Πρωτοφανείς είναι οι διαστάσεις και οι συνέπειες της ρατσιστικής βίας που έχει σαρώσει τη Νότια Αφρική. Τουλάχιστον 56 νεκροί και 650 τραυματίες είναι μέχρι στιγμής ο τραγικός απολογισμός. Χιλιάδες σπίτια και επιχειρήσεις, που ανήκαν σε αφρικανούς μετανάστες, έχουν πυρποληθεί, καταστραφεί ή λεηλατηθεί και περισσότεροι από 100.000 έχουν μείνει άστεγοι.
Το κύμα φυγής των μεταναστών δεν έχει σταματήσει, παρόλο που η κυβέρνηση του Τάμπο Μπέκι επιχειρεί, πολύ καθυστερημένα βέβαια, να περιορίσει με την αστυνομική καταστολή το ρατσιστικό πογκρόμ και να πάρει κάποια μέτρα προστασίας των καταδιωκόμενων. Μέχρι τις 28 Μαΐου, περισσότεροι από 27 χιλιάδες μετανάστες είχαν επιστρέψει στη Μοζαμβίκη, 3.000 στο Μαλάουι, ενώ ο Ερυθρός Σταυρός ανακοίνωσε ότι έχει προετοιμαστεί για να υποδεχτεί στη Ζάμπια 25.000 μετανάστες από τη Ζιμπάμπουε, που δεν θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Απ’ αυτούς που έχουν παραμείνει στη Νότια Αφρική, 35.000 έχουν καταφύγει σε αστυνομικούς σταθμούς, δημοτικά κτίρια και εκκλησίες και περίπου άλλοι τόσοι μένουν σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, όπου κινδυνεύουν από το κρύο και τις ασθένειες λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα δημιουργήσει 7 στρατόπεδα προσφύγων, όπου θα φιλοξενηθούν οι 70.000 περίπου μετανάστες, που έχουν καταφύγει σε κρατικά κτίρια και εκκλησίες και σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς. Επίσης, ο υπουργός Ασφάλειας ανακοίνωσε ότι έχουν συλληφθεί περισσότερα από 1300 άτομα και ότι θα συσταθούν ειδικά δικαστήρια για να εκδικάσουν τις υποθέσεις αυτές.
Υπενθυμίζουμε ότι οι ρατσιστικές επιθέσεις ξεκίνησαν στις 11 Μαϊου από περίχωρα του Γιοχάνεσμπουργκ και τις επόμενες μέρες εξαπλώθηκαν σ’ όλη σχεδόν τη χώρα, στις 7 από τις 9 επαρχίες. Οι αφρικανοί μετανάστες, που κατέφυγαν στην Νότια Αφρική μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ για να βρουν δουλειά ή για ξεφύγουν από τη βία που μαστίζει πολλές χώρες της ηπείρου, υπολογίζονται σε 3 με 5 εκατομμύρια και έχουν μετατραπεί σε αποδιοπομπαίους τράγους για τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, τη φτώχεια, την ανεργία και την εγκληματικότητα, που πλήττουν τη μαύ-ρη πλειοψηφία. Τα προβλήματα αυτά, που επιδεινώθηκαν στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο, και η διάψευση των προσδοκιών της μαύρης φτωχολογιάς για καλύτερες μέρες, αντί να τη στρέψουν στην πάλη ενάντια στους λευκούς και μαύρους εκμεταλλευτές της, φούντωσαν το ρατσισμό.