Η κατάληψη του ουκρανικού πλοίου «MV Faina», που μετέφερε τανκς και στρατιωτικό εξοπλισμό, από σομαλούς πειρατές τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας και προκάλεσε τόσο θόρυβο για την «απειλή» που αντιπροσωπεύει το φαινόμενο της σύγχρονης πειρατείας για τη διεθνή ασφάλεια, με στόχο να μείνουν στο απυρόβλητο τόσο οι προθέσεις των αυτόκλητων σωτήρων όσο και ένα τεράστιο οικολογικό έγκλημα που συντελείται εδώ και χρόνια στις ακτές της Σομαλίας.
Κάποια στιγμή, ο εκπρόσωπος των πειρατών δήλωσε ότι τα υπέρογκα λύτρα που ζητάνε για να αφήσουν ελεύθερο το πλοίο δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την καταστροφή που έχουν υποστεί οι ακτές της χώρας τους από τα τοξικά απόβλητα που ρίχνουν οι ξένες εταιρίες στις θάλασσές τους και ότι τα λύτρα θα διατεθούν για το καθάρισμά τους.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα λύτρα που ζητάνε οι πειρατές θα πάνε στις τσέπες τις δικές τους, των αφεντικών τους και των πολιτικών που τους προσφέρουν ασυλία. Γιατί πρέπει να σημειωθεί ότι οι πειρατές δρουν στις βορειοανατολικές ακτές της αυτόνομης περιοχής του Πούτλαντ, η οποία διαθέτει δικιά της κυβέρνηση και διοικητικό μηχανισμό, μακριά από τα πολεμικά μέτωπα της νότιας Σομαλίας, και έχουν ως επιχειρησιακή και οικονομική βάση τους το λιμάνι Eyl. Ομως αυτό που έχει σημασία είναι ότι η δήλωση των πειρατών έφερε στο φως το τεράστιο οικολογικό έγκλημα που συντελείται στις ακτές της Σομαλίας εδώ και 20 χρόνια, προκαλώντας ολοκληρωτική καταστροφή στη θάλασσα και θανατηφόρες ασθένειες στον πληθυσμό . Γι αυτό και θάφτηκε από τα διεθνή ΜΜΕ, με εξαίρεση το Αλ-Τζαζίρα.
Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Σομαλία, Ahmedou Ould – Abdallah, δήλωσε σε σχετικό ρεπορτάζ του αραβικού καναλιού ότι, με βάση αξιόπιστες πληροφορίες, ευρωπαϊκές και ασιατικές εταιρίες ρίχνουν τοξικά απόβλητα έξω από τις ακτές της Σομαλίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι και σήμερα. Ομως απτή απόδειξη της πρακτικής αυτής ήταν τα σκουριασμένα βαρέλια με τα τοξικά απόβλητα που ξέβρασε στις ακτές του Πούντλαντ το τσουνάμι που έπληξε τη χώρα το 2004. Από τότε, εκατοντάδες άνθρωποι έχουν αρρωστήσει και υποφέρουν από στοματικές και γαστρικές αιμορραγίες, δερματικές μολύνσεις και άλλες ασθένειες.
Η Σομαλία έχει μετατραπεί σε χωματερή κάθε είδους τοξικών αποβλήτων, από ραδιενεργά απόβλητα μέχρι μόλυβδο, βαριά μέταλλα όπως κάδμιο και υδράργυρο, βιομηχανικά, νοσοκομειακά και χημικά απόβλητα. Αυτό συμβαίνει, γιατί το κόστος διάθεσης των τοξικών αποβλήτων για τις εταιρίες στη Σομαλία είναι μόλις 2,50 δολάρια ο τόννος, ενώ στην Ευρώπη είναι γύρω στα 1.000 δολάρια. Η πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 επέτρεπε στις ξένες εταιρίες να δωροδοκούν υπουργούς και πολιτικούς αξιωματούχους και να εξασφαλίζουν τις απαιτούμενες άδειες και συμφωνίες, ενώ κάποιες εταιρίες πετούν τα τοξικά απόβλητα χωρίς να ζητούν καν άδεια. Στην ιστορία αυτή εμπλέκεται και η ιταλική μαφία, η οποία ελέγχει τη διάθεση του 30% των τοξικών αποβλήτων της Ιταλίας.
