Η κήρυξη ολομέτωπου πολέμου κατά των Ταλιμπάν και η πολιτική αβεβαιότητα χαρακτηρίζουν το νέο κεφάλαιο που ανοίγει στο Πακιστάν με την εκλογή από τη βουλή, στις 6 Σεπτεμβρίου, του Ασίφ Ζαρντάρι ως προέδρου, μετά την παραίτηση του στρατηγού Μουσάραφ τον περασμένο μήνα.
Ο χήρος της Μπεναζίρ Μπούτο δεν διαθέτει ούτε το κύρος ούτε το λαϊκό έρεισμα που θα του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει τη συνεχιζόμενη πολιτική κρίση και να παίξει το ρόλο του «ισχυρού άντρα» στη χώρα και του πιστού υποτακτικού των Αμερικάνων στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας». Το όνομά του είναι συνώνυμο με τη διαφθορά και έχει πολλούς αντίπαλους και εχθρούς μέσα στο ίδιο το κόμμα του και στη δυναστεία των Μπούτο. Είναι γνωστός ως ο «κύριος 10%», γιατί, όταν υπηρετούσε ως υπουργός Επενδύσεων και Περιβάλλοντος επί πρωθυπουργίας της Μπεναζίρ Μπούτο, απαιτούσε και εισέπραττε προμήθεια 10% από κάθε συμφωνία. Εκτός των άλλων, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση 1,5 δις δολαρίων δημόσιου χρήματος, κατηγορία για την οποία έμεινε στη φυλακή 11 χρόνια. Την αναρρίχησή του στο ανώτατο αξίωμα τη χρωστά στην υποστήριξη του Λευκού Οίκου, ο οποίος προσδοκά από τον Ζαρντάρι πλήρη και σταθερή ευθυγράμμιση και συνεργασία στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας». Τώρα, το κατά πόσο ο Ζαρντάρι θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον σηκώνει πολλά ερωτηματικά, γιατί, εκτός από τις προσωπικές και πολιτικές δεσμεύσεις του ίδιου απέναντι στους Αμερικάνους, είναι οι κοινωνικές διεργασίες και οι εξέλιξεις στα πολεμικά μέτωπα στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση και την τύχη του «κυρίου 10%».
Πολιτική κρίση
Εκτός από τις ασφυκτικές πιέσεις και τις απαιτήσεις του Λευκού Οίκου, σοβαρό πρόβλημα για τον Ασίφ Ζαρντάρι και την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν, του οποίου ηγείται, είναι η πολιτική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη μετά την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό της Πακιστανικής Μουσουλμανικής Λίγκας (Ν). Του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος της χώρας, με αρχηγό το Ναουάζ Σαρίφ, ο οποίος από τον περασμένο Μάιο είχε αποσύρει τους υπουργούς του κόμματός του από την κυβέρνηση, αλλά εξακολουθούσε να την στηρίζει στη βουλή. Και μπορεί μεν να μην απειλείται σήμερα η κυβερνητική πλειοψηφία στη βουλή, όμως τα ζητήματα που προκάλεσαν τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού είναι κρίσιμα και τροφοδοτούν συνεχώς την πολιτική κρίση και αβεβαιότητα, με απροσδιόριστες συνέπειες στο πολιτικό σκηνικό. Το πρώτο και σημαντικότερο ζήτημα είναι η τύχη των δικαστών και ιδιαίτερα του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου Iftikhar Chaudhry, που είχαν απολυθεί από το Μουσάραφ γιατί πρόβαλαν εμπόδια στην επανεκλογή του στην προεδρία. Η αποκατάστασή τους αποτελούσε βασική προεκλογική δέσμευση του Ναουάζ Σαρίφ. Ομως ο Ζαρντάρι, παρόλο που αρχικά είχε συμφωνήσει, ύστερα από αλλεπάλληλες παλινωδίες, φαίνεται ότι παραπέμπει το ζήτημα στις καλένδες, γιατί δεν εμπιστεύεται τον Iftikhar Chaudhry, επειδή φοβάται ότι μπορεί να ακυρώσει το Διάταγμα Εθνικής Συμφιλίωσης που εκδόθηκε από τον Μουσάραφ και τον απαλλάσσει από τις κατηγορίες για διαφθορά που εκκρεμούσαν σε βάρος του σε πακιστανικά και διεθνή δικαστήρια.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι η τύχη του Μουσάραφ. Ο Ζαρντάρι προφανώς έχει δεσμευτεί απέναντι στους Αμερικάνους να εξασφαλίσει με απόφαση της βουλής ασυλία για το Μουσάραφ, με την οποία ο Ναουάζ Σαρίφ δε συμφωνεί.
