Πριν από λίγες μέρες, κυκλοφόρησε το καινούργιο βιβλίο του βρετανού δημοσιογράφου Πάτρικ Κόκμπερν με τίτλο «Ο Μοκτάντα αλ-Σαντρ, η Σιιτική Αναγέννηση και ο αγώνας για το Ιράκ». Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας «Independent» γνωρίζει καλά την κατάσταση στο Ιράκ, γιατί επισκέπτεται τη χώρα συνεχώς από το 1977 και έχει ζήσει εκεί τα δυόμισι από τα πέντε χρόνια της αμερικάνικης κατοχής. Δεν ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων ενσωματωμένων δημοσιογράφων. Αποφεύγει επίμονα την ενημέρωση Τύπου στην Πράσινη Ζώνη και στο βιβλίο του υπάρχουν σπάνιες αναφορές σε αμερικάνους και βρετανούς αξιωματούχους. Οι ανταποκρίσεις και οι αναλύσεις του, που διακρίνονται για την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητά τους, βασίζονται στην προσωπική του εμπειρία και στο υλικό που συγκεντρώνει από συνεντεύξεις και επαφές που έχει με πολλούς ιρακινούς πολίτες.
Παρά τις επιφυλάξεις ή τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς, είτε για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους είτε λόγω έλλειψης των απαιτούμενων πληροφοριών και γνώσεων, για κάποιες από τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα που διατυπώνει στο βιβλίο του, θεωρούμε ότι παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και συμβάλλει στη γνώση και στην κατανόηση της σημερινής πολύπλοκης πραγματικότητας στο Ιράκ. Ενδεικτικά, παραθέτουμε μερικά ιδιαί-τερα ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του.
Ο Μοκτάντα αλ – Σαντρ είναι η πιο σημαντική και εντυπωσιακή προσωπικότητα που εμφανίστηκε στο Ιράκ μετά την αμερικάνικη εισβολή. Είναι ο μεσσιανικός ηγέτης του θρησκευτικού και πολιτικού κινήματος των φτωχών Σιιτών, η ζωή των οποίων καταστράφηκε για ένα τέταρτο του αιώνα από τον πόλεμο, την καταπίεση και τις κυρώσεις.
Από τη στιγμή που απροσδόκητα έκανε την εμφάνισή του τις τελευταίες μέρες του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, οι αμερικάνοι απεσταλμένοι και οι ιρακινοί πολιτικοί τον υποτίμησαν. Μέχρι τώρα, κάθε άλλο παρά «διεγέρτης κληρικός», όπως τον περιγράφουν συχνά τα δυτικά ΜΜΕ, έχει αποδειχτεί. Αντίθετα, έχει δείξει αρκετές φορές ότι είναι οξυδερκής και προσεκτικός στην καθοδήγηση των οπαδών του.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στη Νατζάφ με τους αμερικάνους πεζοναύτες, το 2004, την αμερικάνικη εκκαθαριστική επιχείρηση “surge” το 2007 και τον κλιμακούμενο πόλεμο με το Ανώτατο Ισλαμικό Συμβούλιο του Ιράκ, γενικά επιδίωξε το συμβιβασμό από την αντιπαράθεση. Μέχρι τώρα, κάθε άλλο παρά άπειρος νεαρός, όπως τον παρουσίαζαν οι επικριτές του, έχει αποδειχτεί. Αντίθετα, έχει αποδείξει ότι είναι ένας ιδιαίτερα έμπειρος πολιτικός, που είχε δουλέψει στο γραφείο του πατέρα του στη Νατζάφ από τότε που ήταν έφηβος….
Τα μαζικά κινήματα που καθοδηγούνται από μεσσιανικούς ηγέτες έχουν μια ιστορία απροσδόκητης αναλαμπής και έπειτα υποχώρησης στην ασημαντότητα. Αυτό μπορούσε να έχει συμβεί και με το Μοκτάντα και τους Σαντριστές, αλλά δε συνέβη, γιατί η πολιτική και η θρησκευτική τους πλατφόρμα ασκούσε μια συνεχή έλξη στις σιιτικές μάζες. Από τη στιγμή που ανατράπηκε ο Σαντάμ, ο Μοκτάντα σπάνια παρέκλινε από την ανοιχτή αντίθεσή του στην αμερικάνικη κατοχή, ακόμη και όταν η πλειοψηφία της σιιτικής κοινότητας ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Ομως, καθώς τα χρόνια περνούσαν, η απογοήτευση από την κατοχή αυξανόταν, μέχρι που μια δημοσκόπηση, το Σεπτέμβριο του 2007, έδειξε ότι το 73% των Σιιτών θεωρούσε ότι η παρουσία των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Ιράκ επιδείνωνε την ασφάλεια και το 55% πίστευε ότι η αποχώρησή τους θα έκανε λιγότερο πιθανό ένα εμφύλιο πόλεμο Σιιτών – Σουνιτών. Η αμερικάνικη κυβέρνηση, οι ιρακινοί πολιτικοί και τα δυτικά ΜΜΕ, ως συνήθως, απέτυχαν να αντιληφθούν πού οδηγούσε τα πολιτικά πράγματα στο Ιράκ η εχθρότητα απέναντι στην κατοχή και πόσο απονομιμοποιούσε στα μάτια των Ιρακινών τους πολιτικούς που συνδέονταν μ’ αυτή….
