Από τη σκοπιά των οικονομικών συνθηκών του Ιμπεριαλισμού –π.χ. η εξαγωγή άνευ ενδιαφέροντος κεφαλαίου και η διαίρεση του κόσμου από τις «ανεπτυγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις- οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κάτω από τον καπιταλισμό, είναι είτε αδύνατες είτε αντιδραστικές (…) Eνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κάτω από τoν καπιταλισμό είναι ισοδύναμες προς μια συμφωνία για διαίρεση των αποικιών. Κάτω από τον καπιταλισμό, εντούτοις, καμία άλλη βάση και καμία άλλη αρχή της μοιρασιάς δεν είναι πιθανή εκτός από την δύναμη».
Β.Ι. Λένιν (1915)
«Ο κύβος ερρίφθη». Με την αποδιδόμενη στον Ιούλιο Καίσαρα παροιμιώδη φράση σχολίασε η γαλλική Le Monde την περιοδεία του Ντέιβιντ Κάμερον στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να θέσει τις νέες απαιτήσεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού, για ν’ αποφασίσει μετά αν θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα για τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ και τι περιεχόμενο θα έχει αυτό το δημοψήφισμα. Η Le Monde μαζί με τη γερμανική Suddeutsche Zeitung, την ιταλική La Stampa και την πολωνική Gazeta Wyborcza διεξήγαγαν από κοινού μια έρευνα για την πιθανότητα ενός Brexit και τις επιπτώσεις που αυτό θα έχει στην Ευρώπη.
Θριαμβευτής των πρόσφατων βρετανικών εκλογών ο Κάμερον, δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει την πίεση των «ευρωσκεπτικιστών» του Φάρατζ, τους οποίους νίκησε. Οφείλει να διαπραγματευθεί για λογαριασμό του βρετανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Στην περιοδεία του, που ξεκινά από την Κοπεγχάγη και αφού περάσει από Χάγη, Παρίσι και Βαρσοβία θα καταλήξει στο Βερολίνο, θέλει -όπως λέει- να διερευνήσει ποιες και τι βάθους «μεταρρυθμίσεις» μπορεί να εξασφαλίσει πρώτον στην εξαίρεση της Βρετανίας από τις ρυθμίσεις στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων εντός της ΕΕ και δεύτερον στην προστασία του Σίτι από τις συνέπειες των κοινών ρυθμίσεων της Ευρωζώνης (κυρίως στον τραπεζικό τομέα), οι οποίες επιδρούν στη Βρετανία μολονότι δε συμμετέχει στην Ευρωζώνη.
Oπως αναφέρει ο βρετανικός Τύπος, ο γερμανογαλλικός άξονας δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας τον Κάμερον να θέσει τους όρους του. Ηδη, στην τελευταία συνάντησή τους στο Βερολίνο Μέρκελ και Ολάντ συμφώνησαν να προωθήσουν από κοινού μια σειρά μέτρα που θα «βαθύνουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση», χωρίς να χρειαστεί αναθεώρηση των συνθηκών. Οι δυο τους θα ξανασυναντηθούν τη Δευτέρα 1 Ιούνη στο Βερολίνο, όπου έχουν καλέσει και τον Γιούνκερ. Οπως γράφει η Le Monde, η γερμανογαλλική συμφωνία οριστικοποιήθηκε στο περιθώριο της συνόδου κορυφής στη Ρίγα της Λετονίας και έχει σταλεί στον Γιούνκερ με τη μορφή συγκροτημένης μεταρρυθμιστικής πρότασης, η οποία μιλά για δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική σύγκλιση, που θα συνδυάζει τη γερμανική επιμονή στη νομισματική σταθερότητα (και την τήρηση του «χρυσού κανόνα» ως προς τα ελλείμματα) με το αίτημα των Γάλλων για περισσότερες επενδύσεις.
Από τα ρεπορτάζ του ευρωπαϊκού Τύπου μαθαίνουμε, επίσης, ότι ο Κάμερον, στις συναντήσεις που θα έχει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα επικαλεστεί τη «σαφή εντολή» που πήρε από τους βρετανούς ψηφοφόρους, καθώς το πρόγραμμα των Τόρις, εν αντιθέσει προς αυτό των Εργατικών, προβλέπει σαφώς την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για το Brexit.
