«Ο πάτος είναι ότι τα κέρδη μπορεί να αυξάνονται, όμως η αύξηση των πωλήσεων είναι αργή και οι εταιρίες δεν πρόκειται να επενδύσουν τα επιπέδου ρεκόρ διαθέσιμά τους σε ρευστό μέχρι να βελτιωθεί… Ωστόσο, δεν θα πετύχουμε υψηλότερες πωλήσεις μέχρι ο κόσμος και οι εταιρίες μπορέσουν να ανακαλύψουν τι συμβαίνει. Η αβεβαιότητα βρίσκεται παντού: φόροι, υγεία, δουλειές, πακέτα στήριξης, περικοπές… Πώς να επενδύσεις όταν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις;… Η αβεβαιότητα είναι το μοναδικό ισχυρό όπλο ενάντια στις ΗΠΑ». Τα λόγια ενός αμερικάνου αναλυτή του Business Week (9/7) δίνουν μια εικόνα για το τοπίο που επικρατεί σήμερα στις ΗΠΑ, μέσα από τη ματιά των αναλυτών της κυρίαρχης τάξης. Γιατί οι εργάτες βιώνουν μια κατάσταση πολύ χειρότερη από την «αβεβαιότητα».
Η ανεργία καλά κρατεί
Μπορεί το αμερικάνικο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) να σταμάτησε να συρρικνώνεται, σημειώνοντας αύξηση 2.7% στο πρώτο τρίμηνο του 2010 (οι μεταβολές τα αντίστοιχα πρώτα τρίμηνα του 2008 και του 2009 ήταν -0.7% και -6.4% αντίστοιχα), κάνοντας τους αναλυτές να μιλούν για «ανάκαμψη», η αλήθεια όμως είναι ότι η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία έχει εκτιναχτεί στο 9.5%, σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικάνικου υπουργείου Εργασίας, και δε λέει να κατέβει.
Oπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Institute, 2/7/2010), ένα μη κυβερνητικό ινστιτούτο που ασχολείται με οικονομικά ζητήματα, η μείωση της ανεργίας κατά 0.2% τον Ιούνη, δεν οφειλόταν σε αύξηση των θέσεων εργασίας, αλλά σε μείωση του εργατικού δυναμικού. Αν τα 652.000 άτομα κατά τα οποία μειώθηκε το εργατικό δυναμικό μετριούνταν στους ανέργους, η ανεργία θα ήταν 9.9% κι όχι 9.5%. Πώς όμως μειώνεται το εργατικό δυναμικό; Πρώτα απ’ όλα, με την αύξηση του αριθμού των εργατών που συνταξιοδοτού-νται σε σχέση με αυτούς που μπαίνουν στην αγορά εργασίας και δεύτερο με την αύξηση του αριθμού των εργατών που κατά την περίοδο των τεσσάρων εβδομάδων πριν την απογραφή δεν έψαχναν για δουλειά, είτε γιατί δεν έβρισκαν είτε γιατί οι εργοδότες τους θεωρούσαν «ανεκπαίδευτους» ή για άλλους λόγους.
Από τα στοιχεία του αμερικάνικου υπουργείου Εργασίας βρήκαμε ότι μέσα σε ένα χρόνο οι εργαζόμενοι που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει λόγος να ψάξουν για δουλειά, μιας και δεν υπάρχουν δουλειές, έχει αυξηθεί μιάμιση φορά από πέρσι (από 793.000 σε 1.202.000) φτάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας και περίπου τρεις φορές πάνω από το μέσο όρο των προ της τελευταίας κρίσης ετών (δηλαδή πριν το 2008). Ομως, δεν είναι μόνο τα ποσοστά ανεργίας που παραμένουν σε επίπεδα ρεκόρ. Είναι και η μακροχρόνια ανεργία που καλπάζει. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι περίπου οι μισοί (45%) από τους ανέργους δεν έβρισκαν δουλειά για έξι μήνες.