Αν η ζωή γινόταν ευκολότερη στο σιιτικό Ιράκ τα χρόνια που ακολούθησαν την αμερικάνικη εισβολή, αυτό ίσως να είχε υπονομεύσει το Σαντριστικό κίνημα. Αντίθετα, οι άνθρωποι ειδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει , καθώς επιδεινώθηκε η παροχή τροφίμων με το δελτίο, καθαρού νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Οι αξιωματούχοι του Σαντάμ ήταν αρκετά διεφθαρμένοι, όμως η νέα κυβέρνηση, που κρυβόταν στην Πράσινη Ζώνη, εξελίχτηκε γρήγορα σε κλεπτοκρατία εφάμιλλη της Νιγηρίας ή του Κογκό. Ο Μοκτάντα αισθάνθηκε τη λαϊκή απέχθεια απέναντι στην κυβέρνηση και απέσυρε τους εκπροσώπους του από την κυβέρνηση, απολαμβάνοντας έτσι κάποιους από τους καρπούς της εξουσίας και καταγγέλλοντας ταυτόχρονα αυτούς που την είχαν στα χέρια τους.
H πολιτική ευφυία του Μοκτάντα είναι αναμφισβήτητη, όμως η προσωπικότητα αυτού του ιδιαίτερα κρυψίνου άντρα είναι δύσκολο να σκιαγραφηθεί. Οσο ζούσε ο πατέρας του και οι μεγαλύτεροι αδερφοί του, ήταν στη σκιά τους. Μετά τη δολοφονία τους το 1999, είχε κάθε λόγο να κρύβει τις ικανότητες και τις φιλοδοξίες του για να έχει όσο το δυνατόν λιγότερους λόγους η μυστική αστυνομία του Χουσεΐν να τον δολοφονήσει. Μετά την πτώση του Σαντάμ, βγήκε να διεκδικήσει την πολιτική κληρονομιά των προγόνων του, συνδέοντας συστηματικά τον εαυτό του μ’ αυτούς σε κάθε ευκαιρία…
…Τα λόγια του δεν συμβάδιζαν πάντα με τις πράξεις του. Εκανε εκκλήσεις για την ενότητα των Σιιτών με τους Σουνίτες ενάντια στην κατοχή, όμως μετά τη βομβιστική επίθεση στο σιιτικό τέμενος στη Σαμάρα, το Φεβρουάριο του 2006, χαρακτηριζόταν από τους Σουνίτες ανθρωπόμορφο τέρας, που ενορχήστρωνε τα πογκρόμ εναντίον τους και αδυνατούσε να περιορίσει τα αποσπάσματα θανάτου του Στρατού του Μεχντί. Η δικαιολογία ότι επρόκειτο για “εγκληματικά στοιχεία” ανάμεσα στους μαχητές του που έκαναν τις σφαγές δεν είναι πειστική, γιατί το μακελειό ήταν υπερβολικά εκτεταμένο και καλά οργανωμένο για να είναι δουλειά μόνο περιθωριακών στοιχείων. Ωστόσο, οι Σαντριστές και οι Σιίτες γενικά μπορούσαν να ισχυριστούν ότι δεν ήταν αυτοί που ξεκίνησαν πρώτοι την επίθεση εναντίον του Σουνιτών και ότι η Σιιτική κοινότητα υπέστη σφαγές από τα χέρια της Αλ – Κάιντα για μερικά χρόνια, προτού εξαντληθεί η υπομονή τους.
