 0.81%) μέσα σε μία μόλις μέρα! Ηταν η δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια άνοδος τα τελευταία δέκα χρόνια!
Τα επιτόκια του πενταετούς ομολόγου, σύμφωνα με τους Financial Times, θεωρούνται πιο ευαίσθητα στην μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της οικονομίας έτσι όπως την προσδοκούν τα κοράκια του χρηματιστικού κεφαλαίου που είναι οι δανειστές. Ιστορικά τα επιτόκια αυτά βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αναλογιστείτε μόνο ότι το 1980 τα επιτόκια αυτά ήταν της τάξης του 16% (!) για να κατρακυλήσουν την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας σε επίπεδα κάτω από 6% και μετά το 2010 κάτω από 4%, φτάνοντας σχεδόν να μηδενιστούν το περασμένο Φθινόπωρο.
Η αύξηση των επιτοκίων των αμερικάνικων ομολόγων οδήγησε στην πτώση των μετοχών. Οι μετοχές των Apple, Amazon, Microsoft, Alphabet, Facebook, Netfilx σημείωσαν μειώσεις της τάξης του 1,2%-1,5%. Ο δείκτης Nasdaq που περιλαμβάνει περισσότερες από τρεις χιλιάδες μετοχές και μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρίες τεχνολογίας στον κόσμο, μειώθηκε κι αυτός την περασμένη Πέμπτη, όχι όμως σε δραματικά επίπεδα.
Ο λόγος αυτών των αυξομειώσεων είναι απλός: «Οσο μεγαλύτερα τα επιτόκια των ομολόγων, τόσο θα δείτε να υπάρχει πίεση για αποχώρηση από τις μετοχές», λέει ο Τζέφρι Κάρμποουν, ιδρυτικό στέλεχος της εταιρίας συμβούλων επενδύσεων Cornerstone Wealth στη Νότια Καρολίνα. Ο Κάρμποουν εξηγεί: «Οι επενδυτές μεταφέρουν κάποια κέρδη από τις μετοχές οι οποίες είχαν τις μεγαλύτερες μετακινήσεις και τα μεταφέρουν σε πιο συντηρητικές περιοχές για υψηλότερες αποδόσεις, στην αγορά ομολόγων». Τα κοράκια του χρηματιστικού κεφαλαίου λειτουργούν με τον κλασικό τρόπο του… αρπακτικού. Βλέποντας ότι θα βγάλουν περισσότερο (και πιο σίγουρο) χρήμα από τα ομόλογα του δημοσίου, προτιμούν να δανείσουν εκεί τα λεφτά τους, αγοράζοντας ομόλογα και αφήνουν τις μετοχές, δηλαδή τις επενδύσεις στην παραγωγή.
Ποιος θα πληρώσει αυτά τα ομόλογα, δηλαδή τον κρατικό δανεισμό; Φυσικά τα γνωστά και δοκιμασμένα υποζύγια, οι λαοί. Στις συνθήκες της πανδημίας όλα τα κράτη (κι όχι μόνο το αμερικάνικο) δανείστηκαν λεφτά για να «στηρίξουν την οικονομία». Πώς τα δανείστηκαν; Μέσω των κρατικών ομολόγων.
Στις 31/12/2020 το χρέος του αμερικάνικου δημοσίου σε ιδιώτες ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό των 21,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων! Συνολικά το χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ανέρχονταν στα 27,7 τρισ. περίπου (λαμβάνοντας υπόψη και το ενδοκυβερνητικό χρέος), δηλαδή 136% του ΑΕΠ. Ποσοστό ρεκόρ μεταπολεμικά, που ξεπερνά ακόμα κι αυτό του 1946, όταν ισοδυναμούσε με το 118% του ΑΕΠ!
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με σιγουριά την παραπέρα εξέλιξη, καθώς ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την πλήρη αναρχία στην παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι και οι καλύτερες προβλέψεις πολλές φορές ανατρέπονται, καθώς δεν υπάρχει σύστημα καταγραφής και ελέγχου της παραγωγής και της αντιστοίχισής της στις καταναλωτικές δυνατότητες των πλατιών λαϊκών μαζών που είναι οι αγοραστές των προϊόντων που παράγονται παγκόσμια. Ετσι, τη στιγμή που όλα «βαίνουν καλώς», ξεσπούν οι οικονομικές κρίσεις, σχεδόν αστραπιαία, γιατί η κρίση πολλές φορές «κρύβεται», αφού ο κάθε καπιταλιστής λειτουργεί και παράγει με γνώμονα να τα κονομήσει όσο περισσότερο μπορεί, αδιαφορώντας για το βιοτικό επίπεδο του κόσμου.