Ο βερεσές κομμένος
Εκτός από την ανεργία που παραμένει σε επίπεδα ρεκόρ, είναι και ο περιορισμός των πιστώσεων που δεν δίνει κανένα περιθώριο για αύξηση των πωλήσεων. Γιατί όλο και περισσότεροι Αμερικάνοι βρίσκονται καταχρεωμένοι. Οπως επισημαίνει το πρακτορείο Ασοσιέιτεντ Πρες, σε άρθρο με τίτλο «Τα πιστωτικά σκορ περισσότερων Αμερικάνων βυθίζονται σε νέα χαμηλά» (12/7/10): «Στοιχεία που δόθηκαν από την FICO (σ.σ. αμερικάνικη εταιρία που «μετράει» την πιστοληπτική δυνατότητα των δανειζόμενων) έδειξαν ότι το 25.5% των καταναλωτών –περίπου 43.4 εκατομμύρια άνθρωποι– έχουν σήμερα πιστωτικό σκορ 599 ή λιγότερο, κατατάσσοντάς τους στους πιο επικίνδυνους για τους δανειστές. Είναι απίθανο να μπορέσουν να αποκτήσουν πιστωτικές κάρτες, δάνεια για αυτοκίνητα ή υποθήκες κάτω από τα αυστηρότερα μέτρα πίστωσης που χρησιμοποιούν τώρα οι τράπεζες.
Επειδή οι καταναλωτές βασίστηκαν τόσο πολύ στο δανεισμό για να τροφοδοτήσουν τις δαπάνες τους τα τελευταία χρόνια, ο περιορισμός της πρόσβασης σε πιστώσεις είναι ένας λόγος για την αργή οικονομική ανάκαμψη». Το ποσοστό του 25.5% δεν είναι καθόλου μικρό. Οπως επισημαίνει το πρακτορείο, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία το ποσοστό των Αμερικάνων με χαμηλά πιστωτικά σκόρ (δηλαδή κακοπληρωτές) κυμαινόταν γύρω στο 15%.
Ξεπούλημα κατοικιών
Ο τομέας της κατοικίας δεν πηγαίνει καλύτερα. Οπως αναφέρει το CNN – Money (30/6/2010), οι πωλήσεις κατασχεμένων κατοικιών αποτελούσαν το ένα τρίτο του συνόλου των πωλήσεων στον τομέα της κατοικίας κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του 2010. Οι κατοικίες αυτές πωλούνταν σε τιμές γύρω στο 30% χαμηλότερα.
Κατά τη διάρκεια του 2009, περισσότερες από 1.2 εκατομμύρια πωλήσεις ιδιοκτησιών αφορού-σαν κατασχέσεις. Αύξηση της τάξης του 25% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Το εκπληκτικό όμως δεν είναι αυτό, αλλά το γεγονός ότι σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν (το 2005) η αύξηση φτάνει το 2.500% (δηλαδή 25 φορές πάνω)! Οι πωλήσεις αυτές περιλαμβάνουν ιδιοκτησίες που πουλήθηκαν σε short sales, σε πωλήσεις που γίνονται δηλαδή όταν ο δανειστής (τράπεζα) και ο οφειλέτης συμφωνούν να πουληθεί η κατοικία που έχει μπει υποθήκη για να πληρωθεί το χρέος, ή ιδιοκτησίες που πουλήθηκαν από τις ίδιες τις τράπεζες μετά από αποτυχημένους πλειστηριασμούς.
Περισσότεροι οι φτωχοί
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη του ΑΕΠ, η φτώχεια αυξάνεται συνεχώς στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με άρθρο του πρακτορείου Stateline (8/7/10) με τίτλο «More poverty by any measure» («Περισσότερη φτώχεια όπως και να την μετρήσεις»), αναφέρει ότι τα νέα στοιχεία για τη φτώχεια στις ΗΠΑ που αναμένεται να δημοσιευτούν το Σεπτέμβρη θα είναι δυσμενή, συμπληρώνοντας: «Πάνω από 15 εκατομμύρια Αμερικάνοι είναι άνεργοι, οι άστεγοι έχουν αυξηθεί κατά 50% σε ορισμένες πόλεις και 38 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν συσσίτια, περισσότεροι από ποτέ στην περίπου πενηντάχρονη ιστορία των προγραμμάτων αυτών (σ.σ. των συσσιτίων, δηλαδή, που ονομάζονται food stamps). Οι αποδείξεις της αύξησης των οικονομικών δυσκολιών είναι επαρκείς. Υπάρχει ένα συχνά χρησιμοποιούμενο πρότυπο για να το μετρήσει αυτό: το ποσοστό φτώχειας του αμερικάνικου Γραφείου Απογραφής. Είναι οδηγός για πολλά από τα ομοσπονδιακά και κρατικά έξοδα που βοηθούν αυτούς που δε μπορούν να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή».