Ο Μοκτάντα είχε επανειλημμένα ζητήσει από τους σουνίτες πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες να καταδικάσουν κατηγορηματικά την Αλ-Κάιντα του Ιράκ για φρικτές σφαγές σιιτών πολιτών, ως προϋπόθεση για να συνεργαστεί μαζί τους εναντίον της κατοχής. Εκείνοι δεν το έκαναν και αυτό ήταν κοντόφθαλμη στάση από την πλευρά τους, αφού οι Σιίτες υπερέχουν αριθμητικά, τρεις προς ένα, στο Ιράκ και έλεγχαν την αστυνομία και μεγάλο τμήμα του στρατού. Τα αντίποινα, όταν άρχισαν, αναπόφευκτα ήταν σαρωτικά. Ο Μοκτάντα κατηγορήθηκε ότι δεν έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά ούτε αυτός ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να σταματήσει το μακελειό στο αποκορύφωμα της μάχης για τη Βαγδάτη το 2006. Οι σουνιτικές και οι σιιτικές κοινότητες ήταν τρομοκρατημένες και καθεμιά ανταπέδιδε αμείλικτα για την τελευταία φρικαλεότητα εναντίον της…
Οι αμερικάνοι αξιωματούχοι και οι δημοσιογράφοι δεν έδειχναν να κατανοούν το Μοκτάντα, ακόμη και μετά την καταστροφική προσπάθεια του Πολ Μπρέμερ (του αμερικάνου διοικητή της Προσωρινής Αρχής) να τον τσακίσει το 2004. Εγιναν επίμονες προσπάθειες να τον περιθωριοποιήσουν ή να τον κρατήσουν εκτός κυβέρνησης, αντί να συμπεριλάβουν σ’ αυτήν τους Σαντριστές για να επεκτείνουν τη μικρή βάση υποστήριξης της Ιρακινής κυβέρνησης. Οι δύο πρώτοι Σιίτες πρωθυπουργοί, ο Ιμπραϊμ αλ – Τζαφάρι και ο Νούρι αλ – Μαλίκι, δέχτηκαν έντονες πιέσεις από την Ουάσιγκτον για να κόψουν ή να περιορίσουν τις σχέσεις τους με το Μοκτάντα…
Φυσικά, ο Μοκτάντα ήταν εντελώς αντίθετος από τον τύπο του Ιρακινού ηγέτη που οι εμπνευστές του πολέμου στην Ουάσιγκτον σχεδίαζαν να διαδεχτεί το Σαντάμ Χουσεϊν. Αντί των γλυκομίλητων εξορίστων, με τα σκού-ρα κουστούμια και τα άπταιστα Αγγλικά, στους οποίους ο Λευκός Οίκος βασιζόταν για να μετατρέψουν το Ιράκ σε ένα υπάκουο σύμμαχο των ΗΠΑ, ο Μοκτάντα έδινε την εικόνα μιας νεότερης εκδοχής του Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Ο Μοκτάντα συνόψιζε το κεντρικό δίλημμα των ΗΠΑ στο Ιράκ, που δεν έχει λυθεί μέχρι τώρα. Το πρόβλημα ήταν ότι την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν και του σουνιτικού καθεστώτος του θα ακολουθούσαν εκλογές και θα προέκυπτε μια κυβέρνηση στην οποία θα κυριαρχούσαν οι Σιίτες σε συνεργασία με τους Κούρδους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι τα σιιτικά κόμματα που επρόκειτο να θριαμβεύσουν σε όλες τις εκλογές θα ήταν ισλαμικά κόμματα, κάποια από τα οποία θα είχαν στενούς δεσμούς με το Ιράν…
Οταν επανεμφανίστηκε, το Μάιο του 2007, μετά από τέσσερις μήνες εξαφάνισης, ο Μοκτάντα έκανε έκκληση για ένα ενωμένο μέτωπο Σουνιτών και Σιιτών και προσδιόρισε την αμερικάνικη κατοχή και την Αλ-Κάιντα στο Ιράκ ως τους εχθρούς και των δύο κοινοτήτων. Η έκκληση πιθανόν να ήταν ειλικρινής, αλλά ήταν πολύ αργά. Η Βαγδάτη ήταν πλέον κατά μεγάλο μέρος σιιτική πόλη και οι άνθρωποι ήταν πολύ τρομοκρατημένοι για να επιστρέψουν στα παλιά τους σπίτια. Η αμερικάνικη «Surge» είχε συμβάλει στη σημαντική μείωση των σεκταριστικών δολοφονιών, αλλά ήταν επίσης αλήθεια ότι οι Σιίτες είχαν κερδίσει και είχαν απομείνει λίγες μεικτές περιοχές.
Ο αμερικάνος διοικητής στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους υποστήριζε ότι η ασφάλεια βελτιωνόταν, αλλά μόνο ένας μικρός αριθμός Ιρακινών που είχε εγκαταλείψει τα σπίτια του επέστρεφε. Ο Μοκτάντα ήταν ο μόνος σιίτης ηγέτης που μπορούσε να ενώσει τους Σιίτες με τους Σουνίτες σε μια εθνικιστική πλατφόρμα, αλλά οι σουνίτες Αραβες δεν αποδέχτηκαν ποτέ ότι η εξουσία τους είχε τελειώσει. Αν οι Σουνίτες και οι Σιίτες δε μπορούσαν να ζουν στον ίδιο δρόμο, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να μοιραστούν μια κοινή ταυτότητα.
