Σε ένα κοινό ανακοινωθέν για τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, που δεν προσθέτει τίποτα το καινούργιο, κατέληξε τελικά ύστερα από πολύωρες και σκληρές διαπραγματεύσεις η σύνοδος του G8, που συνήλθε στις 17 και 18 του Ιούνη στη Βόρεια Ιρλανδία. Στο ανακοινωθέν, οι ηγέτες του G8 δηλώνουν ότι «δεσμεύονται να επιτύχουν μια πολιτική λύση στην κρίση με βάση το όραμα για μια ενωμένη και δημοκρατική Συρία», ότι «υποστηρίζουν σθεναρά την απόφαση για τη σύγκληση όσο το δυνατόν συντομότερα της συνδιάσκεψης της Γενεύης για τη Συρία» και καλούν τις συριακές αρχές και την αντιπολίτευση να εξοντώσουν όλες τις οργανώσεις που συνδέονται με την Αλ-Κάιντα. Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο ανακοινωθέν για την τύχη του Ασαντ, γιατί, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Reuters», ο ρώσος πρόεδρος, παρά τις επίμονες πιέσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμφωνήσει σε οτιδήποτε θα υπαινισσόταν ότι ο Ασαντ πρέπει να παραιτηθεί ή ότι πρέπει να περιοριστεί η υποστήριξη της Ρωσίας στο καθεστώς Ασαντ. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η παραίτηση Ασαντ θα ήταν καταστροφική τη στιγμή που δεν υπάρχει καθαρό μεταβατικό σχέδιο και δήλωσε ότι δεν μπορεί να αποκλείσει τη σύναψη νέων συμφωνιών εξοπλισμών με την κυβέρνηση της Συρίας.
Με άλλα λόγια, το κοινό ανακοινωθέν του G8 αποτυπώνει το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Συρία. Τις τελευταίες μέρες, μετά την ανακατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης Κουσεΐρ στη βόρεια Συρία κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και τις εκτιμήσεις από πολλές πλευρές ότι ο Ασαντ παίρνει το πάνω χέρι στον εμφύλιο πόλεμο, ξεκίνησε ένα μπαράζ πιέσεων στο καθεστώς Ασαντ, με στόχο, όπως δηλώνουν οι εμπνευστές τους, να κρατήσουν οι αντάρτες τις θέσεις τους, να σταματήσουν την προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων προς το Χαλέπι και να αποκαταστήσουν την ισορροπία δυνάμεων στο έδαφος, γιατί δεν μπορεί η αντιπολίτευση να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το συσχετισμό σε βάρος της.
Ετσι λοιπόν, στις 13 του Ιούνη, ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά από το Λευκό Οίκο ότι θα ξεκινήσει τον εφοδιασμό των ανταρτών με μικρά όπλα και πυρομαχικά, επειδή διαθέτει αποδείξεις ότι το καθεστώς Ασαντ πέρασε την «κόκκινη γραμμή» και χρησιμοποίησε χημικά όπλα, συγκεκριμένα το αέριο Σαρίν σε μικρή ποσότητα τουλάχιστον σε τέσσερις περιπτώσεις εναντίον πολιτών.
Η υπόθεση θυμίζει τα περιβόητα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ Χουσεΐν που δεν βρέθηκαν ποτέ, τα οποία επικαλέστηκε ο Λευκός Οίκος για την αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Ομως τα πράγματα στη Συρία είναι πολύ πιο σύνθετα. Η κυβέρνηση Ασαντ απάντησε ότι πρόκειται για «κατασκευασμένα στοιχεία», ενώ ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ τα χαρακτήρισε «μη πειστικά», γιατί δεν πληρούν τα διεθνή στάνταρτ αξιοπιστίας του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων, που ορίζει ότι τα δείγματα που παίρνονται από αίμα, ούρα και ρούχα μπορούν να θεωρούνται αξιόπιστη απόδειξη μόνο αν επιβλέπονται από ειδικούς του Οργανισμού από τη στιγμή που συλλέγονται μέχρι τη στιγμή που παραδίδονται στο εργαστήριο. Και αναρωτήθηκε: «Το καθεστώς δεν είναι με την πλάτη στον τοίχο. Τι νόημα θα είχε να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα και μάλιστα σε τόσο μικρή ποσότητα;».
