Σε τίποτα δεν θύμιζαν οι ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης για το Κογκρέσο τις προεδρικές εκλογές που εξέλεξαν πανηγυρικά τον Ομπάμα πριν από δύο χρόνια. Το στραπάτσο ήταν ισχυρό και οι Δημοκρατικοί έχασαν τη Βουλή των Αντιπροσώπων (οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν τουλάχιστον 239 έδρες σε σύνολο 435), ενώ από τους 37 κυβερνήτες που ανανεώθηκαν σ’ αυτές τις εκλογές (σε σύνολο 50) οι Ρεπουμπλικάνοι εξέλεξαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερους από τους Δημοκρατικούς (21 έναντι 8). Μόνο η Γερουσία έμεινε οριακά στα χέρια των Δημοκρατικών. Γι’ αυτό και –όπως αναφέρει η «Ουάσιγκτον Ποστ», που βρίσκεται ιστορικά στο πλευρό των Δημοκρατικών– ο πρόεδρος χρειάστηκε τουλάχιστον μια ώρα για να ξεκινήσει τη συνέντευξη Τύπου την Τετάρτη, περιγράφοντας τα αποτελέσματα σαν αποφασιστική ήττα και παραδεχόμενος ότι οι σχέσεις του με τον αμερικάνικο λαό έχουν γίνει πιο σκληρές τα τελευταία δυο χρόνια.
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» επισημαίνει, επίσης, ότι σύμφωνα με τα exit polls, οι νεαροί ψηφοφόροι (μεταξύ 18 και 29) μειώθηκαν δραματικά (στο 11% από 18% που ήταν το 2008), δηλαδή στο χειρότερο ποσοστό των δύο τελευταίων δεκαετιών. Κι αυτοί όμως οι νέοι ψηφοφόροι που πήγαν να ψηφίσουν δεν στήριξαν τους Δημοκρατικούς. Αυτοί που το 2008 υποστήριξαν με 34 μονάδες τον Ομπάμα τώρα στήριξαν τους Δημοκρατικούς υποψηφίους μόλις με 16 μονάδες, επισημαίνει η εφημερίδα. Παρόμοια μείωση της συμμετοχής (αν και μικρότερη, από 13% σε 10%) σημειώθηκε και στους μαύρους ψηφοφόρους.
Μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Οταν η «ανάκαμψη» βαδίζει με ρυθμό χελώνας (η Ομοσπονδιακή Τράπεζα σε μια ύστατη προσπάθεια να τη νεκραναστήσει αποφάσισε να τυπώσει χρήμα για να αγοράσει ομόλογα αξίας 600 δισ. δολαρίων), όταν η ανεργία έχει εκτιναχτεί και μένει σταθερά προσκολλημένη στο 9.6%, τι άλλο μπορούσε να περιμένει ο… φέρελπις πολιτικός; Εμείς από την αρχή κραυγάζαμε ότι ο Ομπάμα θα ξεφτίσει γρήγορα. Δεν είμαστε μέντιουμ, απλά αναλύαμε τα γεγονότα πέρα από τα επιφαινόμενα. Δεν αρκεί να είσαι μαύρος για να αλλάξεις το σύστημα… Ιδιαίτερα σε καιρούς παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (της βαθύτερης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).