«Λαϊκή εντολή» στο τραπέζι ενδοκοινοτικών διαπραγματεύσεων; Οταν ο Τσίπρας τόλμησε να πει κάτι τέτοιο, πριν από κάνα δίμηνο, γέλασαν και τα τσιμέντα στις γκρίζες μητροπόλεις του ευρωπαϊκού Βορρά. Κι εμείς έχουμε «λαϊκή εντολή» του είπαν. Εκλεγμένες κυβερνήσεις είμαστε και δίνουμε λογαριασμό στα κοινοβούλιά μας και στους ψηφοφόρους μας. Δεν μπορεί κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση κράτους-μέλους να ζητάει διακριτική μεταχείριση και αλλαγή των κανόνων. Οι κανόνες ισχύουν για όλους.
Αυτά γράφτηκαν στον ευρωπαϊκό Τύπο, αλλά και ακούστηκαν από το στόμα παραγόντων όπως η Μέρκελ, ο Σόιμπλε, ο Ντεϊσελμπλούμ, ο Γιούνκερ και μια σειρά πρωθυπουργοί και υπουργοί Οικονομικών. Ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς στις διατυπώσεις τους, όπως ο Ρέντσι και ο Ολάντ, έλεγαν πως πρέπει να παρθεί υπόψη η ψήφος του ελληνικού λαού, χωρίς όμως να παραβιαστεί κανένας από τους κανόνες της Ευρωένωσης. Στον Κάμερον, όμως, ουδείς τόλμησε να αντιτάξει αυτό το επιχείρημα. Βλέπετε, ο Κάμερον εκπροσωπεί τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, ενώ ο Τσίπρας εκπροσωπεί τον κακομοιριασμένο ελληνικό καπιταλισμό, που είναι δεμένος με ισχυρές αλυσίδες εξάρτησης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Ευρωζώνης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο βρετανικός ιμπεριαλισμός ζητάει εξαιρέσεις. Το είχε απαιτήσει (και πετύχει) η Θάτσερ, αλλά και αργότερα ο Μπλερ. Ο Κάμερον είναι αναγκασμένος να το θέσει με πιο απειλητικό τρόπο, εκβιάζοντας σημαντικές υποχωρήσεις των Γαλλογερμανών. Αν αυτές οι υποχωρήσεις γίνουν πράξη, τότε οι Τόρις θα πάρουν θέση υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, στο πλαίσιο μιας νέας σχέσης. Γι’ αυτό μέχρι στιγμής ο Κάμερον δεν έχει πάρει καμιά σαφή θέση (εκτός του όρι θα κάνει δημοψήφισμα), ενώ το δημοψήφισμα τοποθετείται στα 2017, ώστε να υπάρχει στο μεταξύ χρόνος για άνετες διαπραγματεύσεις με τους Γαλλογερμανούς.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα. Αν δηλαδή θα υπάρξει ένα νέο πλαίσιο (έστω και άτυπο) ένταξης της Βρετανίας στην ΕΕ, που δε θα περιορίζει τη δράση του βρετανικού χρηματιστικού κεφαλαίου, ή αν θα υπάρξει Brexit. Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα τούτου του άρθρου. Θέμα του είναι η φύση της ΕΕ και η σχετική θέση του ελληνικού καπιταλισμού σ’ αυτή.
Η σύντομη ανάλυση που έκανε ο Λένιν πριν από ακριβώς έναν αιώνα, απόσπασμα της οποίας παραθέσαμε στην αρχή, επιβεβαιώνεται συνεχώς. Η ΕΕ δεν είναι ένα υπερ-ιμπεριαλιστικό μόρφωμα, που ξεπερνά τα σύνορα και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις κάθε ιμπεριαλιστικού κράτους. Η ΕΕ είναι μια διιμπεριαλιστική συμμαχία, στο πλαίσιο της οποίας ανταγωνίζονται και συμμαχούν διαφορετικά ιμπεριαλιστικά κράτη, που εκπροσωπούν διαφορετικές μερίδες του χρηματιστικού κεφαλαίου, που παραμένει βασικά εθνικό, παρά τη διεθνοποίηση στην εξάπλωσή του. Γι’ αυτό και ουδέποτε η πορεία της ενοποίησης ξεπέρασε τους «εθνικούς εγωισμούς», όπως αποκαλούν οι αθεράπευτοι «φεντεραλιστές» τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του γερμανικού, του γαλλικού, του βρετανικού, του ιταλικού χρηματιστικού κεφαλαίου.
Αυτή η ιμπεριαλιστική συμμαχία περιλαμβάνει στο σύστημά της και μια σειρά χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, οι οποίες εντάχθηκαν με όρους απόλυτης εξάρτησης. Η εξάρτηση αυτή δεν μπορεί να σπάσει με «λαϊκή εντολή» προς «ντούρους διαπραγματευτές». Μπορεί να σπάσει μόνο αν εξαφανιστεί το απόστημα που ονομάζεται ελληνικός καπιταλισμός. Οσο δεν γίνεται αυτό, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.