Εκμεταλλευόμενοι το θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω από το φαινόμενο της σύγχρονης πειρατείας, με αφορμή την κατάληψη του ουκρανικού πλοίου, ανέλαβαν δράση, σαν έτοιμοι από καιρό, οι αυτόκλητοι «σωτήρες». Στις 10 Οκτωβρίου, η σύνοδος των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ αποφάσισε την αποστολή νατοϊκών πλοίων στον ινδικό ωκεανό δήθεν για την προστασία από τους πειρατές των πλοίων που μεταφέρουν τρόφιμα και ανθρωπιστική βοήθεια για την ανακούφιση του λαού της Σομαλίας, ο οποίος πλήττεται από την πείνα και τις συνέπειες του πολέμου, που, ας μην ξεχνάμε κατευθύνεται από το Λευκό Οίκο και διεξάγεται από το αμερικανόδουλο καθεστώς της Αιθιοπίας.
Στις 15 Οκτωβρίου, 7 νατοϊκά πλοία, από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, πέρασαν τη διώρυγα του Σουέζ με προορισμό τον Ινδικό Ωκεανό. Η νατοϊκή διοίκηση κινήθηκε με ασυνήθιστη ταχύτητα, προφανώς για να προκαταλάβει τις πιθανές αντιδράσεις παράκτιων χωρών του Ινδικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που θα υπάρξει νατοϊκή παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό, με ανοιχτή ημερομηνία λήξης. Στις 16 Οκτωβρίου, το υπουργείο Αμυνας της Ινδίας ανακοίνωσε την αποστολή ενός πολεμικού πλοίου στον κόλπο της Αντεν, με αποστολή να περιπολεί το θαλάσσιο δρόμο που ακολουθούν τα καράβια με ινδική σημαία, σε συνεργασία με τα νατοϊκά πλοία. Με την ίδια ταχύτητα κινήθηκε και η Μόσχα. Στις 14 Οκτωβρίου αναχώρησε μια ρωσική φρεγάτα από το στόλο της Βαλτικής. Δύο μέρες αργότερα, ο Sergei Mironov, πρόεδρος της Ανω Βουλής της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Σανάα, την πρωτεύουσα της Υεμένης, αποκάλυψε ότι η Ρωσία ίσως επαναλάβει τη ναυτική της παρουσία στην Υεμένη, ότι η Υεμένη ζήτησε τη βοήθεια της Ρωσίας για να αντιμετωπίσει την πειρατεία και τις πιθανές τρομοκρατικές απειλές και ότι η απόφαση θα ληφθεί από τη Ρωσία σύμφωνα με τη νέα κατεύθυνση της εξωτερικής και αμυντικής της πολιτικής. Να υπενθυμίσουμε ότι η Σοβιετική Ενωση διατηρούσε μια μεγάλη ναυτική βάση στη Νότια Υεμένη, η οποία ενώθηκε το 1990 με τη Βόρεια Υεμένη.
Το ΝΑΤΟ συνεπικουρούμενο από την Ινδία αναλαμβάνει αυτόκλητα να παίξουν το ρόλο του χωροφύλακα στον Ινδικό Ωκεανό και στον στρατηγικής σημασίας για το εμπόριο και τη μεταφορά πετρελαίου θαλάσσιο δρόμο, που οδηγεί από τον Κόλπο του Αντεν στη διώρυγα του Σουέζ και στην Απω Ανατολή. Και η Μόσχα προφανώς δεν είναι διατεθειμένη να τους αφήσει να μονοπωλήσουν αυτό το ρόλο. Ο Ινδικός Ωκεανός μετατρέπεται σε ένα ακόμη πεδίο σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα στον αμερικάνικο και το ρώσικο ιμπεριαλισμό.