Απόρθητες αποδεικνύονται μέχρι στιγμής οι πόλεις Μπάνι Ουαλίντ και Σύρτη, παρά τον ανελέητο βομβαρδισμό τους από τα νατοϊκά μαχητικά και τις επιθέσεις με βαρύ πυροβολικό και πεζοπόρα τμήματα από τους αντικανταφικούς.
Οι δυνάμεις των αντικαθεστωτικών αποσύρονται από την Μπάνι Ουαλίντ προκειμένου να ενισχύσουν το μέτωπο της Σύρτης, ενώ πολλοί αποχωρούν άτακτα από το μέτωπο απογοητευμένοι από την πεισματώδη αντίσταση των υποστηρικτών του Καντάφι, που τους έχει καθηλώσει εδώ και βδομάδες.
Στη Σύρτη οι αντικαθεστωτικοί έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν προκεχωρημένες θέσεις μέσα στην πόλη. Το βαρύ πυροβολικό που έχει στηθεί στην περίμετρο σε συνεργασία με τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ σφυροκοπούν αδιάκριτα την πόλη καταστρέφοντας νοσοκομεία και σχολεία και σκοτώνοντας πολλούς αμάχους, σύμφωνα με μαρτυρίες προσφύγων. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές κυκλοφορεί η είδηση ότι οι αντικαθεστωτικοί ελέγχουν το αεροδρόμιο της πόλης. Οι άμαχοι που διαφεύ-γουν από την πολιορκημένη Σύρτη μπλοκάρονται στα σημεία ελέγχου περιμετρικά της πόλης όπου ελέγχονται αν είναι οπαδοί του Καντάφι και πολλοί από αυτούς συλλαμβάνονται.
Οι μαχητές που αντιστέκονται δεν είναι μόνο υποστηρικτές του Καντάφι αλλά και πολλοί οπλισμένοι πολίτες, σύμφωνα με δήλωση γιατρού στο νοσοκομείο Ιμπν Σινά στο κέντρο της πόλης. Πολλοί από αυτούς, όπως αναφέρει, πολεμούν για να εκδικηθούν τα μέλη της φυλής τους που σκοτώθηκαν από τους αντικανταφικούς. Η πλειοψηφία των κατοίκων της Σύρτης ανήκουν στην φυλή Ουαρφάλα.
Στην πόλη Γκανταμές, 600 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων υποστηρικτών του νέου καθεστώτος και μελών της φυλής των Τουαρέγκ, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Οπως υποστηρίζει εκπρόσωπος της φυλής, ντόπιοι αντικαθεστωτικοί προσπάθησαν να διώξουν από την πόλη μέλη της φυλής με την κατηγορία ότι είναι συνεργάτες του Καντάφι, γεγονός το οποίο οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση. Πολλά μέλη της φυλής των Τουαρέγκ στηρίζουν τον Καντάφι γιατί τους βοήθησε στον πόλεμο μεταξύ της φυλής τους και των κυβερνήσεων του Μαλί και του Νίγηρα την δεκαετία του ’70.
Στο πολιτικό πεδίο, οι διαμάχες στο εσωτερικό των αντικανταφικών συνεχώς οξύνονται, οδηγώντας τη διαδικασία σχηματισμού προσωρινής κυβέρνησης σε αδιέξοδο. Πλέον οι αντικανταφικοί έχουν διαχωριστεί ξεκάθαρα σε αποστάτες του Καντάφι και Ισλαμιστές με κάποιες απο τις πιο ισχυρές και ετοιμοπόλεμες μιλίτσιες να ανήκουν στους δεύτερους. Τοπικά συμβούλια πόλεων όπως της Μισράτα και της Ζιντάν διεκδικούν υπουργικές θέσεις, ενώ ο πρόεδρος του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου Αμπντούλ Τζαλίλ δηλώνει οτι «η μαχητικότητα και ο αγώνας δεν αποτελούν κριτήριο για την εκπροσώπηση στην κυβέρνηση».
Παράλληλα, στην πρόταση για σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης που έκανε ο ντε φάκτο πρωθυπουργός Μωχάμεντ Τζιμπρίλ τοποθέτησε κυρίως συνεργάτες και συγγενείς του, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων απο τη μεριά των Ισλαμιστών. Η συγκεκριμένη ενέργεια μείωσε ακόμα περισσότερο την ήδη περιορισμένη αποδοχή του μέσα στο αντικανταφικό στρατόπεδο. Δηλώσεις υποστηρικτών του στη New York Times επιβεβαιώνουν την ορθότητα της εκτίμησης οτι χωρίς το ΝΑΤΟ οι αντικαθεστωτικοί δεν θα είχαν νικήσει.
Στο μεταξύ, ο Βρετανός υπουργός εμπορίου Στίβεν Γκριν κατά την επίσκεψή του στην Τρίπολη δήλωσε οτι «οι βρετανικές επιχειρήσεις αδημονούν να πάρουν μέρος στην ανοικοδόμηση της Λιβύης και την παροχή τεχνογνωσίας μόλις σταθεροποιηθεί η κατάσταση». Παρολαυτά η παραγωγή πετρελαίου απέχει πολύ απο το να φτάσει στο προπολεμικό επίπεδο.








