Ο θόρυβος που έχει ξεσπάσει γύρω από την κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι μεγάλος. Δυστυχώς, όμως, αυτός ο θόρυβος κάθε άλλο παρά βοηθάει τον κόσμο να καταλάβει τις αιτίες αυτής της κρίσης. Διαβάζει για «μονάδες βάσης», «πιστωτικά παράγωγα», «έλλειψη εμπιστοσύνης» και «ενέσεις ρευστότητας», χωρίς να τον βοηθούν να κατανοήσει τα γεγονότα, αλλά εκτελώντας τη σκέψη του με ένα βομβαρδισμό πληροφοριών, πολλές φορές ακατανόητων για τους αμύητους στα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια. Σ’ αυτό το φύλλο της «Κ» θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε κάποιες πλευρές από αυτό το βρόμικο παιχνίδι που παίζεται –χρόνια τώρα– από το χρηματιστικό κεφάλαιο, με στόχο –τι άλλο;– την αποκόμιση του μέγιστου κέρδους. Δεν διεκδικούμε κανένα σκήπτρο «ειδικού», δεν παρέχουμε «εμπιστευτικές πληροφορίες». Απλά, θέλουμε να συμβάλλουμε στην κατανόηση του φαινομένου, όχι για να δώσουμε «οδηγίες προς επενδυτές», αλλά για την καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων και των αιτιών που οδήγησαν σ’ αυτές.
Φυσικά, στο πλαίσιο ενός άρθρου εφημερίδας δεν είναι δυνατό ν’ αναλυθούν φαινόμενα για τα οποία γράφονται εκατομμύρια σελίδων παγκόσμια. Τις βασικές κατευθύνσεις θέλουμε να επισημάνουμε, βασιζόμενοι στις περιγραφές των πιστωτικών ανταλλαγών από τα διεθνή οικονομικά έντυπα. Σ’ αυτό το φύλλο θ’ ασχοληθούμε με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Αυτό δε σημαίνει ότι η κατάρρευση αυτών των δανείων είναι η αποκλειστική πηγή της παγκόσμιας κρίσης, έπαιξαν όμως σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνσή της.
Ωρολογιακή βόμβα
Η πρωτοφανής παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο. Πηγή ήταν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης» (subprime mortgage loans). Δανειολήπτες ήταν έξι περίπου εκατομμύρια Αμερικανοί με χαμηλή πιστωτική φερεγγυότητα (δηλαδή οι φτωχότεροι), που δανείστηκαν μέχρι και το 100% της αξίας του σπιτιού που αγόρασαν[1]. Δανειστές ήταν οι τράπεζες, αρκετές από τις οποίες είτε εξαγοράστηκαν είτε κρατικοποιήθηκαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο (όπως η αμερικάνικη Bear Stearns, η οποία εξαγοράστηκε αντί πινακίου φακής από την JP Morgan, και οι επίσης αμερικάνικες Fannie Mae και Freddie Mac, που κρατικοποιήθηκαν τον περασμένο μήνα).
Το γιατί αυτές οι τράπεζες «φούνταραν» δεν χρειάζεται να είναι κανείς «ειδικός» για να το καταλάβει. Οταν το 2005 τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ισοδυναμούν με το 95,8% του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος[2] (έχοντας αυξηθεί κατά 45% μέσα σε μία πενταετία) και ένας στους πέντε Αμερικανούς ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδηματός του για τα έξοδα κατοικίας (λογαριασμοί, πετρέλαιο, έξοδα συντήρησης κτλ)[3], δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι κάποια στιγμή θα σκάσει η βόμβα, όταν τα νοικοκυριά θα έχουν «στεγνώσει» από χρήμα.
