Στην αντικατάσταση του «μετριοπαθή» Μοσέ Γιαλόν από τον ακροδεξιό Αβιγκόρ Λίμπερμαν στο ισραηλινό υπουργείο Πολέμου προχώρησε αιφνιδιαστικά ο Νετανιάχου την Παρασκευή 20 Μάη, ενώ το κόμμα του Λίμπερμαν Γίσραελ Μπεϊτένιου μπήκε στο κυβερνητικό σχήμα.
Ο Λίμπερμαν εκφράζει διαχρονικά τις πιο φασιστικές απόψεις μέσα στο Ισραήλ κάνοντας συχνά δηλώσεις απύθμενης βαρβαρότητας για τους Παλαιστίνιους. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει καλέσει το ισραηλινό κράτος να απελάσει στη Δυτική Οχθη τους Παλαιστίνιους που έχουν την ισραηλινή υπηκοότητα και να ανατρέψει την Παλαιστινιακή Αρχή. Παράλληλα ηγείται νομικής προσπάθειας που προωθεί την επιβολή της θανατικής ποινής στους Παλαιστίνιους που καταδικάζονται για «τρομοκρατία» από τα ισραηλινά δικαστήρια. Οταν τον περασμένο Μάρτιο δόθηκε στη δημοσιότητα το βίντεο με τον ισραηλινό στρατιώτη που εκτέλεσε εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι έναν παλαιστίνιο νέο ενώ αυτός κειτόταν αναίσθητος στο έδαφος, ήταν ο πρώτος που βγήκε δημόσια να υπερασπιστεί τον δολοφόνο.
Ο Γιαλόν δεν είναι, βέβαια, κανένα «περιστέρι». Πρώην αρχηγός του σιωνιστικού γενικού επιτελείου, παραδοσιακά δεξιός, είναι αυτός που οργάνωσε την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014, που άφησε πίσω της περίπου 2.300 νεκρούς, ανάμεσά τους εκατοντάδες παιδιά. Οταν λοιπόν αυτός ο άνθρωπος σχολιάζει την τοποθέτηση του Λίμπερμαν στη θέση του πολιτικού προϊσταμένου της δολοφονικής στρατιωτικής μηχανής του Ισραήλ ως μια πράξη που υποσκάπτει τη σταθερότητα και παρουσιάζει στον κόσμο μια εικόνα σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ δεν ενδιαφέρεται για την ειρήνη στην περιοχή, καταλαβαίνετε πως η αντικατάστασή του αποτελεί σημάδι κυβερνητικής κρίσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Τζίπι Λίβνι, που δήλωσε ότι η είσοδος του Λίμπερμαν στο κυβερνητικό σχήμα θα δυναμώσει ακόμα περισσότερο το κίνημα για μποϊκοτάζ του Ισραήλ. Μέχρι και ο Εχούντ Μπάρακ, ο υπεύθυνος των ισραηλινών εισβολών στη Γάζα το 2008 και το 2012, κατά τις οποίες χιλιάδες Παλαιστίνιοι σφαγιάστηκαν από το στρατό των σιωνιστών, καταδίκασε την επιλογή του Λίμπερμαν για το υπουργείο Πολέμου, δηλώνοντας ότι η νέα κυβέρνηση συνεργασίας δείχνει σημάδια φασισμού, και χαρακτηρίζοντας τον Λίμπερμαν ως τον πλέον ακατάλληλο για το συγκεκριμένο πολιτικό πόστο.
