Η νίκη της πρώην αντάρτισσας Ντίλμα Ρουσέφ στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βραζιλίας μοιάζει απίστευτη. Πώς μπορεί μια γυναίκα πρόεδρος –η πρώτη στην ιστορία της χώρας– και μάλιστα πρώην αντάρτισσα μαρξιστικών αναφορών, με φυλακές και βασανιστήρια στις πλάτες της, να συμβιβάζεται με μία χώρα όπου αλωνίζουν οι πολυεθνικές; Κι όμως, η αστική δημοκρατία «όλα τα αλέθει», αναδεικνύοντας ακόμα και τους «εχθρούς» της στα ηγετικά κλιμάκια της εξουσίας της. Από τον μαύρο πρόεδρο που στρογγυλοκάθησε στην καρέκλα του οβάλ γραφείου μέχρι την αντάρτισσα Ρουσέφ, η οποία όμως δεν είναι η αντάρτισσα που ήταν κάποτε.
Από μαρξίστρια έχει γίνει πραγματίστρια του καπιταλισμού, σχολιάζει το Associated Press (2/11), και κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει, αφού η ίδια το μόνο που υπόσχεται είναι η μείωση της φτώχειας και όχι η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Η Ρουσέφ εμφανίζεται ως συνεχίστρια του έργου του Λούλα Ντα Σίλβα, που διοικεί τη χώρα επί δύο συνεχείς θητείες, από το Γενάρη του 2003 μέχρι το τέλος αυτού του χρόνου. Ποιος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι η θητεία του Λούλα απετέλεσε «επανάσταση» ή «σοσιαλισμό», όταν στη χώρα εξακολουθούν να αλωνίζουν οι πολυεθνικές και να βγάζουν άφθονο χρήμα;
Αυτό που έκανε ο Λούλα δεν μοιάζει καν με προώθηση κάποιας κοινωνικής δικαιοσύνης, παρά με ελεημοσύνη στους εντελώς εξαθλιωμένους. Και υπάρχουν πολλοί εξαθλιωμένοι στη Βραζιλία, παρά το γεγονός ότι κατατάσσεται εδώ και πολλά χρόνια στην όγδοη θέση των πλουσιότερων οικονομικά χωρών. Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε στις 22 Ιούλη 2010 από το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Οικονομικής Ερευνας (IPEA), το οποίο είναι ομοσπονδιακό δημόσιο ίδρυμα που σχετίζεται με το Γραφείο Στρατηγικών Υποθέσεων της προεδρίας (όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα του, https://www.ipea.gov.br/portal/index.php?option=com_content&view=frontpage&Itemid= 61), το ποσοστό της φτώχειας (κάτω από 140 δολάρια το μήνα) μειώθηκε από 43.5% σε 28.8% και της έσχατης φτώχειας (κάτω από 70 δολάρια το μήνα) μειώθηκε από 20.9% σε 10.5%. Ασχετα όμως από τις κυβερνητικές μετρήσεις, και μόνο το γεγονός ότι ο ένας στους δέκα Βραζιλιάνους ζει με λιγότερο από 70 δολάρια το μήνα στην όγδοη πλουσιότερη χώρα του κόσμου αποτελεί πρόκληση. Και είναι ακόμα περισσότερο πρόκληση, αν συνδυαστεί με την οικονομική ανισότητα που εξακολουθεί να μαστίζει τη χώρα, όπως δείχνει και ο δείκτης Gini (που όταν είναι 1 σημαίνει απόλυτη εισοδηματική ανισότητα), ο οποίος εξακολουθεί να είναι από τους χειρότερους στον κόσμο.