Κι ήταν πολύ το χρήμα που δανείστηκαν τα φτωχότερα αμερικάνικα νοικοκυριά σ’ αυτό τον τομέα. Σύμφωνα με παλαιότερο άρθρο του Associated Press[4], το συνολικό ποσό των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων «χαμηλής εξασφάλισης» διπλασιάστηκε μέσα σε ένα μόλις χρόνο, φτάνοντας τα 1.3 τρισ. δολάρια (δηλαδή κοντά στο 10% του ετήσιου αμερικάνικου ΑΕΠ) το 2007. Ποσό που ισοδυναμεί με το σύνολο της ετήσιας οικονομικής δραστηριότητας της πολιτείας της Καλιφόρνια! Η ποινή γι’ αυτούς που θα καθυστερούσαν τις δόσεις τους ήταν αρκετά «τσουχτερή». Κρατώντας τα επιτόκια χαμηλά τα πρώτα χρόνια (προκειμένου να «τσιμπήσουν» πελάτες) οι τράπεζες φύλαγαν το «καλό» για το τέλος. Εφτασαν να απαιτούν επιτόκιο πάνω από 12% από τους δανειολήπτες που καθυστερούσαν τις δόσεις τους[4]. Επιτόκιο υπερδιπλάσιο από αυτό της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), που εκείνη την περίοδο δεν ξεπερνούσε το 5.5%.
Φτηνό χρήμα για τους καπιταλιστές δανειολήπτες και ακριβό για τους φτωχότερους Αμερικάνους. Αυτή είναι η δικαιοσύνη της «ελεύθερης αγοράς»!
Ομως οι τράπεζες που δάνεισαν όλο αυτό το αστρονομικό ποσό, γνώριζαν το ρίσκο της επένδυσής τους. Μπορεί να έβγαζαν τεράστια κέρδη στραγγαλίζοντας τους δανειστές τους, γνώριζαν όμως ότι αυτό δε μπορεί να γίνεται επ’ άπειρο. Γι’ αυτό και φρόντισαν να μοιραστούν αυτό το ρίσκο με άλλες τράπεζες, ιδρύματα (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) και διάφορους επενδυτές. Το πώς γινόταν αυτό θα διερευνήσουμε παρακάτω
«Αεροπλανάκι»
Σε παλαιότερο άρθρο του βρετανικού βδομαδιάτικου οικονομικού περιοδικού Moneyweek, πριν μάλιστα σκάσει η πρώτη «πιστωτική βόμβα» τον Αύγουστο του 2007, περιγραφόταν αυτό το μοίρασμα του ρίσκου ως εξής: «Οι δανειστές ωστόσο δεν είχαν να ανησυχήσουν πάρα πολύ για το ρίσκο της πτώχευσης (σ.σ.των οφειλετών), γιατί μετακίνησαν αυτές τις υποθήκες σε ομόλογα αποκαλούμενα Mortgage-backed Securities (MBS), που στη συνέχεια τα πουλούσαν»[1].
Δηλαδή, αυτοί που διέθεσαν τα χρήματα για ν’ αγοράσουν σπίτι τα αμερικάνικα νοικοκυριά (που έβαζαν υποθήκη το σπίτι τους και πλήρωναν τσουχτερά επιτόκια) εξέδωσαν ομόλογα που συνδέονταν με τα ενυπόθηκα δάνεια. Τα ομόλογα αυτά τα πουλούσαν σε άλλες τράπεζες, ιδρύματα ή άτομα κι έτσι έπαιρναν πίσω τα χρήματα που δάνεισαν στα αμερικάνικα νοικοκυριά. Αν μια τράπεζα είχε δανείσει για παράδειγμα 1 εκατ. δολάρια σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, εξέδιδε ας πούμε 10 ομόλογα αξίας 100.000 δολαρίων το ένα και τα πουλούσε. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η τράπεζα (από δω και πέρα θα την αποκαλούμε «τράπεζα-δανειστή») τσέπωνε το παραδάκι από τις δόσεις των ενυπόθηκων δανείων. Ετσι, διατηρούσε το αρχικό κεφάλαιο στα θησαυροφυλάκιά της και μετέφερε το ρίσκο της πτώχευσης των δανειοληπτών σε άλλες τράπεζες, ιδρύματα ή άτομα.