Η δυνατότητα δανεισμού, που διογκώθηκε την περασμένη δεκαετία, λόγω του «φτηνού χρήματος» (δηλαδή των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού), έκανε τους καπιταλιστές να «ανοιχτούν» πολύ περισσότερο από αυτό που αντιστοιχεί στη δυνατότητα κατανάλωσης των νοικοκυριών και να συνεχίσουν να παράγουν ή να δανείζουν με τη σειρά τους. Ο πιστωτικός τομέας, όταν διογκώνεται, οδηγεί σε βαθύτερη οικονομική κρίση. Αυτό δεν είναι καινούργια διαπίστωση, αλλά ισχύει από την εποχή του Μαρξ, ο οποίος σημείωσε αυτό το γεγονός.
Με αυτό τον τρόπο ξέσπασε η κρίση του 2008, που συγκλόνισε τον πλανήτη (δείτε εδώ για να έχετε μία καλύτερη εικόνα πώς έγινε τότε η κερδοσκοπία με τα ενυπόθηκα δάνεια). Από τότε η αναιμική ανάκαμψη συνοδεύει τον παγκόσμιο καπιταλισμό και ο φόβος για μία ακόμα μεγαλύτερη κρίση ελοχεύει πάντα.
Οπως έχουμε επισημάνει από αυτές εδώ τις στήλες, τα σημάδια μιας νέας κρίσης στην Ευρώπη άρχισαν να διαφαίνονται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, προτού δηλαδή ξεσπάσει η πανδημία. Τότε, η Γερμανία είχε μηδενική ανάπτυξη και οι Γαλλία και Ιταλία αρνητική, με το μέσο όρο αύξησης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και της ΕΕ να είναι μόλις 0.1% (όπως και της Βρετανίας). Οι εξαγωγές της Ευρωζώνης είχαν παγώσει και οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών το ίδιο.
Στις ΗΠΑ, την ίδια περίοδο, το ΑΕΠ κινούνταν στα επίπεδα της τελευταίας τριετίας (γύρω στο 2% αύξηση) με την καταγεγραμμένη ανεργία να κινείται σε χαμηλά επίπεδα (της τάξης του 3.5%). Μιλάμε για καταγεγραμμένη ανεργία και όχι για την πραγματική που κρύβεται πίσω από τα «μαϊμουδιάσματα» των στατιστικών, αφού θεωρούν εργαζόμενο κι αυτόν που εργάστηκε έστω και μία ώρα τη βδομάδα, τον οποίο θεωρούν μερικά απασχολούμενο!
Αυτό έδινε στον Τραμπ τη δυνατότητα για σπέκουλα, διακηρύσσοντας ότι η Αμερική «έγινε ξανά μεγάλη». Ωστόσο, η πανδημία έριξε σαν πύργο από τραπουλόχαρτα τη «μεγάλη Αμερική». Το ΑΕΠ κατακρημνίστηκε σε επίπεδα «κραχ 29» (κατά 35% περίπου) και η ανεργία διπλασιάστηκε μέσα σε μερικούς μήνες!
Τώρα, η κρίση κρύβεται πίσω από την πανδημία, τα κράτη συσσωρεύουν χρέη, τα οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να πληρωθούν, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα έρθει το επόμενο οικονομικό τσουνάμι. Ας μην έχουμε αμφιβολία ότι θα έρθει, γιατί έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Η «ανάκαμψη» της οικονομίας που χτυπήθηκε βάναυσα από την πανδημία, όταν έρθει, δε θα είναι αναίμακτη. Κι αυτό γιατί τα σπασμένα από τη μείωση των καπιταλιστικών κερδών λόγω της πανδημίας δεν μπορεί παρά να τα πληρώσει η εργατική τάξη, αν αυτή εξακολουθήσει να παραμένει χωρίς ταξική οργάνωση και να σέρνεται κάτω από ξένες σημαίες.