Επειδή το ποσοστό φτώχειας καθορίζει και τις κρατικές δαπάνες, είναι φυσικό οι κρατούντες να έχουν κάθε λόγο να το εμφανίζουν χαμηλότερο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Από τις στήλες της «Κ» έχουμε γράψει επανειλημμένα στο παρελθόν για τη λαθροχειρία που γίνεται με το ποσοστό φτώχειας. Τα όρια φτώχειας καθορίστηκαν για πρώτη φορά το 1963 από μία ερευνήτρια του Οργανισμού Κοινωνικών Ασφαλίσεων ονόματι Μόλι Ορσάνσκι. Η Ορσάνσκι ισχυρίστηκε ότι το επίπεδο διαβίωσης κατά το οποίο το οικογενειακό εισόδημα αρχίζει να μην είναι πλέον αρκετό για να ικανοποιήσει επαρκώς τις θρεπτικές ανάγκες των ατόμων, αποτελεί το όριο φτώχειας. Χρησιμοποιώντας τις τιμές του φθηνότερου απ’ τα τέσσερα προγράμματα διατροφής που αναπτύχθηκαν από το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, το «Economy Food Plan», η Ορσάνσκι υπολόγισε το χρηματικό ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν οι ελάχιστες ανάγκες σε διατροφή για διάφορους τύπους οικογενειών. Για να υπολογίσει τα υπόλοιπα έξοδα της οικογένειας, πέρα απ’ τη διατροφή, η Ορσάνσκι χρησιμοποίησε τα επίσημα στατιστικά δεδομένα του 1955, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό του εισοδήματος που ξοδευόταν για τη διατροφή αντιστοιχούσε κατά μέσο όρο στο ένα τρίτο του μετά τον φόρο (δηλαδή του καθαρού) εισοδήματος της μέσης αμερικάνικης οικογένειας της χρονιάς εκείνης. Ετσι, πολλαπλασιάζοντας με ένα συντελεστή (ίσο με τρία για τις οικογένειες πάνω από τρία άτομα και μεγαλύτερο για οικογένειες μικρότερες των τριών ατόμων), το ποσό που υπολόγισε για την ελάχιστη διατροφή της οικογένειας, η Ορσάνσκι καθόρισε το όριο φτώχειας.
Αυτά τα όρια φτώχειας ισχύουν ακόμα και σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά! Επισημαίνει το άρθρο που αναφέραμε παραπάνω: «Ενώ η φόρμουλα ίσως ήταν ένας καλός τρόπος για να εκτιμηθεί το κόστος συντήρησης της ζωής στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ειδικοί αναφέρουν ότι η τροφή αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το ένα όγδοο του προϋπολογισμού ενός τυπικού νοικοκυριού, με τα έξοδα όπως η στέγαση και η παιδική φροντίδα να ασκούν αυξανόμενες πιέσεις στις οικογένειες που αγωνίζονται (σ.σ. για να επιβιώσουν)». Οπως επισημαίνει το ίδιο άρθρο, οι επίσημες μετρήσεις δεν παίρνουν υπόψη τους τις διαφορές στο κόστος στέγασης, ούτε τα ιατρικά έξοδα και τα έξοδα μεταφοράς, με αποτέλεσμα το όριο φτώχειας των 22.000 δολαρίων για μια τετραμελή οικογένεια να είναι πολύ χαμηλό. Και το άρθρο συνεχίζει: «Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Μπαβιέ, πρώην αναλυτή του Ομοσπονδιακού Γραφείου Διοίκησης και Προϋπολογισμού, τα ήδη διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τα ποσοστά ανεργίας, τους μισθούς και τις εγγραφές στα συσσίτια υποδηλώνουν ότι 5.7 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι ήταν επίσημα φτωχοί το 2009. Αυτό ανεβάζει τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων κάτω από το ομοσπονδιακό επίπεδο φτώχειας σε πάνω από 45 εκατομμύρια. Ο Μπαβιέ περιμένει ότι το ποσοστό φτώχειας θα φτάσει το 15%, πάνω από το 13.2% του 2008, όταν πρωτοάρχισε η Μεγάλη Υφεση».