Ποιος όμως θα αγόραζε αυτά τα ομόλογα, ιδιαίτερα αν συνδέονταν με τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού ρίσκου; Αυτό γινόταν με τη βοήθεια των «επενδυτικών τραπεζών»: «Οι επενδυτικές τράπεζες τεμάχιζαν τα MBS σε ποικίλους “τίτλους”. Αυτοί είναι γνωστοί ως “Εγγυημένες Δανειακές Υποχρεώσεις” (Collateralized Dept Obligations) ή CDO σε σύντμηση. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθούν κάποια υψηλού ρίσκου χρεόγραφα και κάποια πιο ασφαλή, τεμαχίζοντας τα MBS σε αυτό που αποκαλείται “κεφαλαιακά μερίδια”–equity (υψηλό ρίσκο), “χαμηλότερου ορόφου”–mezzanine (μεσαίο ρίσκο) και τα ομόλογα «επενδυτικής διαβάθμισης»–investment grade bonds (χαμηλό ρίσκο)»[1]. Ολα αυτά τα χαρτιά ήταν δηλαδή διάφοροι τύποι δανείων με διαφορετικά επιτόκια (μεγαλύτερα για τα ομόλογα «υψηλού ρίσκου» και χαμηλότερα για τα ομόλογα «χαμηλού ρίσκου»). Τα επιτόκια αυτά μεταβάλλονταν ανάλογα με την εξέλιξη της αγοράς κατοικίας (ανέβαιναν ανάλογα με την άνοδο των τιμών των κατοικιών και κατέβαιναν αν οι τιμές έπαιρναν την κατρακύλα).
Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμά μας, η τράπεζα-δανειστής που δάνεισε 1 εκατ. δολάρια σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια απευθύνθηκε σε μία επενδυτική τράπεζα, με τη συνεργασία της οποίας εκδόθηκαν ένα ομόλογο υψηλού ρίσκου αξίας 100.000 δολαρίων, ένα ομόλογο «μέσου ρίσκου» της ίδιας αξίας και οχτώ ομόλογα «χαμηλού ρίσκου» αξίας 800.000 δολαρίων συνολικά (η πλειοψηφία των ομολόγων που εκδίδονταν ήταν «χαμηλού ρίσκου»). Η τράπεζα-δανειστής μετατράπηκε έτσι σε τράπεζα-δανειολήπτη. Πουλώντας τα ομόλογα αυτά μέσω της επενδυτικής τράπεζας (η οποία διαμεσολαβούσε, με το αζημίωτο φυσικά), έπαιρνε πίσω το κεφάλαιό της αλλά υποσχόταν να επιστρέψει σ’ αυτόν που αγόρασε τα ομόλογα ποσά πολύ μεγαλύτερα από την ονομαστική τους αξία. Για παράδειγμα, μετά τη λήξη των ομολόγων ή και σε τακτά χρονικά διαστήματα πριν από την λήξη τους (ανάλογα με τους όρους με τους οποίους αυτά εκδίδονταν), η τράπεζα-δανειστής θα έπρεπε να πληρώσει στους δικούς της δανειστές ποσά μεγαλύτερα από αυτά που της δάνεισαν.
Αυτό γινόταν χωρίς προβλήματα όσο οι Αμερικάνοι που αγόρασαν σπίτια με ενυπόθηκα δάνεια μπορούσαν να πληρώσουν κανονικά τις δόσεις τους και όσο ολοένα και περισσότεροι Αμερικάνοι δανείζονταν και αγόραζαν σπίτια με συνέπεια την αύξηση της τιμής των κατοικιών. Η τράπεζα-δανειστής έπαιρνε το παραδάκι από τις δόσεις, έδινε κάποια χρήματα στους δανειστές της από το παραδάκι αυτό σαν τόκο για τους διάφορους τύπους ομολόγων (αν προβλέπονταν η απόδοση τόκου σε τακτά χρονικά διαστήματα πριν τη λήξη του ομολόγου) ή αποπλήρωνε το σύνολο της ονομαστικής αξίας συν τους τόκους στα ομόλογα που έληγαν (για τα ομόλογα «μηδενικού επιτοκίου», δηλαδή αυτά που ο κάτοχός του δεν έπαιρνε τους τόκους σε τακτά χρονικά διαστήματα αλλά όλους μαζί με τη λήξη του).