Υπάρχει, τέλος, το ζήτημα των υπερεξουσιών που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του ο στρατηγός Μουσάραφ, με τροποποίηση του συντάγματος, το οποίο προσδιόριζε ως διακοσμητικό ουσιαστικά το ρόλο του προέδρου. Ετσι ο Ζαρντάρι, εκτός από πρόεδρος της χώρας, θεωρείται αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και έχει δικαίωμα να διαλύει τη βουλή και να απολύει την κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση, στην οποία έχει ενταχθεί τώρα και η Πακιστανική Μουσουλμανική Λίγκα (Ν) του Ναουάζ Σαρίφ, απαιτεί περικοπή των υπερεξουσιών του προέδρου, με την οποία ο Ζαρντάρι δε φαίνεται να συναινεί, για να μπορεί προφανώς, εκτός των άλλων, να παίξει το ρόλο που του έχουν αναθέσει οι Αμερικάνοι στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας».
Πόλεμος κατά των Ισλαμιστών
«Το Πακιστάν και το Αφγανιστάν είναι ενωμένα, όπως τα δίδυμα. Είμαστε αχώριστοι, γιατί υποφέρουμε από τα ίδια προβλήματα και βάσανα. Διακρίνω στον πρόεδρο Ζαρντάρι την καλή θέληση και το όραμα για την ανάπτυξη των σχέσεων όχι μόνο ανάμεσα στις δύο χώρες αλλά ευρύτερα στην περιοχή, τις οποίες βλέπω για πρώτη φορά στην ηγεσία αυτής της περιοχής», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Αφγανός πρόεδρος σε συνέντευξη τύπου που έδωσε από κοινού με το Ζαρντάρι λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του τελευταίου, στις 9 Σεπτεμβρίου στην Ισλαμαμπάντ. Και ο Ζαρντάρι απάντησε ότι δεσμεύεται περισσότερο από τον προκάτοχό του να πολεμήσει την τρομοκρατία, της οποίας είναι και ο ίδιος θύμα. Τα λόγια των δύο ηγετών όπως και η εξόχως συμβολική παρουσία του Αφγανού προέδρου, ο οποίος επανειλημμένα είχε καταγγείλει τη στάση του Μουσάραφ, στην τελετή ορκωμοσίας του Ζαρντάρι δίνουν το στίγμα της στενής μεταξύ τους συνεργασίας και της πλήρους ευθυγράμμισης του νέου πακιστανού προέδρου με τις επιταγές του Λευκού Οίκου στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας». Την ίδια μέρα ο αμερικάνος πρόεδρος ενέταξε το Πακιστάν στον κατάλογο των χωρών που αποτε- λούν τα σημαντικότερα μέτωπα στον πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας», μαζί με το Ιράκ και το Αφγανιστάν, και ανακοίνωσε την αποστολή 4.500 ακόμη αμερικάνων στρατιωτών στο Αφγανιστάν μέχρι τον ερχόμενο Ιανουάριο.
Ωστόσο, πέρα από τις δηλώσεις, υπάρχουν οι πολεμικές επιχειρήσεις που δείχνουν ότι, κάτω από την πίεση των Αμερικάνων, έχει ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν την εκλογή του Ζαρντάρι ένας ολομέτωπος πόλεμος από τον πακιστανικό στρατό κατά των Ισλαμιστών μαχητών στο έδαφος του Πακιστάν, με τη στενή συνεργασία και την ανοιχτή πλέον συμμετοχή των αμερικάνικων στρατευμάτων.