Ακόμη και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κιμουν εξέφρασε την αντίθεσή του στην απόφαση του Λευκού Οίκου και δήλωσε ότι δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος ότι χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα χωρίς μια επιτόπια έρευνα, ενώ σοβαρές επιφυλάξεις και αμφισβήτηση των «αποδείξεων» που επικαλείται ο Λευκός Οίκος διατυπώθηκαν και από πολλούς ειδικούς επιστήμονες.
Με την απόφαση του Λευκού Οίκου να στείλει όπλα στους αντάρτες (χωρίς να έχει προσδιορίσει ακόμη το είδος, το πότε και το πώς) δεν έχουν συνταχτεί μέχρι στιγμής ούτε οι πιο στενοί του σύμμαχοι στις στρατιωτικές επεμβάσεις, η Βρετανία και η Γαλλία, παρόλο που υιοθετούν τα περί χρήσης χημικών όπλων. Ιδιαίτερα ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον αντιμετωπίζει σοβαρές αντιδράσεις όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και από το ίδιο το κόμμα του και τον κυβερνητικό συνασπισμό, γεγονός που τον δυσκολεύει να περάσει μια ανάλογη απόφαση από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Ενδεικτικά, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Νικ Κλεγκ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι «όλες οι πρωτοβουλίες πρέπει να στοχεύουν στην εξεύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση».
Παράλληλα, άρχισε να προβάλλεται από διάφορες πλευρές η ιδέα της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων με στόχο να εξουδετερωθεί η υπεροπλία του Ασαντ στον αέρα. Παρόλο που ο Λευκός Οίκος απάντησε ότι δεν εξετάζεται τώρα αυτό το ενδεχόμενο, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών έσπευσε να απαντήσει ότι «υπάρχουν διαρροές από δυτικά μίντια ότι εξετάζεται σοβαρά η επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων μέσω της ανάπτυξης αντιαεροπορικών πυραύλων Πάτριοτ και πολεμικών αεροσκαφών F – 16 στην Ιορδανία. Δε χρειάζεται να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι αυτό θα παραβιάζει το διεθνή νόμο». Σημειωτέον ότι μια τέτοια απόφαση πρέπει να επικυρωθεί από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ, κάτι αδύνατο χωρίς τη συγκατάθεση της Ρωσίας.
Συν τοις άλλοις, όπως αποκάλυψε το πρακτορείο «Reuters» (18/6/13), η Σαουδική Αραβία εφοδίασε τους αντάρτες στη Συρία για πρώτη φορά με φορητούς αντιαεροπορικούς πυραύλους και αντιαρματικούς πυραύλους, που αγοράστηκαν από τη Γαλλία και το Βέλγιο και μεταφέρθηκαν στη Συρία με έξοδα της γαλλικής κυβέρνησης. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο αιγύπτιος πρόεδρος Μοχάμεντ Μόρσι, δύο μέρες μετά την απόφαση του Λευκού Οίκου, απευθυνόμενος σε συγκέντρωση Σαλαφιστών, όπου φανατικοί κληρικοί καλούσαν σε ιερό πόλεμο στο πλευρό των ανταρτών στη Συρία, ανακοίνωσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα είχε ανακοινώσει ότι οι Αιγύπτιοι είναι ελεύθεροι να πάνε στη Συρία να βοηθήσουν τους αντάρτες, χωρίς να αντιμετωπίζουν διώξεις κατά την επιστροφή τους (επί Μουμπάρακ ανάλογες περιπτώσεις δικάζονταν και φυλακίζονταν). Ο Μόρσι, που προέρχεται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και συνεργάζεται στενά με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ στο ζήτημα της Συρίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Οπως παραδέχτηκε ο γερουσιαστής της Αριζόνα Τζον Μακέιν, υπέρμαχος της επιβολής ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και του εξοπλισμού των ανταρτών με βαριά όπλα, μιλώντας στο Fox News (14/613): «μόνο στέλνοντας όπλα, ειλικρινά, παρόλο που τα χρειάζονται πάρα πολύ… δεν πρόκειται να αλλάξει η κατάσταση στο έδαφος». Αυτή η εκτίμηση διατυπώνεται από πολλές πλευρές. Αλλωστε, όπλα στους αντάρτες έδιναν μέχρι τώρα η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και άλλοι μέσω κυρίως της Τουρκίας και της Ιορδανίας. Αυτό που εμποδίζει μέχρι τώρα την ανοιχτή στρατιωτική ανάμειξη των Αμερικάνων και των συμμάχων τους στον πόλεμο της Συρίας είναι τρία ακανθώδη ζητήματα.