Πλουταίνουν τα λαμόγια
Μπορεί ο Μπαράκ Ομπάμα να υποσχέθηκε ότι θα καταργήσει τα λόμπι στην πολιτική, οι λομπίστες όμως ζουν και βασιλεύουν τσεπώνοντας ανάλογα… Σε πρόσφατο άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης (αναδημοσιεύτηκε από την «Καθημερινή» της περασμένης Τρίτης) αναφέρεται ότι οι 11.000 ομοσπονδιακοί λομπίστες είδαν τα κέρδη τους αυξημένα κατά 5% φτάνοντας στο αστρονομικό ύψος των 3.5 δισ. δολαρίων. Δηλαδή, ο καθένας τους τσέπωσε κοντά στα 320 χιλιάδες δολάρια το χρόνο, βγάζοντας σε ένα μήνα 20% περισσότερα από αυτά που βγάζει μέσα σε ένα χρόνο μια τετραμελής οικογένεια που βρίσκεται στο όριο φτώχειας!
Φυσικά, αυτοί δεν είναι τα μεγαλύτερα κεφάλια του αμερικάνικου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Είναι αυτοί που κάνουν τα «κονέ» μεταξύ των «μεγάλων κεφαλιών» και των κρατικών παραγόντων που παράγουν πολιτική. Οπως ο κ. Ποντέστα, πρόεδρος της εταιρίας Podesta Group, ο οποίος ήταν ο σύνδεσμος μεταξύ της BP και των ερευνητών του Κογκρέσου που ερευνούσαν τη μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού. Οπως επισημαίνουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, «η εταιρία του κ. Ποντέστα βοήθησε στην κατάρτιση χρονοδιαγράμματος που έδωσε στην BP περισσότερο χρόνο να καταθέσει εταιρικά έγγραφα ενώπιον του Κογκρέσου». Ηταν ο ίδιος «κύριος» που στα μέτρα για την Γουόλ Στριτ (που ίσως να έχουν γίνει νόμος του κράτους τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές) «άσκησε πίεση για 25 διαφορετικά ζητήματα για λογαριασμό μεγάλων παικτών, όπως η Bank of America, αλλά και μικρότερων», όπως επισημαίνει η εφημερίδα. Σύμφωνα με παλαιότερο άρθρο του αμερικάνικου περιοδικού GQ (το άρθρο αυτό γράφτηκε στις 14/5 αλλά φιγουράρει μέχρι σήμερα στην ιστοσελίδα του ίδιου του ομίλου Ποντέστα, https://www.podesta.com/inthenews.htm), «ο Τόνι είναι ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή και διασυνδέσεις στην Ουάσιγκτον, όσον αφορά στο να πάρει την ατζέντα του πελάτη και να την παρουσιάσει». Εχει δε λαδώσει πολλούς βουλευτάδες και πολιτικούς (μόνο τον περασμένο χρόνο πάνω από 400.000 δολάρια έχει ξοδέψει γι’ αυτό το σκοπό). Ο «Τόνι» δεν τα πήγε κι άσχημα. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαμάχης για το σύστημα υγείας, η εταιρία του τσέπωσε περίπου 5 δισ. δολάρια από 28 πελάτες.
Λεφτά δεν υπάρχουν μόνο για τους εργάτες. Οι καπιταλιστές και τα λαμόγια ξέρουν πώς να βγάζουν χρήμα. Το ζήτημα είναι ότι με τους μισθούς καθηλωμένους, την ανεργία να φουντώνει και τη φτώχεια να απλώνεται, το χρήμα αυτό θα το επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε παρασιτικές δραστηριότητες, στις επονομαζόμενες «φούσκες». Αυτές οι «φούσκες» αποτελούν ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο, πέρα από το εργατικό κίνημα που βρίσκεται δυστυχώς ακόμα εν υπνώσει στις ΗΠΑ…