Το πολιτικό και στρατιωτικό τοπίο του Ιράκ άλλαξε το 2007, καθώς ο σουνιτικός πληθυσμός στράφηκε εναντίον της Αλ-Κάιντα. Αυτό ξεκίνησε πριν από τη «Surge» και ήταν μια σημαντική εξέλιξη. Οι μαζικές επιθέσεις αυτοκτονίας της Αλ-Κάιντα εναντίον πολιτών από το 2003 υπήρξαν το έναυσμα του σεκταριστικού πολέμου Σιιτών – Σουνιτών. Οι σουνίτες Αραβες και πολλές ομάδες της Αντίστασης στράφηκαν εναντίον της Αλ-Κάιντα, όταν προσπάθησε να μονοπωλήσει την εξουσία στη σουνιτική κοινότητα, στα τέλη του 2006, ανακηρύσσοντας το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ. Αποφασιστικό ρόλο στην αλλαγή έπαιξε η προσπάθεια της Αλ-Κάιντα να στρατολογήσει ένα γιο από κάθε σουνιτική οικογένεια. Σουνίτες σε κατώτερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, όπως εργάτες καθαριότητας, δολοφονούνταν.
Μέχρι το φθινόπωρο του 2007, η αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση διαλαλούσε τις επιτυχίες της εναντίον της Αλ-Κάιντα, υποστηρίζοντας ότι έχει εξαλειφθεί στην Ανμπάρ, στη Βαγδάτη και στην Ντιγιάλα. Αλλά οι σουνίτες άραβες μαχητές, που εξοπλίζονται και πληρώνονται μέχρι τώρα από τις ΗΠΑ, δεν οφείλουν πίστη στην ιρακινή κυβέρνηση. Ο Μοκτάντα μπορεί να μιλάει για νέες ευκαιρίες για μια πανιρακινή αντίσταση στην αμερικάνικη κατοχή, όμως πολλοί αντι – αλ-Κάιντα σουνίτες μαχητές έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις. Θέλουν να ανατρέψουν τη σιιτική νίκη στη μάχη της Βαγδάτης το 2006…
Η οικογένεια αλ-Σαντρ έχει μια εκπληκτική ιστορία αντίστασης στο Σαντάμ Χουσεϊν, για την οποία έχει πληρώσει βαρύ τίμημα. Ενα από τα σοβαρότερα λάθη των ΗΠΑ στο Ιράκ ήταν η προσπάθειά τους να περιθωριοποιήσουν το Μοκτάντα και το κίνημά του. Αν είχε πάρει μέρος στην πολιτική διαδικασία εξαρχής, οι πιθανότητες για τη δημιουργία ενός ειρηνικού και ευημερούντος Ιράκ θα ήταν περισσότερες.
Σε οποιοδήποτε πραγματικό συμβιβασμό μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, οι Σαντριστές πρέπει να παίξουν κεντρικό ρόλο. Ο Μοκτάντα μπορεί να εκπροσωπεί εκατομμύρια φτωχών Σιιτών, όμως ποτέ δεν έλεγχε πλήρως το κίνημά του και ποτέ δε δημιούργησε μια τόσο καλά οργανωμένη δύναμη όπως η Χεζμπολά στο Λίβανο. Καμιά από τις φιλοδοξίες του για συμφιλίωση με τους Σουνίτες δε μπορεί να υλοποιηθεί, αν ο Στρατός του Μεχντί δεν πάψει να ταυτίζεται με τα αποσπάσματα θανάτου και τις σεκταριστικές εκκαθαρίσεις.
Ο πόλεμος στο Ιράκ έχει τραβήξει περισσότερο από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, ενώ η βία μειώθηκε το δεύτερο μισό του 2007, τίποτα δεν έχει λυθεί. Οι διαφορές μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, οι έριδες μέσα στις αντίστοιχες κοινότητες και η εχθρότητα απέναντι στην αμερικάνικη κατοχή είναι μεγαλύτερες, είναι τόσο μεγάλες όσο ποτέ. Ο μόνος τρόπος να κερδίσουν οι Σαντριστές και ο Στρατός του Μεχντί την εμπιστοσύνη των Σουνιτών είναι να μπορέσουν οι τελευταίοι να επιστρέψουν ελεύθερα στις περιοχές της Βαγδάτης και οπουδήποτε αλλού απ’ όπου εκδιώχτηκαν. Αλλά δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για μια τέτοια εξέλιξη. Η διάλυση του Ιράκ έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε πιθανόν η χώρα να μη μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σαν χαλαρή ομοσπονδία».