Με κλιμάκωση της κρατικής καταστολής και επιβολή της σιωπής του τρόμου επιχειρούν ο σουλτάνος Ερντογάν και η κλίκα του ΑΚΡ να φιμώσουν κάθε φωνή αντίδρασης και αντίστασης στην πολιτική της καταπάτησης των βασικών πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και στη συνεχιζόμενη σφαγή του κουρδικού λαού. Με βάση νέο νομοσχέδιο, που κατέθεσε προς ψήφιση στις 24 Μάρτη η κυβέρνηση Νταβούτογλου, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων θα μπορούν να απολύουν ακαδημαϊκούς λόγω των πολιτικών τους απόψεων.
Η «υποστήριξη της τρομοκρατίας», η «συμμετοχή σε απεργίες και διαδηλώσεις που εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία», η «δυσφήμιση του κράτους» και η «συμμετοχή σε δραστηριότητες πολιτικών κομμάτων, τα οποία κινούνται πέρα από όσα προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία» είναι, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι κατηγορίες για τις οποίες μπορεί να απολυθεί ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Στο στόχαστρο του νομοσχέδιου δε βρίσκονται μόνο όσοι διαπράξουν ένα από τα προαναφερόμενα «εγκλήματα», αλλά και όσοι τους υποστηρίζουν, καθώς οι ενέργειές τους συνιστούν «συμπεριφορά που κηλιδώνει τη φήμη του κράτους».
Το νομοσχέδιο, που στοχοποιεί συνολικά την προοδευτική διανόηση, έρχεται μετά τις συλλήψεις 12 ακαδημαϊκών, οι οποίοι είχαν υπογράψει ανοιχτή επιστολή προς τον Ερντογάν το Δεκέμβρη του 2015, με τίτλο «Εμείς δε θα είμαστε κομμάτι αυτού του εγκλήματος», με την οποία καλούσαν τον τούρκο πρόεδρο να σταματήσει τη σφαγή του κουρδικού λαού στη νοτιοανατολική Τουρκία. Την επιστολή, την οποία είχαν υπογράψει 1.128 τούρκοι και ξένοι ακαδημαϊκοί από 89 πανεπιστήμια σ’ όλο τον κόσμο, ακολούθησαν εκβιασμοί, απειλές, ανακρίσεις από διοικήσεις πανεπιστημίων και ποινικές διώξεις από την εισαγγελία σε βάρος πολλών τούρκων ακαδημαϊκών που είχαν υπογράψει.
Πρόσφατο θύμα της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής στα πανεπιστήμια είναι και ο βρετανός ακαδημαϊκός Κρις Στέφενσον, καθηγητής στην επιστήμη των υπολογιστών στο πανεπιστήμιο Μπιλγκιί της Κωνσταντινούπολης. Ο Στέφενσον συνελήφθη στις 15 Μάρτη έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, όπου είχε πάει για συμπαράσταση σε τρεις τούρκους ακαδημαϊκούς που είχαν συλληφθεί μια μέρα νωρίτερα με την κατηγορία της «διάδοσης τρομοκρατικής προπαγάνδας», επειδή βρέθηκαν στην τσάντα του προσκλήσεις συμμετοχής στις εκδηλώσεις της κουρδικής Νεβρόζ (Πρωτοχρονιά) στις 21 Μάρτη.
Λίγες ώρες πριν από τη σύλληψη του βρετανού ακαδημαϊκού, ο Ερντογάν προανήγγειλε ότι πρέπει να επανακαθοριστεί όσο το δυνατόν συντομότερα η έννοια της «αντιτρομοκρατίας» για να περιλάβει αυτούς που υποστηρίζουν ή συμπαθούν τους «τρομοκράτες», γιατί τέτοιοι άνθρωποι βοηθούν τους «τρομοκράτες» να πετύχουν τους στόχους τους. Και πρόσθεσε: «Είτε θα είναι μαζί μας είτε θα είναι με τους τρομοκράτες. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε ένα τρομοκράτη που κρατά ένα όπλο ή μια βόμβα και σε αυτούς που χρησιμοποιούν τη θέση και την πένα τους για να υπηρετήσουν τους σκοπούς του τρομοκράτη. Το αν ο τίτλος του γράφει πολιτικός, ακαδημαϊκός, συγγραφέας, δημοσιογράφος ή επικεφαλής μιας κοινωνικής ομάδας δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτός είναι τρομοκράτης».
Στο μεταξύ, την 1η Απρίλη αρχίζει η δίκη του Τζαν Ντουντάρ, εκδότη της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ», και του Ερντέμ Γκιουλ, διευθυντή του γραφείου της εφημερίδας στην Αγκυρα, που κατηγορούνται για κατασκοπία και απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης, επειδή το Μάη του 2015 έδωσαν στη δημοσιότητα βίντεο που αποκαλύπτει τη μεταφορά φορτίων με όπλα στη Συρία με ευθύνη της Τουρκικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ). Μηνυτής σε βάρος των δύο δημοσιογράφων είναι ο ίδιος ο Ερντογάν, ο οποίος παραδέχτηκε ότι τα φορτηγά που μετέφεραν τα όπλα, στα οποία έγινε έλεγχος από την αστυνομία με την παρουσία εισαγγελέα, ανήκαν στη ΜΙΤ, αλλά ότι προορίζονταν για τους Τουρκμένους της Συρίας, ενώ ο εισαγγελέας που έδωσε την εντολή για την έρευνα ήταν στέλεχος του «παράλληλου κράτους» που καθοδηγείται από τον αυτοεξόριστο κληρικό (μέντορα του Ερντογάν όταν ξεκινούσε την πολιτική του καριέρα ως «μετριοπαθής ισλαμιστής») Φετουλάχ Γκιουλέν. Οι δύο δημοσιογράφοι συνελήφθησαν τον περασμένο Νοέμβρη και αποφυλακίστηκαν ύστερα από τρεις μήνες, εν αναμονή της δίκης τους, με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την οποία ο Ερντογάν δήλωσε ότι δε θα σεβαστεί.
Σε συνέντευξή του λίγο πριν από την έναρξη της δίκης, ο Τζαν Ντουντάρ δήλωσε μεταξύ άλλων: «Δεν είμαστε κατηγορούμενοι, είμαστε μάρτυρες. Θα εκθέσουμε όλες τις παρανομίες και θα τη μετατρέψουμε σε πολιτική δίκη. Το κράτος έχει εμπλακεί σε μια εγκληματική πράξη και κάνει τα πάντα για να μπορέσει να τη συγκαλύψει. Εμείς συλληφθήκαμε για δυο λόγους: για να μας τιμωρήσουν και για να τρομοκρατήσουν άλλους. Τώρα βλέπουμε ότι ο εκφοβισμός είναι αποτελεσματικός. Ο φόβος κυριαρχεί».
Η δίκη επρόκειτο να ξεκινήσει στις 25 Μάρτη, αλλά αναβλήθηκε για την 1η Απρίλη, μετά την άρνηση των δημοσιογράφων, των πολιτικών και των ευρωπαίων διπλωματών, που είχαν κατακλύσει τη δικαστική αίθουσα, να αποχωρήσουν, όταν το δικαστήριο αποφάσισε να γίνει η δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Στην περίπτωση που οι δυο δημοσιογράφοι κριθούν ένοχοι, θα τους επιβληθεί η ποινή των ισοβίων.