Βέβαια, ως προς την καταστολή του παλαιστινιακού λαού ο Λίμπερμαν θα δείξει τον ίδιο ζήλο με τους προκατόχους του. Και οι κινήσεις του θα είναι πολιτικά στοχευμένες. Εδώ και χρόνια αλλάζει υψηλόβαθμα κυβερνητικά πόστα και οι κινήσεις του δεν χαρακτηρίζονται από επικίνδυνες υπερβολές. Η ρητορική του είναι ρητορική σιωνιστικού μίσους, πολιτικά όμως κινείται πάντοτε στο πλαίσιο που υπαγορεύουν οι Αμερικανοί, των οποίων θεωρείται εντολοδόχος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικάνοι δεν αντέδρασαν αρνητικά στην τοποθέτησή του σε ένα τόσο κρίσιμο πολιτικό πόστο, για τη στελέχωση του οποίου πάντοτε έχουν λόγο, δεδομένου ότι αποτελούν τον βασικό τροφοδότη του σιωνιστικού στρατού με εξοπλιστικά συστήματα. Ξέρουν πολύ καλά ότι οι φασιστικού τύπου δηλώσεις που κάνει κατά καιρούς ο Λίμπερμαν απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο που αποτελεί διαχρονικά την εκλογική του βάση, ενώ ο ίδιος κάθε άλλο παρά απρόβλεπτος είναι. Την ίδια βάση (από την ακριβώς αντίθετη οπτική) έχουν και οι αντιδράσεις των «κεντρώων» πολιτικών όπως ο Μπάρακ και η Λίβνι. Δε θέλουν να δουν τον Λίμπερμαν να ενισχύεται πολιτικά, γι' αυτό επικαλούνται τον ακραία φασιστικό χαρακτήρα της πολιτικής του ρητορικής.
Ομως, μια πολιτική αλλαγή σε κορυφαίο και κρίσιμο κυβερνητικό πόστο ποτέ δεν στερείται ευρύτερης σημασίας. Για παράδειγμα, η δήθεν μετριοπάθεια του Γιαλόν (στην πραγματικότητα πρόκειται για ρεαλισμό που πηγάζει από την καλή γνώση των νέων συσχετισμών, που έχει ένας προσφάτως αποστρατευθείς ανώτατος αξιωματικός) αποτελούσε εδώ και καιρό σημείο τριβής μεταξύ του Νετανιάχου και του κόμματος «Εβραϊκή Εστία» ενός άλλου φασίστα, του Ναφταλί Μπενέτ, που συμμετέχει στην κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά απειλεί εδώ και καιρό ότι θα αποχωρήσει από το κυβερνητικό σχήμα οδηγώντας το σε κατάρρευση. Η αντικατάσταση του Γιαλόν από έναν ακροδεξιό σαν τον Λίμπερμαν ικανοποίησε το Μπενέτ, που δήλωσε ότι θα παραμείνει στην κυβέρνηση.
Προς τι τότε ο θόρυβος και η έκπληξη σε όλο σχεδόν το ισραηλινό πολιτικό φάσμα; Οι πάντες είχαν προεξοφλήσει ότι ο Νετανιάχου θα στραφεί για στήριξη στο κεντροδεξιό κόμμα «Σιωνιστική Ενότητα» του Ισαάκ Χέρζογκ και της Τζίπι Λίβνι, προκειμένου να διασώσει την παραπαίουσα κυβέρνησή του, η οποία έχει πλειοψηφία μόλις μιας έδρας στη βουλή, και να ισορροπήσει κάπως το κυβερνητικό σχήμα τραβώντας το λίγο προς το Κέντρο. Αυτός, όμως, επέλεξε να δώσει στην κυβέρνησή του ακόμα πιο σκληρό δεξιό χαρακτήρα.
Σε συνθήκες παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, η οποία αναπτύσσεται πάνω στη βάση μιας παρατεταμένης πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης (γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ο μακρόχρονος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του παλαιστινιακού λαού), ο χαρακτήρας μιας κυβέρνησης και των πολιτικών που την απαρτίζουν μπορεί -σε μικροπεριόδους- να δημιουργήσει πρόσθετες περιπλοκές στο σύστημα, που για να τις ελέγξει θα χρειαστεί να καταβάλει τίμημα. Γι' αυτό και είναι σίγουρο πως πολλοί στο Ισραήλ θα σκέφτονται ότι η «εκρηκτική» τριανδρία Νετανιάχου-Λίμπερμαν-Μπενέτ μπορεί να τους βάλει σε κινδύνους. Από την άλλη, είναι η ψήφος των πολιτών που εξέλεξε αυτή την τριανδρία, θεωρώντας ότι η παλαιστινιακή απειλή (έτσι αντιλαμβάνεται ο σιωνιστικός όχλος τον πόθο ενός λαού για εθνική ανεξαρτησία) μπορεί ν' αντιμετωπιστεί με τον τρόπο του Λίμπερμαν.