Στις αρχές Αυγούστου, ξεκίνησε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στη βορειοδυτική παραμεθόρια περιφέρεια Bajaur, με στόχο την ηγεσία της Αλ–Κάιντα και ανώτερους διοικητές των Ταλιμπάν, που σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν εκεί. Η αμερικάνικη και η πακιστανική στρατιωτική ηγεσία απέδιδε μεγάλη σημασία στην επιτυχία της επιχείρησης, γι’ αυτό και εξαπέλυσε τους σφοδρότερους μέχρι τώρα αεροπορικούς βομβαρδισμούς στις φυλετικές περιοχές του Πακιστάν, με αποτέλεσμα να αναγκα- στούν να εγκαταλείψουν την περιοχή περισσότεροι από 300.000 άμαχοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Στο τέλος Αυγούστου ο πακιστανικός στρατός ανακοίνωσε ότι «τσάκισε τη ραχοκοκαλιά της εξέγερσης» και ότι σταματά τις επιχειρήσεις στην Bajaur. Ωστόσο, σύμφωνα με τους πάντα καλά ενημερωμένους «Asia Times online», (4/9/08) η πραγματικότητα δείχνει ότι η επιχείρηση απέτυχε και ότι ξεκίνησε άσχημα από την αρχή. Γιατί η πληροφορία για την επικείμενη επίθεση διέρρευσε στην ηγεσία των Ταλιμπάν δύο μέρες πριν ξεκινήσει, με αποτέλεσμα να προλάβουν να εγκαταλείψουν την περιοχή και παράλληλα οι μαχητές που έμειναν πίσω να περιμένουν έτοιμοι και πάνοπλοι τον κυβερνητικό στρατό. Τελικά, ακόμη και η ανακοίνωση του πακιστανικού στρατού ότι σκοτώθηκε ένας ανώτατος διοικητής της Αλ–Κάιντα, ο Sheikh Saeed aka abu Mustafa al – Vazeed, αποδείχτηκε αναληθής και το μόνο θύμα στην πραγματικότητα ήταν ο άμαχος πληθυσμός.
Ο συντάκτης του σχετικού άρθρου των «Asia Ti- mes» υποστηρίζει ακόμη ότι μετά την αποτυχία της επιχείρησης, η πακιστανική κυβέρνηση άλλαξε τακτική και άρχισε να διοχετεύει εκατομμύρια ρουπίες σε τοπικούς φύλαρχους, μέσω πολιτικών μεσαζόντων, για να συγκροτήσουν ένοπλες ομάδες, οι οποίες θα πολεμήσουν τους Ταλιμπάν. Το ίδιο πείραμα είχε αποτύχει οικτρά νωρίτερα στις φυλετικές περιοχές του Βόρειου και Νότιου Βαζιριστάν, με αποτέλεσμα τη δολοφονία άνω των 200 φύλαρχων και κληρικών. Οσοι κατάφεραν να γλιτώσουν κατέφυγαν στις πόλεις, αφήνοντας τις περιοχές αυτές στον έλεγχο των Ταλιμπάν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύει κανείς ότι η ιστορία αυτή θα έχει διαφορετική κατάληξη στην Bajaur.
Στις 31 Αυγούστου, ο πακιστανικός στρατός ανακοίνωσε εκεχειρία στην Baiaur και στην κοιλάδα Swat, όπου επίσης διεξάγονταν επιχειρήσεις μικρότερης κλίμακας, με αφορμή την έναρξη του Ραμαζανιού, η οποία όμως ουσιαστικά δεν τηρείται από την πλευρά του στρατού, με αποτέλεσμα να μην μπο- ρούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι παραμένουν σε αυτοσχέδιους προσφυγικούς καταυλισμούς υπό άθλιες συνθήκες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις 25 Αυγούστου ανακοινώθηκε από την πακιστανική κυβέρνηση ότι η μεγαλύτερη οργάνωση – ομπρέλα των Ταλιμπάν στο Πακιστάν, η Tehrik–i–Taliban Pakistan, τέθηκε εκτός νόμου, ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί και τα περιουσιακά της στοιχεία πάγωσαν, ότι απαγορεύτηκε η εμφάνισή της στα ΜΜΕ και ότι θα επικηρυχθούν με χρήματα οι σημαντικότεροι ηγέτες της.