Επειδή όμως τα ομόλογα είχαν χρόνο λήξης μετά από κάποια χρόνια (συνήθως πενταετία και βάλε), αυτά που έληγαν μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ετσι, η τράπεζα-δανειστής είχε αρκετά χρήματα με τα οποία δάνειζε και άλλους Αμερικα- νούς για να αγοράσουν σπίτι. Δημιουργούνταν έτσι ένας κύκλος υπερδανεισμού. Οι αμερικάνοι πολίτες δανείζονταν από τις τράπεζες, και οι τράπεζες –με τη διαμεσολάβηση των επενδυτικών τραπεζών– από άλλες τράπεζες, ιδρύματα (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία) ή άτομα. Αν κάποιοι δανειολήπτες δε μπορούσαν να ξεπληρώσουν τις δόσεις τους, η τράπεζα έκανε κατάσχεση και πουλούσε το σπίτι ακριβότερα από την τιμή αγοράς του.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλές φορές η διάκριση ανάμεσα στην τράπεζα-δανειστή και την επενδυτική τράπεζα εξαφανιζόταν, καθώς όλο και περισσότερες εμπορικές τράπεζες προσφέρουν υπηρεσίες τραπεζικής επένδυσης.
Το μοίρασμα της πίτας
Η επενδυτική τράπεζα διαχειριζόταν έτσι τα ομόλογα που βασίζονταν στα ενυπόθηκα δάνεια. Για το πώς προωθούσε τα ομόλογα αυτά στην αγορά, το βρετανικό περιοδικό Moneyweek αναφέρει ότι υπήρχαν τρεις τρόποι: 1. Με την ίδρυση hedge funds 2. Mε την πώληση των ομολόγων σε «ανυποψίαστους» αγοραστές (π.χ. ασφαλιστικά ταμεία), που σύμφωνα με το Moneyweek αποτελούν «επενδυτικά σκουπίδια» και 3. Με την αντασφάλιση του κινδύνου μέσω των «Πιστωτικών Συμφωνιών Ανταλλαγής» (credit default swaps) που απαρτίζουν τα σύνθετα CDO.
Με τον πρώτο τρόπο που αναφέραμε παραπάνω ιδρύεται ένας «θεσμικός επενδυτής». Δηλαδή, η επενδυτική τράπεζα έβαζε ένα κεφάλαιο για να ιδρύσει ένα άλλο χρηματιστικό ίδρυμα (τον «θεσμικό επενδυτή» – hedge fund). Το hedge fund «αγόραζε» τα ομόλογα από την επενδυτική τράπεζα (δηλαδή η επενδυτική τράπεζα «πουλούσε» τα ομόλογα στον εαυτό της!) και στη συνέχεια αναζητούσε στην αγορά δανειστές για να τους τα πουλήσει. Η ίδρυση του hedge fund ήταν ένα τέχνασμα της επενδυτικής τράπεζας για να προωθηθούν κυρίως τα ομόλογα «υψηλού ρίσκου»-equities (αυτά που σήμερα τα λένε «τοξικά ομόλογα»), που ήταν και τα πιο «ενδιαφέροντα», εφόσον υπόσχονταν μεγάλα κέρδη, αλλά και τα πιο δύσκολα να πουληθούν, αφού εξέθεταν τον αγοραστή τους σε μεγάλο κίνδυνο (να χάσει όχι μόνο τους τόκους αλλά και το αρχικό του κεφάλαιο).
Ας γυρίσουμε όμως στο παράδειγμά μας. Η τράπεζα-δανειστής που εξέδωσε μέσω της επενδυτικής τράπεζας ένα ομόλογο “equity” (υψηλού ρίσκου) ονομαστικής αξίας 100.000 δολαρίων, το έδωσε στην επενδυτική τράπεζα για να το προωθήσει στην αγορά κι αυτή το «πούλησε» στο hedge fund που δημιούργησε η ίδια. Το hedge fund πούλησε το ομόλογο σε μία άλλη τράπεζα με την υπόσχεση ότι το ομόλογο αυτό στη λήξη του (έστω σε πέντε χρόνια) θα αξίζει ας πούμε 150.000 δολάρια. Αν τα πράγματα πάνε καλά, η τελευταία θα βγάλει 50.000 δολάρια (αφού έδωσε 100.000 και πήρε 150.000) μέσα σε πέντε χρόνια. Ενώ αν είχε δανείσει τα χρήματά της στην αγορά με επιτόκιο 5.25% (δηλαδή το βασικό επιτόκιο που καθόρισε η FED το 2007) θα κέρδιζε μόλις 26.250 δολάρια (5.25/100 x 5 χρόνια x 100.000 δολάρια) κι αυτό με την προϋπόθεση ότι τα επιτόκια θα έμεναν υψηλά (πράγμα που δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο, καθώς η FED μείωσε πολλές φορές το επιτόκιο από πέρσι).