Κατ’ αρχήν, η έλλειψη μιας αξιόπιστης μεταβατικής πολιτικής πρότασης που θα διαδεχτεί το καθεστώς Ασαντ. Παρά τις προσπάθειες που έχει καταβάλει μέχρι σήμερα ο Λευκός Οίκος, ο Εθνικός Συριακός Συνασπισμός της αντιπολίτευσης, που αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους του ως νόμιμος εκπρόσωπος του συριακού λαού, παραμένει διασπασμένος και σπαράσσεται από τις αντιθέσεις και τον ανταγωνισμό για τα πόστα και τη νομή της εξουσίας, ανίκανος να προχωρήσει ακόμη και στην εκλογή προέδρου μετά την παραίτηση του Μοάζ αλ – Κατίμπ τον περασμένο Μάρτιο. Στη συντριπτική πλειοψηφία ζούσαν και ζουν στο εξωτερικό και η επιρροή τους μέσα στη Συρία είναι μικρή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπάρακ Ομπάμα στο τέλος της συνόδου του G8 δήλωσε ότι «αυτό που είναι σημαντικό είναι να χτίσουμε μια ισχυρή αντιπολίτευση που θα μπορεί να λειτουργεί όταν το καθεστώς Ασαντ χάσει την εξουσία».
Δεύτερο, ο κατακερματισμός των δυνάμεων των ανταρτών και η ισχυρή παρουσία στις γραμμές τους φανατικών ισλαμιστών μαχητών, ξένων και σύριων. Το αποκαλούμενο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το στρατιωτικό σκέλος του Συνασπισμού με επικεφαλής το στρατηγό Σαλίμ Ιντρίς, που βρίσκεται στην Τουρκία και ασχολείται περισσότερο δίνοντας συνεντεύξεις, έχει υπό τον έλεγχό του λιγότερο από το 10% των ένοπλων ομάδων. Η αδυναμία ελέγχου στη διανομή των όπλων και ο φόβος ότι θα πέσουν σε επικίνδυνα χέρια εμποδίζουν τη μαζική αποστολή όπλων και ειδικά βαριών.
Τρίτο, ο παράγοντας Ρωσία, η οποία εξαρχής υποστηρίζει ανυποχώρητα το καθεστώς Ασαντ. Πολύ περισσότερο τώρα που οι κυβερνητικές δυνάμεις κερδίζουν έδαφος σε βάρος των ανταρτών. Μια ανοιχτή στρατιωτική παρέμβαση στη Συρία θα φέρει τους Αμερικάνους και τους συμμάχους σε ρήξη με τη Ρωσία. Και προφανώς σ’ αυτή τη φάση δεν είναι διατεθειμένοι να το κάνουν. Ας μην ξεχνάμε ότι οι νατοϊκές επεμβάσεις στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη έγιναν με τη ανοχή ή τη συγκατάθεση της Ρωσίας.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες καθορίζουν τη στάση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους απέναντι στη συριακή κρίση. Από τη μια θέλουν να πέσει ο Ασαντ για να πληγεί το ιρανικό καθεστώς και η Χεσμπολά και από την άλλη ανησυχούν γιατί δεν μπορούν μέχρι στιγμής να βρουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική λύση και φοβούνται αυτό που θα προκύψει, πιθανόν ένα εχθρικό πολιτικό περιβάλλον ή η πλήρης διάλυση και το χάος, εξίσου επικίνδυνα και τα δύο για το Ισραήλ. Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν έχουν διαφοροποιηθεί ώστε να δικαιολογείται μια δραματική αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ.
Στις συνθήκες αυτές αυτό που επιδιώκουν κυρίως τα αντίπαλα στρατόπεδα είναι να κερδίσουν χρόνο, με την ελπίδα οι μεν αντάρτες να κρατήσουν τις θέσεις τους και οι κυβερνητικές δυνάμεις να κερδίσουν περισσότερο έδαφος για να ενισχύσουν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι πολεμικές ιαχές και οι πιέσεις που ασκούν με διάφορους τρόπους οι Αμερικάνοι και σύμμαχοί τους στο καθεστώς Ασαντ αποσκοπούν κυρίως να το αναγκάσουν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να διαπραγματευτεί την παραίτησή του από την εξουσία. Κάτι που αυτή τη στιγμή τουλάχιστον δεν φαίνεται τόσο εύκολο.