Ωστόσο, η σημαντικότερη ίσως εξέλιξη στο πακιστανικό μέτωπο του πολέμου «κατά της τρομοκρατίας» το τελευταίο διάστημα είναι η ανοιχτή πλέον δράση του αμερικάνικου στρατού στο έδαφος του Πακιστάν. Στις 3 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη γνωστή χερσαία αμερικάνικη επιχείρηση στις φυλετικές περιοχές της πακιστανικής μεθορίου. Αμερικάνοι κομμάντος προσγειώθηκαν με ελικόπτερα σε ένα χωριό του Νότιου Βαζιριστάν, με αποτέλεσμα κατά την επιχείρηση να σκοτωθούν τουλάχιστον 20 άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους οποίους άμαχοι. Τόσο η «New York Times» όσο και η «Washington Post», επικαλούμενες ανώτατους αξιωματούχους, επισήμαναν ότι επρόκειτο μόνο για την αρχή μιας ευρύτερης εκστρατείας εναντίον στόχων της Αλ –Κάιντα και των Ταλιμπάν στις φυλετικές περιοχές του Πακιστάν. Μέσα σε μια βδομάδα ακολούθησαν τρεις ακόμη επιθέσεις με μη επανδρωμένα αμερικάνικα αεροσκάφη. Η τελευταία έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου με στόχο ένα θρησκευτικό σχολείο σε χωριό, κοντά στη Miranshah, την πρωτεύουσα του Βόρειου Βαζιριστάν, από την οποία σκοτώθηκαν 25 άνθρωποι και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 20, ανάμεσα στους οποίους οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, σύμφωνα με γιατρό του νοσοκομείου της Miranshah. Το σχολείο είχε ιδρυθεί από το φημισμένο πολέμαρχο των Ταλιμπάν Τζαλαλουντίν Χακανί και ήταν κλειστό, γιατί είχε γίνει στόχος επιθέσεων και στο παρελθόν. Τόσο ο Τζαλαλουντίν όσο και ο γιος του Σιρατζουντίν, που καταζητούνται από τους Αμερικάνους και ήταν στόχος της τελευταίας επίθεσης δεν βρίσκονταν στο χωριό.
Οι επιπτώσεις
Είναι φανερό ότι οι Αμερικάνοι παίζουν με τη φωτιά, αγνοώντας όχι μόνο το κόστος που θα πληρώσουν τα υποχείριά τους και ο λαός στο Πακιστάν – αυτό είναι το ελάχιστο που τους απασχολεί – αλλά και τις προειδοποιήσεις αμερικάνων ειδικών αναλυτών και έγκυρων ινστιτούτων εξωτερικής πολιτικής για τον κίνδυνο μεγάλης αποσταθεροποίησης στη χώρα και γενικευμένης εξέγερσης στις φυλετικές περιοχές.
Γιατί ο γενικευμένος πόλεμος κατά των Ισλαμιστών μαχητών συσπειρώνει τις διαφορετικές τάσεις στις γραμμές τους και συνεπώς πολλαπλασιάζει τις μαχητικές τους ικανότητες. Τα αντίποινα από τη πλευρά τους, που έχουν ήδη αρχίσει, θα είναι πολύ σκληρά.
Γιατί οι αδιάκριτοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί έχουν αμφισβητήσιμη αποτελεσματικότητα, ενώ φουντώνουν το λαϊκό μίσος εναντίον των Αμερικάνων, του πακιστανικού στρατού και της κυβέρνησης.
Γιατί το θέατρο του πολέμου εκτείνεται από τις φυλετικές περιοχές στη μεθόριο με το Αφγανιστάν, που βρίσκονται στο στόχαστρο του αμερικάνικου στρατού, μέχρι τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι Ισλαμιστές μαχητές διαθέτουν σημαντικές βάσεις και έχουν πραγματοποιήσει στο παρελθόν πολύνεκρες επιθέσεις σε σημαντικούς στρατιωτικούς στόχους και πολιτικούς στόχους.
Γιατί, τέλος, η αύξηση και η κλιμάκωση των αμερικανονατοϊκών επιχειρήσεων στα αφγανοπακιστανικά σύνορα δεν πρόκειται να σταματήσουν και να καταστείλουν τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, οι οποίοι όχι μόνο ελέγχουν μεγάλες περιοχές στο νότιο και ανατολικό Πακιστάν, αλλά προελαύνουν προς την Καμπούλ και επιχειρούν σε απόσταση μόλις μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από την αφγανική πρωτεύουσα.