Από πού βγήκαν αυτά τα 50.000 δολάρια που απέκτησε ο αγοραστής του ομολόγου; Φυσικά από τον κακόμοιρο αμερικάνο δανειολήπτη που όχι μόνο έβαλε υποθήκη το σπίτι του αλλά πληρώνει και υπέρογκα επιτόκια. Η τράπεζα-δανειστής επέβαλε επιτόκιο 12% στον αμερικάνο δανειολήπτη και μέσα σε πέντε χρόνια πήρε 60.000 δολάρια (12/100 x 5 χρόνια x 100.000 δολάρια). Τσέπωσε τα 10.000 δολάρια (τα μοιράστηκε με την επενδυτική τράπεζα ή τα πήρε όλα, αν έπαιζε η ίδια και το ρόλο της επενδυτικής τράπεζας) και έδωσε τα υπόλοιπα 50.000 στον αγοραστή του ομολόγου.
Ομως, μέσα σ’ αυτή την πενταετία η τράπεζα-δανειστής δεν έβγαλε μόνο 10.000 δολάρια. Εχοντας πάρει πίσω το αρχικό της κεφάλαιο των 100.000 δολαρίων από τον αγοραστή του ομολόγου, είτε το προώθησε στην αγορά δανείζοντας το αλλού (π.χ. σε έναν καπιταλιστή) και κερδίζοντας άλλα 26.250 δολάρια, είτε το επανεπένδυσε στην αγορά των στεγαστικών δανείων. Επομένως, όλοι είναι ευχαριστημένοι. Η τράπεζα-δανειστής για το κεφάλαιο των 100.000 δολαρίων κέρδισε τουλάχιστον 36.250 δολάρια (δηλαδή 10.000 από τα στεγαστικά δάνεια και 26.250 από άλλο δάνειο), ο αγοραστής του ομολόγου κέρδισε 50.000 δολάρια και η επενδυτική τράπεζα πήρε κάποιο ποσό από την πρώτη για τις υπηρεσίες της. Ο μόνος χαμένος είναι αυτός που πήρε το δάνειο για να αγοράσει σπίτι, που έτρεχε λαχανιασμένος για να πληρώσει τις δόσεις…
Βέβαια, στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα από το παραπάνω παράδειγμα, καθώς είτε η επενδυτική τράπεζα μπαίνει και αυτή στο παιχνίδι βάζοντας λεφτά για το στήσιμο του hedge fund και αγοράζοντας έτσι ένα τμήμα των CDO, είτε το hedge fund είναι ανεξάρτητο ίδρυμα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται και η «μόχλευση» (δηλαδή ο λόγος των δανείων που παίρνονται προς το κεφάλαιο που επενδύεται αρχικά) για να παρθούν δάνεια από άλλες τράπεζες (εμπορικές και επενδυτικές) προκειμένου να επενδυθούν σε CDO.
Για παράδειγμα, η Merrill Lynch (που εξαγοράστηκε από την Bank of America) φαίνεται ότι είχε δώσει αρκετά λεφτά σε τέτοια δάνεια[1]. Σ’ αυτά, όμως, δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε παραπέρα στο πλαίσιο της εφημερίδας. Για μια γενική περιγραφή θα αρκεστούμε στο πως παρουσιάζει αυτό τον κύκλο υπερδανεισμού το Moneyweek:
«Ετσι τα χρήματα που δανείστηκαν από την τράπεζα για την αγορά των CDO υψηλού ρίσκου πάνε πίσω στο hedge fund, το οποίο αγοράζει περισσότερα CDO από την επενδυτική τράπεζα, που αγοράζει περισσότερα MBS από τον ενυπόθηκο δανειστή (σ.σ. την τράπεζα-δανειστή όπως την αποκαλέσαμε παραπάνω), που δίνει περισσότερο χρήμα στους δανειστές χαμηλής εξασφάλισης, που αγοράζουν περισσότερα σπίτια ωθώντας τις τιμές των κατοικιών ξανά προς τα πάνω. Αυτή η λύση αντιμετωπίζει προβλήματα μόνο όταν οι τιμές των κατοικιών ξαφνικά πέφτουν. Οι τράπεζες που δάνεισαν ζητάνε τα χρήματά τους πίσω αλλά τα hedge funds δεν τα έχουν. Ολα επενδύθηκαν σε τίτλους CDO. Ετσι τα ομόλογα θα πρέπει να πουληθούν. Κανένα πρόβλημα σίγουρα. Είναι άλλωστε στα βιβλία σε μερικά δισεκατομμύρια δολάρια εκτός των άλλων»[1].