Πέρα όμως από τους δείκτες, που τις περισσότερες φορές φτιάχνονται για να συσκοτίζουν παρά να αποκαλύψουν όλη την αλήθεια, υπάρχουν τα γεγονότα. Δεν είναι δυνατόν σε ένα άρθρο να αναλύσουμε όλα τα μέτρα της θητείας του Λούλα. Θα επισημάνουμε όμως ορισμένα που δεν κολλάνε με «σοσιαλισμό», όση καλή πρόθεση κι αν έχει κανείς. Ενα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Λούλα ήταν η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση. Να πως την περιγράφει ένα άρθρο στο αμερικάνικο αντικαπιταλιστικό περιοδικό Monthly Review (Φλεβάρης 2007), με τίτλο «Λούλα και κοινωνική πολιτική: Στην υπηρεσία του χρηματιστικού κεφαλαίου»:
«Η μεταρρύθμιση στην κοινωνική ασφάλιση, που έγινε το Δεκέμβρη του 2003, συνέχισε αυτό που είχε απομείνει από τη διακυβέρνηση του Φερνάνδο Ενρίκε Καρδόσο (σ.σ. ο νεοφιλε- λεύθερος προκάτοχος του Λούλα). Η ηλικία ήταν το μόνο κριτήριο συνταξιοδότησης των δημόσιων υπαλλήλων. Το ύψος των συντάξεων δεν καθορίζεται πλέον βάσει του μέσου εν ενεργεία εισοδήματος. Φόροι και ασφαλιστικές εισφορές συλλέγονται από τους συνταξιούχους, παρά το ότι αυτή η αντίληψη είναι ενάντια στις αρχές της ασφάλισης, αφού δεν γεννάει μελλοντικά επιδόματα (σ.σ. οι συνταξιούχοι δεν πρόκειται να πάρουν στο μέλλον συντάξεις, γιατί λοιπόν να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές;). Τίθενται προϋποθέσεις για μελλοντική ιδιωτικοποίηση του συστήματος για να επωφεληθούν ασφαλιστικά ιδρύματα που διοικούνται από σωματεία και ιδιωτικά συμφέροντα. Για να προωθήσει αυτές τις προτάσεις του, ο Λούλα χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, από μισές αλήθειες μέχρι προκαταλήψεις και παραπληροφόρηση» (https://www.monthlyreview.org/0207marques2.htm).
Οσο για το πρόγραμμα στήριξης των φτωχών, το περιβόητο Bolsa Familia, αυτό βελτίωσε το επίπεδο ζωής πολλών Βραζιλιάνων, αλλά «προϋπόθεση για την ένταξη στο πρόγραμμα είναι ένα πολύ χαμηλό εισόδημα, πολύ κάτω αυτού που παρέχεται από έναν κατώτατο μισθό, που είναι ανεπαρκής» (στο ίδιο). Επομένως, όσοι παίρνουν τον κατώτατο μισθό θεωρούνται «πλούσιοι» και δεν χρειάζονται παραπέρα στήριξη. Οπως επισημαίνει το περιοδικό, ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να παραμένει πολύ κάτω από το επίπεδο διαβίωσης μιας τετραμελούς οικογένειας, όπως ορίζεται από το νόμο.
Η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης αυξήθηκε στα χρόνια της διακυβέρνησης Λούλα κάνοντας το κίνημα των ακτημόνων (MST) να δηλώνει στην ανακοίνωση στήριξης της Ρουσέφ, που δημοσίευσε στις 15 Οκτώβρη: «Δυστυχώς, η πρόοδος της κυβέρνησης Λούλα σε αυτές τις λαϊκές δημοκρατικές αλλαγές (στους τομείς της γης, της υγείας, της ποιότητας ζωής, των μεταφορών, της εκπαίδευσης κτλ.) ήταν ανεπαρκής, παρά την επιτυχία στην εξωτερική πολιτική. Ανησυχού-με επίσης ότι στους κόλπους των συμμαχιών της Ντίλμα Ρουσέφ υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που είναι αντίθετες σε αυτές τις κοινωνικές απαιτήσεις».