Αντασφάλιση
Ομως το μοίρασμα του ρίσκου δε γίνεται μόνο με την πώληση των δομημένων ομολόγων CDO (είτε με τον πρώτο τρόπο, μέσω των hedge funds, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μεγάλα κέρδη, είτε «θάβοντάς τα στα σκουπίδια», δηλαδή πουλώντας τα για παράδειγμα σε «ανυποψίαστα» ασφαλιστικά ταμεία, με δυσμενείς φυσικά όρους για τα ταμεία). Γίνεται και με τα λεγόμενα «σύνθετα CDO». Για να μη σας κουράσουμε περισσότερο, θα αρκεστούμε να αναφέρουμε ότι τα σύνθετα CDO δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντασφάλιση κινδύνου. Αποτελούνται από τις «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής» (credit default swaps), που γίνονται μεταξύ της τράπεζας-δανειστή (αυτής δηλαδή που δάνεισε στα αμερικάνικα νοικοκυριά χρήματα για να αγοράσουν σπίτι) και των τραπεζών, ιδρυμάτων ή ατόμων που είναι οι «εγγυητές». Σύμφωνα με τις συμφωνίες αυτές, η τράπεζα-δανειστής δεν πουλάει ομόλογα για να πάρει μετρητά, αλλά αγοράζει «εγγύηση».
Τι σόι εγγύηση είναι αυτή; Ο εγγυητής δεσμεύεται να πληρώσει το σύνολο του ποσού του αρχικού ομολόγου σε περίπτωση που αυτό καταπέσει (δηλαδή πτωχεύσει ο αρχικός δανειολήπτης, δηλαδή ο Αμερικάνος που αγόρασε σπίτι με υποθήκη) και σε αντάλλαγμα παίρνει ζεστό χρήμα σε τακτά χρονικά διαστήματα από την τράπεζα-δανειστή. Στο παράδειγμά μας, δηλαδή, η τράπεζα-δανειστής δεν παίρνει πίσω το αρχικό της κεφάλαιο. Με τη μεσολάβηση της επενδυτικής τράπεζας εκδίδεται ένα σύνθετο CDO, ονομαστικής αξίας 100.000 δολαρίων. Ο εγγυητής που αγοράζει αυτό το σύνθετο ομόλογο δεν δίνει χρήματα, αλλά πουλάει προστασία αν το ομόλογο με το οποίο είναι συνδεδεμένο το σύνθετο-CDO (δηλαδή το ομόλογο «υψηλού ρίσκου»-equity, για παράδειγμα) καταπέσει. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο εγγυητής θα πρέπει να πληρώσει στην τράπεζα-δανειστή τα 100.000 δολάρια. Σε αντάλλαγμα η τράπεζα-δανειστής πληρώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποια χρήματα που υπολογίζονται με σύνθετους μαθηματικούς τύπους, βάσει της πιθανότητας να καταπέσει το αρχικό ομόλογο στο οποίο βασίζεται το σύνθετο ομόλογο (παράγωγο).
Με τον τρόπο αυτό η τράπεζα-δανειστής εξαπλώνει το ρίσκο σε άλλες τράπεζες (επενδυτικές ή εμπορικές), ασφαλιστικά ιδρύματα και ιδιώτες επενδυτές σε όλο τον κόσμο. Ετσι, αρκεί μια σπίθα για να ανάψει η φωτιά σε όλο τον κάμπο…
Η πρόσκρουση
Καταλαβαίνετε τι μπορεί να συμβεί όταν αυτοί που πήραν το δάνειο για να αγοράσουν σπίτι πτωχεύουν σε μαζική κλίμακα. Αυτό ξεκίνησε τον τελευταίο χρόνο, με τις κατασχέσεις κατοικιών να αυξάνονται συνεχώς φτάνοντας στις 750.000 από τις αρχές του χρόνου (αναμένεται να ξεπεράσουν το εκατομμύριο μέχρι το τέλος του χρόνου), ενώ οι κατοικίες που είναι ένα βήμα πριν την κατάσχεση υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 2 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του χρόνου[5]. Μπορεί το ποσοστό των κατασχέσεων στο σύνολο των αμερικάνικων κατοικιών να είναι μόλις 1.3% (ποσοστό φαινομενικά μικρό, γιατί συγκρίνεται με το σύνολο των κατοικιών των ΗΠΑ, και σίγουρα είναι πολύ μεγαλύτερο στο σύνολο των κατοικιών που αγοράστηκαν τα τελευταία χρόνια), αυτό που έχει σημασία όμως είναι η αυξητική τάση. Κι αυτή είναι εξαιρετικά ανοδική, φτάνοντας το 82.6% σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο πέρσι[5].
Το χειρότερο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ότι δεν κατέρρευσαν μόνο τράπεζες που εκτέθηκαν σε ομόλογα υψηλού ρίσκου. Σύμφωνα με το Moneyweek[1], η Bear Stearns (η πρώτη τράπεζα που κατέρρευσε στις ΗΠΑ) δεν έκανε επενδύσεις σε «τοξικά ομόλογα» αλλά σε ομόλογα «επενδυτικής διαβάθμισης», δηλαδή χαμηλού ρίσκου. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο αμερικάνικο κι ούτε αφορά μόνο στην αγορά κατοικίας. Γιατί τέτοια ομόλογα δεν εξέδιδαν μόνο αμερικάνικες τράπεζες. Οπως αναφέραμε σε προηγούμενο φύλλο της «Κ»[6], τα credit default swaps, που γνώρισαν τεράστια άνθηση τα τελευταία χρόνια, αφορούσαν συνολικά τις πιστωτικές ανταλλαγές σε ένα ευρύ φάσμα που ξεπερνούσε την αγορά κατοικίας.
Κανείς δε μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια πού θα σταματήσει η πρόσκρουση που τώρα συντελείται. Τα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις σκόπιμα προβάλλουν σαν κύριο κίνδυνο την κατάρρευση των καταθέσεων στις τράπεζες με την έννοια ότι μπορεί να φαλιρίσει μια εμπορική τράπεζα και οι καταθέτες να μη μπορούν να σηκώσουν δεκάρα τσακιστή από τις αποταμιεύσεις τους. Ομως, ούτε στην Αμερική έχασαν τις καταθέσεις τους οι μικροκαταθέτες ούτε και στην Ισλανδία που προχώρησε σε κρατικοποίηση των τραπεζών που κατέρρευσαν. Δεν είναι αυτό που θα προστατέψει τους εργαζόμενους από την κρίση. Οι καταθέσεις τους θα εξανεμιστούν τελικά από την άνοδο της φορολογίας, την έκρηξη της ανεργίας και το πάγωμα των μισθών, που θα είναι τα επακόλουθα μιας κρίσης που σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι η χειρότερη που σημειώθηκε ποτέ από την εποχή του κράχ του ‘29[7].
Παραπομπές
1. «Κατάρρευση στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου: Γιατί η Bear Stearns είναι μόνο η αρχή». Ενα από τα «προφητικά» άρθρα του βρετανικού εβδομαδιαίου οικονομικού περιοδικού Moneyweek ,που δημοσιεύτηκε στις 5 Ιούλη 2007, δηλαδή λίγο πριν την πρώτη χρηματοπιστωτική έκρηξη, που έγινε τον Αύγουστο του 2007.
2. «Κατάσταση της εργαζόμενης Αμερικής», ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής για το 2006.
3. Γραφείο Απογραφής ΗΠΑ (US Census Bureau) – 2008 Statistical Abstract (πίνακας 958).
4. «Θα εξαπλωθεί το χάος των “subprime”στην οικονομία;». Ερωταποκρίσεις σε άρθρο του Associated Press, 13/3/2007.
5. Marketwatch, 9/10/08.
6. «Κόντρα», αρ.φύλλου 525, 27/9/08.
7. Αυτή την εκτίμηση δεν την έκανε μόνο τώρα που βουλιάζουν οι αγορές αλλά και μερικούς μήνες πριν, όταν στις αρχές του περασμένου Απρίλη αναγκαζόταν να αναθεωρήσει για τρίτη συνεχή φορά μέσα σε μερικούς μήνες τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη προς τα κάτω (βλ. «Καθημερινή», 3/4/08).