Ποια ήταν η «μεγάλη επιτυχία» της εξωτερικής πολιτικής του Λούλα; Μήπως οι εναγκαλισμοί με το Μπους, το Μάρτη του 2007, όταν ο τελευταίος (ο Μπους) εμφανιζόταν σαν… συνεχιστής της επανάστασης του Σιμόν Μπολίβαρ; Το μνημόνιο συνεργασίας για τα βιοκαύσιμα είχε βγάλει τότε στη φόρα τη μεσαιωνική εκμετάλλευση των εργατών στα ζαχαροκάλαμα της Βραζιλίας, που η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Λού-λα προσπερνούσε αδιάφορα. Είχαμε γράψει τότε ότι «το χαμηλό κόστος παραγωγής του ζαχαροκάλαμου (από την επεξεργασία του οποίου παράγεται η αιθανόλη που χρησιμοποιείται στο 80% των νέων βραζιλιάνικων αυτοκινήτων) προέρχεται από τη μαζική δουλεία των εργατών γης και την άρνηση εφαρμογής περιβαλλοντικών κανονισμών. Ετσι, στο Σάο Πάολο, το κόστος παραγωγής είναι μόλις 165 δολάρια τον τόνο, όταν στην Ευρώπη φτάνει τα 700 δολάρια τον τόνο! Η εντατικοποίηση της εργασίας έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στη δεκαετία του ’80 ο μέσος όρος της ποσότητας των ζαχαροκάλαμων που απαιτούνταν να κόβουν καθημερινά οι αγροτοεργάτες ήταν 5 με 8 τόνους. Σήμερα η ποσότητα που απαιτείται είναι 12 με 15 τόνους, δηλαδή 2 με 3 φορές μεγαλύτερη. Η ανάπτυξη της παραγωγής συνοδεύτηκε από συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε λιγότερα χέρια με συνέπεια εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις. Ενώ πριν από 15 χρόνια υπήρχαν 43 εργοστάσια άλεσης ζαχαροκάλαμων και διύλισης αιθανόλης στο Περναμπούκο (την περιφέρεια της Ανατολικής Βραζιλίας, όπου καλλιεργείται το ζαχαροκάλαμο) σήμερα έμειναν μόλις 25 με αποτέλεσμα να χαθούν 150.000 θέσεις εργασίας. Αν σ’ αυτό προστεθεί η τεράστια οικολογική καταστροφή που καταγγέλλουν περιβαλλοντικές οργανώσεις από τη μονοκαλλιέργεια ζαχαροκάλαμου (με την καταστροφή χιλιάδων στρεμμάτων δασών) και τη μεγάλη κατανάλωση νερού για τη διύλιση της αιθανόλης (πάνω από 4 λίτρα νερού για την παραγωγή 1 λίτρου αιθανόλης), τότε η εικόνα αυτής της “ανάπτυξης” ολοκληρώνεται. Κι όλα αυτά στο βωμό της μεγάλης μπίζνας που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70 (την περίοδο της βραζιλιάνικης χούντας) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας μετατρέψει τη Βραζιλία στον κύριο προμηθευτή αιθανόλης στον κόσμο, με το 70% των παγκόσμιων εξαγωγών, με πάνω από τις μισές εξαγωγές (58%) να προορίζονται για τις ΗΠΑ» (Κόντρα, αρ. φύλλου 459, 17/3/2007).
Τελειώνοντας, υπενθυμίζουμε ότι στον τομέα της καταστολής η κυβέρνηση Λούλα δεν πήγε πίσω. «Η αστυνομία στις πολιτείες του Ρίο Ντε Τζανέιρο και του Σάο Πάολο έχει σκοτώσει συνολικά πάνω από 11.000 ανθρώπους από το 2003, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η αστυνομία χαρακτήρισε νόμιμες τις δολοφονίες, λόγω αυτοάμυνας σε απάντηση πυρών από ύποπτους εγκληματίες, αυτό που η αστυνομία αποκαλεί δολοφονίες “άμυνας”. Ωστόσο, ανάλυση των αρχείων, των δηλώσεων των αξιωματούχων και των στατιστικών δεδομένων από πιο κοντά δείχνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των περιπτώσεων είναι στην πραγματικότητα εξωδικαστικές εκτελέσεις». Αυτά ανέφερε το Human Rights Watch σε έκθεσή του που δημοσιεύτηκε το 2009. Θα τα αλλάξει όλα αυτά η «πραγματίστρια» Ρουσέφ; Μην τρέφετε αυταπάτες…